Μαρτυρίες

Συνέντευξη Ανδρέα Τσιτσή

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1928

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Ανδρέας. Τσιτσής Ανδρέας.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε; πότε;

Απάντηση: Στο παλιό το Κωσταράζι επάνω. Το 1928, στις 19 Φεβρουαρίου.

Ερώτηση: Πολύ ωραία κύριε Ανδρέα. Οι γονείς σας, ποιοι ήταν;

Απάντηση: Οι γονείς μου ήταν ο Χρήστος Τσιτσής και η Πελαγία. Από την οποία πήρε το όνομα της Αυτή εδώ η κόρη μου.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, ήταν και οι ίδιοι Κωσταραζινοί ή ήταν ξένοι;

Απάντηση: Οι γονείς μου ήταν Κωσταραζινοί και οι δύο.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν;

Απάντηση: Τότε ο κόσμος ασχολούνταν Με τα χωράφια πιο πολύ. Λίγα πρόβατα, είχαν κοτόπουλα, τα χωράφια, ένα γουρούνι για το χειμώνα για τα Χριστούγεννα… Αυτές ήταν οι δουλειές τότε.

Ερώτηση: Μία χαρά. Εσείς, σχολείο πήγατε εκεί πέρα;

Απάντηση: Σχολείο εκεί. Τελείωσα το σχολείο εκεί απάνω. Στο παλιό το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Μάλιστα. Όταν τελειώσετε πήγατε Γυμνάσιο κάτι άλλο;

Απάντηση: Άλλο; Εγώ τελείωσα εκεί πάνω. Όταν τελείωσα, είχαμε πρόβατα εδώ κάτω. Στη Σμίξη που το λέμε. Το παλιό το χωριό μας εκεί. Το πιο παλιό χωριό. Εδώ, η Σμίξη που το λέμε, τα ποτάμια που σμίγουν, ο Αλιάκμονας με το ποτάμι αυτό της λίμνης εδώ, και το χωριό τότε λέγονταν Σμίξη. Το Κωσταράζι συγκεντρώθηκε, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς. Ούτε βρήκαμε ιστορία, ούτε είναι γραμμένο τίποτα. Από τρία χωριά έγινε. Δύο μικρά χωριά ήταν εδώ, τα πρώτα τα παλιόσπιτα, στην Κρανιά και η Σμίξη εδώ από κάτω. Μετά ονομάστηκε Κωσταράζι. Δήθεν το ίδρυσε κάποιος Κώστας Ρίζος.

Ερώτηση: Εντάξει, κάπως πρέπει να βρούμε κάποιον όχι.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Λοιπόν. Εσείς πόσο χρονών ήσασταν το 1940; Ήσασταν 12 χρόνων; ήσασταν αρκετά μεγάλος. Θυμάστε τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος;

Απάντηση: Πως δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε τότε;

Απάντηση: Ο πόλεμος με τους Ιταλούς.

Ερώτηση: Ναι, την 28η Οκτωβρίου.

Απάντηση: Ναι. Εμείς, εκείνο τον καιρό βρισκόμαστε εδώ πέρα. Είχαμε τα πρόβατα εδώ. Στο δρόμο το δημόσιο, εδώ μέσα. Και όλη τη νύχτα που περνούσαν τα αυτοκίνητα, πού έγινε η επιστράτευση, έφυγε ο Στρατός και πήγαινε νύχτα κατά πάνω. Για να πάνε στην Αλβανία. Κανόνια, πράγματα, λεωφορεία, πεταγμένα ήτανε όλα. Φορτηγά, λεωφορεία, και όλα τα αυτοκίνητα. Δεν είχε πολλά αυτοκίνητα τότε η Ελλάδα. Λίγα είχε. Και εμείς καθόμασταν μέσα στο δρόμο το βράδυ τη νύχτα, μέσα στο δρόμο που παίρνουν, θα μετρούσαμε όλα.

Ερώτηση: Εσείς, όταν λέτε, παιδιά; ήσασταν μαζεμένοι;

Απάντηση: 12 χρόνια σου λέω.

Ερώτηση: Ναι. Τα παιδιά, η παρέα σας.

Απάντηση: Μάλλον από 11 τα χρόνια είναι, όχι από το 12.

Ερώτηση: Εντάξει.

Απάντηση: Γιατί στα 12 τραυματίστηκα ύστερα. Έγινε η οπισθοχώρηση. Τραυματίστηκα εδώ στο μάτι.

Ερώτηση: Θα μου το πείτε και αυτό. Τώρα Θέλω εκείνη τη μέρα, την 28η, είχατε σχολείο; θυμάστε πως κηρύχθηκε;

Απάντηση: Δεν είχαμε σχολείο τότε. Τα πρόβατα βοσκούσα εγώ. Είχα βγει από το σχολείο, μόλις είχα τελειώσει.

Ερώτηση: Είχατε τελειώσει, μάλιστα.

Απάντηση: Και εκείνη την ημέρα ήμασταν εδώ σε αυτό το βουνό εδώ πάνω με λίγα πρόβατα που είχα. Και ακούγαμε τα κανόνια που άρχισαν να βαράνε εδώ απάνω στην Αλβανία. Ακούγονταν. Ήταν κοντά.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, από τότε, άλλαξε η ζωή καθόλου στο χωριό; όταν έγινε η επιστράτευση, πήρανε ανθρώπους από το Κωσταράζι, πήγανε άντρες;

Απάντηση: Πώς δεν πήγανε. Επιστράτευση αφού έγινε. Και σκοτώθηκαν δύο τρεις.

Ερώτηση: Ποιοί; Θυμάστε;

Απάντηση: Ποιοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο; τον πόλεμο αυτό σκοτώθηκε ο Λάμπρος ο Μάλλιος, ο Δημήτριος Μπολογιάννης, και πρέπει να ήταν ο Κεφαλούκος ο Σάββας.

Ερώτηση: Εκεί στην Αλβανία, ε;

Απάντηση: 3 Ήταν. 3 σκοτώθηκαν στον πόλεμο αυτό.

Ερώτηση: Έχετε και οι ήρωες του αλβανικού έπους.

Απάντηση: Ε, πώς δεν είχαμε. Το Κωσταράζι εδώ είχε πιο παλιά και μακεδονομάχους.

Ερώτηση: Βέβαια. Το γνωρίζω, το Γνωρίζω πολύ καλά. Κύριε Ανδρέα, ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό σας;

Απάντηση: Ήρθαν, βέβαια.

Ερώτηση: Προξένησαν κάτι;

Απάντηση: Μία φορά ήρθαν και αποκλειστικά βομβάρδισαν το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Βομβάρδιζαν μέσα το χωριό, ή γύρω-γύρω;

Απάντηση: Μέσα, μέσα. Επειδή ήταν ορεινό χωριό αυτό, επειδή αυτοκίνητο δεν πήγαινε εύκολα πάνω, δεν ήταν ο δρόμος καλός, φοβούνταν… Και ήρθαν τα αεροπλάνα τα ιταλικά και βομβάρδισαν. Σκοτώθηκαν και κάνα δυο άτομα τότε.

Ερώτηση: Θυμάστε ποιοι;

Απάντηση: Ένας Παπανικολάου. Άλλος, σκοτώθηκε ένας παράλυτος που ήταν στα πόδια. Γέρος. Είχε κρυφτεί από το αεροπλάνα. Πήγε πιο πάνω σε μία βρύση, και τον σκότωσαν εκεί.

Ερώτηση: Ένας ήταν ο βομβαρδισμός λοιπόν. Αυτό έγινε νωρίς, μέσα στο χειμώνα;

Απάντηση: Χειμώνας δεν ήταν. Μετά ήρθαν για να μαζέψουν τα όπλα οι Ιταλοί.

Ερώτηση: Στην οπισθοχώρηση έγινε αυτό;

Απάντηση: Στην οπισθοχώρηση, μετά.

Ερώτηση: Τα όπλα τα είχατε; το είχατε πετάξει, τα είχατε κρύψει, τι θα κάνατε;

Απάντηση: Πώς δεν είχαμε; όλοι από ένα όπλο. Κάπου σπίτι. Εγώ πήγα πήρα ένα όπλο εδώ, από το Δισπηλιό. Οπισθοχωρούσε ο Στρατός και πετούσαν τα όπλα..

Ερώτηση: Τα πετούσαν έτσι έξω, στο δρόμο;

Απάντηση: Όπου τους βράδιαζε, όπλα, χειροβομβίδες, βάρη ότι είχαν τα πετούσαν και έφευγαν για τα χωριά τους.

Ερώτηση: Πείτε μου. Ήρθαν οι Ιταλοί να μαζέψουν τα όπλα. Και τι έγινε;

Απάντηση: Εγώ, είχα πάρει ένα όπλο και εγώ, και Είχε έρθει ένας πολιτοφύλακας. Μάλλον αυτούς τους έβαλαν οι Ιταλοί, καβάλα στο άλογο, και μου το πήρε το όπλο. Παιδί ήμουν, το πήρε. Και μου το πήρε το όπλο. Είχε πιο πέρα, βρήκε ακόμα έναν, αλλά εκείνος ήταν μεγάλος όμως, έκατσε πίσω από μία πέτρα, και του λέει, φύγε γιατί θα σε σκοτώσω. Και έφυγε. Εμένα μου το πήρε το όπλο.

Ερώτηση: Τα μάζεψαν τα όπλα; βρήκαν, ή δεν τους το έδωσε ο κόσμος;

Απάντηση: Ε πώς δεν βρήκαν; Πολλά όπλα μάζεψαν. Έτρωγαν ξύλο οι άντρες. Τους έκλεισαν μέσα στο σχολείο.

Ερώτηση: Αυτό θέλω να μου πείτε. Τι έγινε τότε; το ζήσατε αυτό; το ξέρετε;

Απάντηση: Τους είχαν κλεισμένους μέσα.

Ερώτηση: Ποιους;

Απάντηση: Τον πατέρα μου τον είχαν. Εγώ δεν ήμουν μέσα.

Ερώτηση: Όλους τους άντρες του χωριού;

Απάντηση: Όσους βρήκαν τους μάζεψαν.

Ερώτηση: Ήταν και ο πατέρας σας μέσα;

Απάντηση: Ήταν και ο πατέρας μου.

Ερώτηση: Λοιπόν, τι έγινε τότε; πόσες μέρες κράτησε αυτό;

Απάντηση: Ήταν κάνα δυο μέρες, και τους περνούσαν και τους χτυπούσαν. Το σχολείο στη μέση με πόρτες, και τους πήγαιναν γύρω-γύρω και για να δείξουν τα όπλα. Να παραδώσει τα όπλα.

Ερώτηση: Τους είχαν δεμένους πουθενά;

Απάντηση: Δεμένους δεν τους είχαν.  Τους είχαν κλεισμένους μέσα στο σχολείο. Δεν μπορούσαν να φύγουν. Άλλους τους έβαλαν κάτω και τους χτυπούσαν από κάτω στα πόδια εδώ, φάλαγγα τους έκαναν. Έναν τον φούσκωσαν με την τρόμπα.

Ερώτηση: Έζησε ο άνθρωπος μετά;

Απάντηση: Έζησε μετά. Τώρα πέθανε. Έχει κάνα δυο χρόνια. Φούσκωσαν με την τρόμπα από πίσω. Για να δείξει. Τα όπλα.

Ερώτηση: Αυτός δεν έλεγε;

Απάντηση: Οι άντρες δεν έδειχναν. Τα όπλα. Πήγαιναν οι γυναίκες όμως ύστερα, για να μη χτυπούν τους άντρες, άμα είχαν κανένα όπλο του παρέδιναν οι γυναίκες. Για να αφήσουν τον άντρα τους.

Ερώτηση: Και Τους άφησαν ελεύθερους;

Απάντηση: Τους άφησαν αυτούς. Αλλά έφαγαν ξύλο…

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός; μπορείτε να μου πείτε το όνομα του;

Απάντηση: Ποιος;

Ερώτηση: Αυτόν που τον φούσκωναν;

Απάντηση: Ε, πέθανε όμως.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει, πώς τον λέγανε.

Απάντηση: Θωμάς Μιχαλάκας. Ξύλο πολύ. Τους παππούδες τους έκοβαν τα μουστάκια εδώ. Το μισό το μουστάκι. Για να γελούν. Οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί την έκαναν αυτή τη δουλειά. Είχα βρει και εγώ ένα όπλο. Επειδή μου το είχε πάρει εκείνος ο φύλακας το όπλο μου, είχα βρει ένα πεταμένο. Εκεί μέσα στο χωριό, λίγο πιο κάτω. Και το πήρα εκείνο ύστερα. Έτσι, είχα πάλι όπλο αργότερα. Όλοι είχαν από ένα όπλο.

Ερώτηση: Αυτά τα όπλα γιατί το είχατε;

Απάντηση: Ε, όπλο είναι, το παίρνει ο άλλος.

Ερώτηση: Σας χρειάστηκε ποτέ;

Απάντηση: Μπα.

Ερώτηση: Το έχετε ακόμα;

Απάντηση: Α, όχι.

Ερώτηση: Μετά από αυτό το γεγονός, τους άφησαν ελεύθερους τους άντρες, συνέχισε η ζωή σας κανονικά; είχατε προβλήματα μετά;

Απάντηση: Άμα έδιναν το όπλο, τους άφηναν  ελεύθερους μετά. Οποίος έδειχνε το όπλο.

Ερώτηση: Τελείωσε, εντάξει. Κάποια στιγμή, τελείωσε αυτό. Τελείωσε. Τους άφησαν ελεύθερους. Το αφήνουμε στην άκρη. Εντάξει;

Απάντηση: Ήταν μία μέρα- δύο αυτοί απάνω εκεί.

Ερώτηση: Ναι. Μετά τι έγινε; έρχονταν οι Ιταλοί γενικά στο χωριό σας; παίρνουν ζώα… Επίταξη που το έλεγαν.

Απάντηση: Όμως μετά ήρθαν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Ναι, μετά εντάξει. Αλλά, δεν είχατε άλλο πρόβλημα. Μετά από αυτό που έκαναν στο σχολείο. Ξαναήρθαν Ιταλοί; εμφανίστηκαν στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Οι Ιταλοί δεν ήρθαν. Οι Γερμανοί μετά ήρθανε.

Ερώτηση: Οι Γερμανοί πότε ήρθανε;

Απάντηση: Ε, οι Γερμανοί ήρθαν το ’41. Άνοιξη. Άνοιξη ήτανε. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εμείς… Τους έκλεισαν εδώ οι Έλληνες. Οπισθοχωρούσε ο Στρατός ακόμα. Και είχαν τα κανόνια πίσω εδώ στο Άργος. Στο Αρμενοχώρι που το λέμε. Οι Έλληνες. Και χάλασαν και τη γέφυρα εκεί πέρα στο Γκιόλε. Έκατσαν 2 μέρες εδώ οι Γερμανοί. Δεν μπορούσαν να περάσουν. Εμείς καθόμασταν εκεί απάνω στα βουνά και τους κοιτάζαμε την πρώτη μέρα. Πώς γινόταν η επίθεση. Είχαν ένα άρμα μικρό, και ξεκινούσε αυτό από τη γέφυρα. Στη γέφυρα δούλευαν, για να τη φτιάξουν τη γέφυρα αυτή. Τι έβαλαν τα δικά μας τα κανόνια εδώ στο Δισπηλιό από πίσω, δεν μπορούσαν να φτιάξουν την γέφυρα. Και αυτό το άρμα, πλάκωνε τα δικά μας τα κανόνια. Μπαμ! Μπάμ! Μπαμ! Τις οβίδες εμείς το βλέπαμε από πάνω εδώ από τα βουνά τα δικά μας. Τους βλέπαμε. Γυρνούσε πίσω αυτό. Πάλι, ξανά επίθεση έκανε, πάλι. Τη δεύτερη μέρα όμως, πέρασαν οι Γερμανοί, πήγανε στην Καστοριά. Κι εμείς, με τον πατέρα μου και άλλοι δύο άντρες, έπαιρνε και εμένα ο μπαμπάς μου. Πήγαμε να πάρουμε κανένα ζώο, γιατί το δικό μας προς το είχε πάρει η επίταξη. Ο ελληνικός στρατός το είχε πάρει. Το ένα, είχαμε δύο άλογα. Και πήγαμε να πάρουμε ακόμα ένα, για να οργώνουμε τα χωράφια. Και βρήκαμε τότε και στρατιώτες, Γερμανούς μπροστά. Ήταν και ένα άλογο εκεί πέρα. Το πήραμε το άλογο. Εκείνοι οι καημένοι φοβούνταν εκεί πέρα. Κάθονταν εκεί στα γερμανικά τα αυτοκίνητα, ντυμένοι στα χακί, και φοβούνται να φύγουν πιο πέρα. Μην τους πολεμήσουν οι Γερμανοί. Και εμείς πήραμε το άλογο, τους είπαμε «μη φοβάστε δεν σας πειράζει κανένας», εμείς περάσαμε, ψάχνουμε να βρούμε τίποτα κουβέρτες που πετούσε ο Στρατός τέτοια πράγματα, και ένα άλογο να πάρουμε για να οργώνουμε. Το βρήκαμε το πήραμε. Οι στρατιώτες αυτοί οι δύο που το είχαν το άφησαν, έφυγαν για τα χωριά τους.

Ερώτηση: Εσείς πότε τραυματιστήκατε;

Απάντηση: Εγώ τραυματίστηκα τότε όταν οπισθοχωρούσε ο στρατός, το βράδυ, κοιμήθηκαν μία ομάδα κάνα δεκαριά άτομα πέρα εκεί, κοντά εκεί που είχα εγώ τα πρόβατα. Από κάτω ήταν μία λακκούβα που βγάζαμε πέτρες. Για να μην τους βρουν, κοιμήθηκαν εκεί το βράδυ. Το πρωί όμως τα άφησαν όλα κάτι όλμοι για οβίδες, τα πέταξαν όλα. Ότι είχαν και δεν είχαν μαζί τους για βάρος όλα τα πετούσαν. Εγώ, 12 χρόνια παιδί ήμουνα. Πήρα από ένα από αυτά, έβγαλα το καψύλι και άρχισα να το χτυπάω. Σάμπως ήξερα ότι θα σκάσει και θα πάθω ζημιά; ήταν ο μπαμπάς του μπαμπά μου ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου εκεί, αλλά δεν ήξεραν ότι κοιμήθηκαν στρατιώτες το βράδυ εκεί πέρα, δεν πήραν χαμπάρι. Και άφησαν τέτοια πράγματα. Έφυγαν το πρωί, έμεινα μοναχός εγώ και τραυματίστηκα εκεί.  

Ερώτηση: Τι πάθατε;

Απάντηση: Τραυματίστηκα στο μάτι εδώ, δάχτυλα αυτά εδώ… Τότε ήταν που βλέπαμε τον Στρατό να περνάει με τα κανόνια. Τα κανόνια ήταν φορτωμένα στα άλογα.

Ερώτηση: Δηλαδή ένα άλογο κουβαλούσε ένα κανόνι;

Απάντηση: Όχι ένα άλογο. Έξι άλογα.

Ερώτηση: Σαν κάρο είχανε.

Απάντηση: 4 ή 6 ήταν τώρα δεμένα με τα… λουριά ή δεν θυμάμαι πώς ακριβώς. Τέσσερα ή έξι ήταν άλογα. Ήτανε βαριά πράγματα, δεν τραβιούνταν. Αυτοκίνητο δεν ήταν τότε… Αυτά που τράβαγαν τα κανόνια τα λέγαμε ΠΑΒΕΖ εμείς.

Ερώτηση: ΠΑΒΕΖ;

Απάντηση: Παβίζια. Είχαν σιδερένιες ρόδες, παλιά πράγματα. Με λάστιχο από γύρω, και αυτά τραβούσαν τα άλογα.

Ερώτηση: Πάμε λίγο τώρα πιο μπροστά, που είπατε την πρώτη… τους Γερμανούς που έρχονταν.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Πότε εμφανίστηκαν στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Οι Γερμανοί ήρθαν αργά στο Κωσταράζι. Δεν είχαν δουλειά να ‘ρθουν στο Κωσταράζι.

Ερώτηση: Α, δεν σας ενοχλούσαν;

Απάντηση: Οι Γερμανοί όταν ήρθαν;

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση:  Ο Στρατός που περνούσε δεν κοιτούσαν δεξιά και αριστερά ούτε γυναίκα να κοιτάξουν, ούτε τίποτα. Τέρμα. Είχαν τόσο πειθαρχία. Μόνο το δρόμο τους κοιτούσαν. Να φύγουν να πάνε κάτω να πιάσουν Κρήτη, Αίγυπτο. Οι Γερμανοί δεν είχαν σκοπό να περάσουν από δω. Από την Ελλάδα.

Ερώτηση: Ήθελαν μόνο να περάσουν, δεν ήθελαν  να πολεμήσουν.

Απάντηση: Και οι Ιταλοί να περάσουν ήθελαν. ..

Ερώτηση: Γιατί τι έγινε; πώς έγινε; πώς το έκαψαν; Το Κωσταράζι.

Απάντηση: Το Κωσταράζι το κάψανε οι Γερμανοί, μετά που βγήκαν οι αντάρτες.

Ερώτηση: Για να συζητήσουμε λίγο για τους αντάρτες. Υπήρχαν αντάρτες εδώ Κωσταραζινοί, ή φερμένοι από αλλού ήτανε;

Απάντηση: Και Κωσταραζινοί. Όπως ήρθαν οι αντάρτες, και κάνα δυο παιδιά από το χωριό μας.

Ερώτηση: Ποιος είχατε εδώ από το χωριό;

Απάντηση: Το χωριό μας είχαμε τον Λάμπρο τον Αδάμου, έναν άλλον Μάρκου λέγονταν στο επίθετο και ήταν παλιά από τους τσιγγάνους.

Ερώτηση: Τσιγγάνος ήτανε και λεγόταν Μάρκου;

Απάντηση: Αυτοί είχαν έρθει πιο παλιά στο χωριό μας. Τσιγγάνοι ήταν. Έμεναν στο χωριό μας όμως. Ήταν καλά παιδιά. Είχαν και μία αδερφή, την πάντρεψαν στο χωριό. Αυτοί παντρεύτηκαν στο χωριό, και γίναν Κωσταραζινοί ύστερα.

Ερώτηση: Πολύ ωραία. Άλλος; δύο μου είπατε ως τώρα. Αδάμου, Μάρκου, άλλον θυμάστε;

Απάντηση: Στάσου, ήταν και ένας άλλος. Ήταν και ένας Νατσούλης.

Ερώτηση: Το μικρό του;

Απάντηση: Πώς τον έλεγαν… Κάνα-δυο πήγανε εθελοντές, ο Θανάσης ο Τόλιος, πήγαν κι άλλοι αντάρτες μετά.

Ερώτηση: Αυτή ήταν από το χωριό. Οι άλλοι που ήρθανε μετά στον Κωστάραζι, οι μεγάλοι, τα μεγάλα κεφάλια, ποιος είχατε; Θυμάστε κανέναν να μου πείτε;

Απάντηση: Στο χωριό;

Ερώτηση: Ποιοι ήρθανε; αντάρτες;

Απάντηση: Αντάρτες, αυτοί οι αρχηγοί, ήταν ξένοι όλοι.

Ερώτηση: Θυμάστε κανέναν;

Απάντηση: Έναν Μπάρμπα Κίτσιο τον έλεγαν. Ήταν ένας από το Γέρμα, μπάρμπα Κίτσος, με ψαρά μαλλιά, αυτός ήταν αρχηγός στο χωριό εδώ. Γιατί σκότωσαν και έναν αντάρτη εκεί πέρα, δήθεν ότι πήγε να πειράξει κάποια γυναίκα, και τον σκότωσαν. Τώρα γιατί τον σκότωσαν… Εμείς ήμασταν παιδιά τότε. Και εγώ ήμουν εκεί που τον δίκαζαν τον αντάρτη αυτόν.

Ερώτηση: Μάλιστα. Ήρθανε Λοιπόν αντάρτες στο Κωσταράζι, για αυτό λέτε ότι το έκαψαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Ε, ναι. Έρχονταν τακτικά οι αντάρτες στο Κωσταράζι.

Ερώτηση: Γιατί;

Απάντηση: Επειδή ήτανε πάνω στα βουνά του Κωσταράζι. Συγκοινωνία δεν είχε να ‘ρθουν αυτοκίνητα. Πάνω εκεί.

Ερώτηση: Και δεν κινδύνευαν, εννοείτε.

Απάντηση: Ε, βέβαια. Για να ‘ρθουν, έπρεπε να ‘ρθουν με τα πόδια.

Ερώτηση: Οι Γερμανοί με τι ήρθανε;

Απάντηση: Και οι Γερμανοί με τα πόδια ήρθανε. Βέβαια.

Ερώτηση: Τι έγινε εκείνη τη μέρα; ήσασταν στο χωριό;

Απάντηση: Πότε; όταν ήρθαν οι Γερμανοί;

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Εγώ Δεν έμενα στο χωριό, γιατί έμενα εδώ πέρα, που είχαμε τα πρόβατα. Κάτω, εδώ στο δρόμο. Είχα και έναν αδερφό, 8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα.

Ερώτηση: Ποιον; πώς τον λέγανε;

Απάντηση: Θανάση τον έλεγαν αυτόν. Θανάσης Τσιτσής. Είχαμε τα ζώα και τα χωράφια εμείς, αυτή ήταν η δουλειά μας.

Ερώτηση: Εντάξει, δεν ήσασταν δηλαδή επάνω Όταν έγινε το κακό στο χωριό.

Απάντηση: Δηλαδή πιο κακό εννοείς τώρα;

Ερώτηση: Που το έκαψαν.

Απάντηση: Δεν ήρθαν μία φορά μόνο. Οι Γερμανοί. Ήρθαν κι άλλες φορές.

Ερώτηση: Ωραία. Ας ξεκινήσουμε. Πείτε μου τις άλλες φορές πρώτα, γιατί αυτή που το κάψαν κάθομαι τελευταία.

Απάντηση: Όταν το έκαψαν το χωριό, δεν ήμουνα εγώ πάλι στο χωριό. Ο πατέρας μου όπου πήγαινε, με έπαιρνε και εμένα μαζί. Πηγαίναμε κρυβόμασταν στον Άη- Νικόλα εδώ πίσω που το λέμε, υπήρχαν κάτι βράχια, κρυβόμασταν. Και, 50 άτομα Κωσταραζινοί, και παραπάνω.

Ερώτηση: Είχε σπηλιές, ή όχι; πού κρυβόσασταν;

Απάντηση: Οι άντρες, άμα ακούγαμε ότι έρχονταν οι Γερμανοί, πηγαίναμε και κρυβόμασταν εκεί.

Ερώτηση: Ποιος ειδοποιούσε ότι έρχονταν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Οι αντάρτες.

Ερώτηση: Γιατί έρχονταν; για να πιάσουν τους αντάρτες;

Απάντηση: Βέβαια. Επειδή ήταν ανταρτοκρατούμενο το χωριό. Εκεί οι αντάρτες ήταν άφοβοι. Αυτοκίνητο δεν μπορούσε να ‘ρθει. Για να ‘ρθουν με τα πόδια, το μάθαιναν γρηγορότερα οι αντάρτες. Ώσπου να ‘ρθουν αυτοί… Και μας ειδοποιούσαν.

Ερώτηση: Κι ας πάμε στη μέρα που το έκαψαν. Που δεν ήσασταν εσείς.

Απάντηση: Δεν ήμουν. Αλλά ξέρω την ιστορία.

Ερώτηση αν θέλετε, μπορείτε να μου πείτε.

Απάντηση: Εκείνη τη μέρα ήρθαν από το βράδυ Γερμανοί. Από την προηγούμενη μέρα. Και είπε μέσα στο χωριό, κι έμειναν μέσα στο χωριό, και την άλλη μέρα το πρωί, είπαν “να μαζευτεί όλος ο κόσμος έξω από το χωριό, θα κάψουμε το χωριό”. Έξω από το χωριό, που έχουμε ένα μέρος ανοιχτό εκεί…

Ερώτηση: Πώς το λένε;

Απάντηση: Τρανή Στράτα, το λέγαμε.

Ερώτηση: Εκεί μάζεψαν τον κόσμο;

Απάντηση: Εκεί.

Ερώτηση: Ήταν άντρες και γυναίκες, ή μόνο γυναικόπαιδα;

Απάντηση: Άντρες και γυναίκες, όλοι, όλοι. Όλοι πήγαν εκεί. Άμα έμενε κανένας στο χωριό, μπορεί να τον σκότωναν οι Γερμανοί. Είπαν ότι θα βγουν όλοι έξω, θα πάνε εκεί. Τους είχαν συγκεντρωμένους εκεί πέρα, το πολυβόλο στημένο εδώ στην άκρη, να μην μπορεί να φύγει κανένας.

Ερώτηση: Ξέφυγε κανένας;

Απάντηση: Κάνα δύο γυναίκες είχαν φύγει, όπως ήταν πολύς ο κόσμος, και προς τα κάτω ήταν λάθος. Είχαν φύγει κάνα δυο γυναίκες. Σιγά-σιγά σέρνοντας, έφυγαν προς τα κάτω. Και Είχαν φύγει, πήγα να κρυφτούν. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, πήραν κάνα δεκαριά άντρες, κανά 15, από το χωριό μας. Αυτοί που ήταν εκεί. Γιατί οι άνδρες πολλούς δεν βρήκαν. Είχαν φύγει και κρύβονταν έξω. Έκαψαν και την εκκλησία…

Ερώτηση: Μάζεψαν τον κόσμο στην Τρανή τη Στράτα.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Για ποιο λόγο; ζητούσαν κάτι;

Απάντηση: Είπαν να κάψουν το χωριό.

Ερώτηση: Για ποιο λόγο;

Απάντηση: Γιατί έρχονταν αντάρτες. Ήταν ανταρτοκρατούμενο μέρος είπαμε.

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Σκότωσαν τον παπά ύστερα.

Ερώτηση: Τον Πάπα Άνθιμο;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Τι έγινε με τον παπα- Άνθιμο; μπορείτε να μου πείτε;

Απάντηση: Θα σου πω τώρα. Γιατί ήταν και ο άλλος ο παπάς, δύο παπάδες είχαμε. Ο άλλος όμως ήταν σε ένα μοναστήρι εδώ πάνω, και κανονικά ήταν μόνο αυτό στο χωριό. Εκείνη την ημέρα όμως, ήταν και οι δύο οι παπάδες. Και μου ‘λεγε αυτός ο παπάς τώρα που ήταν εδώ. Εμένα.

Ερώτηση: Ποιος παπάς ήταν αυτός; Θυμάστε;

Απάντηση: Ο Παπα- Θανάσης. Λέει, καθόμασταν και οι δύο μαζί. Και τον ρωτούσαν οι Γερμανοί: Είχατε εχθές αντάρτες εδώ το βράδυ; Όχι, αυτός έλεγε ο παπάς. Τον λένε, παππά, μη μας λες ψέματα.

Ερώτηση: Ο Παπαθανάσης τα έλεγε αυτά ή ο Άνθιμος;

Απάντηση: Άνθιμος ο Παπαθανάσης δεν είχε καμία δουλειά Ήταν φευγάτος. Απλώς ήταν παρευρισκόμενος εκεί. Είχαν και τους δύο τους παπάδες εκεί. Εγώ τον σκάλιζα, τον έλεγα πες την αλήθεια, έλεγε αυτός ο πάπας, ο Θανάσης. Μπορεί να μην τον σκότωναν αν τους έλεγε την αλήθεια. Έβαλε φωτιά και την εκκλησία ύστερα.

Ερώτηση: Πώς τον σκότωσαν τον παπά Άνθιμο;

Απάντηση: Τον παπα- Άνθιμο τον πήραν από κει, τον πήγαν πάνω στο βουνό πάνω  εδώ μακριά, έξω. Και εκεί τον σκότωσαν. Σκότωσαν και έναν άλλον, μυλωνάς που ήταν. Τον Δημήτρη τον Γαύρο. Μάλιστα. Τον άλλον, ήταν διότι μυλωνάδες, ο ένας δεν παρουσιάστηκε. Έστειλαν οι Γερμανοί έναν άντρα από το χωριό μας, τον έβαλαν και ένα άσπρο πουκάμισο, και να πάει έξω να φωνάξει, για να μαζευτούν ο κόσμος να ‘ρθουν, να μην φοβούνται. Βγήκε αυτός στο δάσος πιο κάτω, εκεί φώναξε, αλλά, ο ένας από τούς μυλωνάδες βγήκε. Αυτός ήρθε εκεί πέρα και τον σκότωσαν κιόλας.

Ερώτηση: Γιατί τον σκότωσαν αυτόν;

Απάντηση: Γιατί αυτοί στο μύλο, είχαν γεμίσει κάτι μπαταρίες, αντάρτικες…

Ερώτηση: Α, βοηθούσαν τους αντάρτες.

Απάντηση: Ναι. Κάτι μπαταρίες, με το νερό που έτρεχε από πάνω, στο μύλο που έτρεχε το νερό.

Ερώτηση: Και τις βρήκαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Ε, ήξεραν πράγματα. Και τον παπά Άνθιμο αφού τον ρώτησαν τον 2-3-5 φορές, τον είπαν «παπά μη μας λες ψέματα, πες μας την αλήθεια, αν ήταν αντάρτες εδώ», έβαλαν φωτιά στην εκκλησία ύστερα, και μέσα στην εκκλησία που έκαιγε, ακούγονταν σφαίρες να σκάζουν. Και τον έλεγαν τον παπά, ορίστε, ακούς τι γίνεται στην εκκλησία; είχαν κοιμηθεί αντάρτες μέσα στην εκκλησία. Και μετά, τον πήραν και τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Δηλαδή, πρώτα την εκκλησία έκαψαν λέτε;

Απάντηση: Όχι πρωί, και αυτά αλλά το σπίτι. Φωτιά σε όλο το χωριό. Ναι. Το δικό μας το σπίτι το έκαψαν. Ήταν καινούργιο το σπίτι το δικό μας, πολύ μικρό, κανονικό σπίτι ήταν, αλλά επειδή ήταν καινούργιο, και με ξύλα πολλά, με σανίδια, με ταβάνι απάνω ξύλινο, και κάηκε το σπίτι. Λαμπάδιασε. Εμείς ήμασταν κρυμμένοι, πέρα εκεί που σου είπα.

Ερώτηση: Αυτοί οι δύο μόνο χάθηκαν εκείνη τη μέρα; Ο μυλωνάς και ο παπάς;

Απάντηση: Ε, μάλλον.

Ερώτηση: Ή υπήρχαν κι άλλοι;

Απάντηση: Δεν ξέρω κανέναν άλλον να σκότωσαν οι Γερμανοί. Μόνον πήραν κάνα δεκαριά άτομα. Από αυτούς που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί. Τους πήραν πέρα στην Καστοριά. Τους έκλεισαν φυλακή.

Ερώτηση: Γιατί; είδατε κανέναν από αυτούς μετά; γύρισαν πίσω;

Απάντηση: Γύρισαν, βέβαια γύρισαν. Κοίταξε να δεις τώρα, διάστημα αυτό που τους είχαν κλεισμένους φυλακή αυτούς. Τους είχαν πιάσει οι αντάρτες. Και είπαν οι Γερμανοί, αν δεν φέρετε αυτούς τους δύο τους Γερμανούς, θα εκτελέσουμε 20 άτομα. Και σηκώθηκαν δύο παπάδες από την Καστοριά, ο ένας πρέπει να τον αριθμό, είχε Σταύρο κρεμασμένο εδώ πέρα, τους βρήκαμε εδώ στο δρόμο, πήγαν πέρα στα βουνά να βρουν τους αντάρτες, ούτε ξέρω πού. Και όταν γυρνούσα, μας βρήκαν εμάς πάλι εδώ στο δρόμο. Οι παπάδες αυτοί. Και με τους δυο τους Γερμανούς. Τους πήραν τους αιχμαλώτους. Τους έφεραν στην Καστοριά.

Ερώτηση: Και Τους άφησαν ελεύθερους τους άντρες;

Απάντηση: Τους άφησαν ελεύθερους. Τους έβγαλαν από την φυλακή.

Ερώτηση: Αφού κάηκε το χωριό εκείνη τη μέρα, μετά γυρίσατε πίσω; πήγατε κάπου αλλού να κρυφτείτε, να μείνετε, τι κάνατε;

Απάντηση: Πήγαμε ξανά στο χωριό.

Ερώτηση: Αφού είχε καεί. Στα αποκαΐδια;

Απάντηση: Ε, κάηκε το χωριό, αλλά…Ό, τι είχε μείνει. Να, εμείς είχαμε ένα σπίτι της γιαγιάς μου, ένα παλιό, πιο πέρα, και είχαμε μείνει σε αυτό εκεί. Γυρίσαμε από κει που κρυβόμασταν, και βρήκαμε το σπίτι καμένο. Και η μάνα μου, με παίρνει το παράπονο τώρα… Είχε μία κουπάνα με ρούχα. Κανά δυο παλιόρουχα που άρπαξε, από μέσα, και κάθονταν έξω και έκλαιγε.

Ερώτηση: Αχ, κύριε Ανδρέα, και εμένα με έπιασαν τα κλάματα. Με συγχωρείτε.

Απάντηση:  Οι Γερμανοί έφυγαν μετά, φυσικά. Αφού έκαψαν τι έκαψαν, πήραν τους άντρες αυτούς, και έφυγαν.

Ερώτηση: Εσείς πως ζήσατε μετά; ζήσατε στο σπίτι της γιαγιάς;

Απάντηση: Εμείς πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς, εκεί ναι.

Ερώτηση: Δεν είχε καεί αυτό.

Απάντηση: Ένα παλιό σπίτι ήταν, δεν κάηκε. Δεν κάηκαν όλα τα σπίτια, πολλά ήταν παλιά, δεν έκαιγαν κιόλας.

Ερώτηση: Μονό πέτρα μέσα.

Απάντηση: Είχαν πατώματα μέσα, πάτωμα. Και αυτό Της γιαγιάς μου, είχε σανίδια, καλά σανίδια. Και από πάνω το είχαν λάσπη. Τα έβαζαν χώμα από πάνω, για να μην κρυώνουν, ξέρω και εγώ. Κι εκεί μείναμε, σε αυτό το σπίτι.

Ερώτηση: Και πώς έγινε τελικά να κατεβείτε κάτω, να γίνει άλλο χωριό; Γιατί πήρατε την απόφαση; Όχι Εσείς προσωπικά, το Κωσταράζι.

Απάντηση: Ε, αυτό το είχαμε πρόγραμμα. Επειδή σ’ αυτό το μέρος εδώ, ήταν τρία σπίτια παλιά χτισμένα. Τα είχαν χτίσει Κωσταραζινοί εδώ αυτοί τα είχανε.

Ερώτηση: Ήταν καλύτερο το μέρος εδώ.

Απάντηση: Το είχαμε αποφασίσει αυτό. Να κατέβουμε μία μέρα εδώ, πιο κάτω. Επειδή δρόμο καλό δεν είχαμε, ψηλά ήταν… Τα χωράφια μας κάτω εδώ, εμείς απάνω εκεί… Σηκωνόμαστε να πάμε από δω μέχρι το Βιτάνι πέρα εκεί, οι Κωσταραζινοί είχανε χωράφια εκεί. Είχαν πάρει κλήρους εκεί. Δούλευαν στα χωράφια, και το βράδυ απάνω στο χωριό. Και εκτόπισαν ύστερα, το ’47. Ήρθε ο στρατός, και μας πήραν από το χωριό. Ερώτηση: Και πού πήγατε;

Ερώτηση: Και που πήγατε;

Απάντηση: Στο Άργος. Μας πήραν στο Άργος, βέβαια. Ήρθαν τα James εδώ πιο πάνω, ώσπου πήγαιναν τα αυτοκίνητα στο χωριό, και ό, τι μπορούσε ο κόσμος στα χέρια να πάρει, πήραν, και μας έστειλαν στο Άργος. Μας έβαλαν σε σπίτια μέσα, εγώ μέχρι και τα πρόβατα τα πήρα στο Άργος που πήγα, καμιά πενηνταριά.

Ερώτηση: Ε, βέβαια, αφού από αυτά ζούσατε, βέβαια.

Απάντηση: Και μείναμε στο Άργους 3 χρόνια. Και από κει ήρθαμε εδώ, κάτι παράγκες που είχανε φτιάξει εδώ κάτω, ο Στρατός είχε κάνα δύο παράγκες, όχι ο στρατός, ο Στρατός ήρθε μετά. Εμείς τις κάναμε τις παράγκες. Και μετά ήρθε ο στρατός, βρήκε τις παράγκες φτιαγμένες αυτές. Τολ, μεγάλα.  Κάθονταν 14 οικογένειες σε κάθε τόλ μέσα. Και μετά άρχισε η ενέργεια για να γίνει το χωριό. Έπρεπε να διαθέσουμε όμως τα χωράφια, τα κτήματα. Το κράτος Δεν είχε δυνάμεις να απαλλοτριώσει μέρη.

Ερώτηση: Είδατε καμία βοήθεια; από την UNNRA, από το ελληνικό κράτος;

Απάντηση: Κοίταξε να δεις. Έδιναν 2000 δραχμές. Δραχμές ήταν τότε. Και λίγα ξύλα, όχι καυσόξυλα. Χρήσιμα ξύλα, για να φτιάξουν τα σπίτια.

Ερώτηση: Α, δοκάρια.

Απάντηση: Αλλά, το κράτος διέθετε μόνο αυτά. Μας είπαν, αν διαθέσετε τα χωράφια, μπορεί να γίνει το χωριό. Αν δεν τα διαθέσετε, δεν γίνεται, θα πάτε πάνω πάλι. Και εμείς, κάνα-δυο που είχαμε, τα πιο πολλά χωράφια, ο πατέρας μου αφού… Έρχονταν κάθε βράδυ, έκαναν συνεδρίαση με τον πρόεδρο, κάνα πέντε έξι άτομα μαζεύονταν, όχι και πολλοί. Και έλεγαν, να τα δώσουν τα χωράφια, ή να μην τα δώσουν; ώσπου πήραν απόφαση μία μέρα, και είπαν θα τα δώσουμε. Έρχεται ο μπαμπάς μου και μου λέει, θα το δώσουμε τα χωράφια. Δώσ’τα ρε πατέρα, του λέω. Να απαλλαχτεί ο κόσμος από αυτή την τυραννία, επιτέλους.

Ερώτηση: Σοφά έπραξε.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Καλά έκανε. Εκεί πάνω που είναι… Κύριε Ανδρέα, άμα σας φέρω κάποια φωτογραφία από το χωριό, θυμάστε να μου δείξετε πού είναι το σπίτι σας; πού ήτανε;

Απάντηση: Το σπίτι το θυμάμαι. Κόσμο όμως δεν θυμάμαι από τότε.

Ερώτηση: Δεν πειράζει, το σπίτι περίπου πού είναι.

Απάντηση: Ε, πως, το σπίτι το ξέρω. Και τώρα το ξέρω. Που είναι μόνο κάτι ντουβάρια.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα δεν ξέρω τι άλλο να σας ρωτήσω, μου διαφεύγει κάτι που πρέπει να πείτε εσείς; αν θυμάστε κάτι;

Απάντηση: Δεν ξέρω τι άλλο, δεν θυμάμαι. Τότε, πριν να κηρυχθεί ο πόλεμος, ήρθε ένα Τάγμα Στράτος. Έχουμε Κεφαλόβρυσο κάτω εδώ. Μπάνια, που το λέμε. Και αυτός ο Στρατός ήταν εδώ που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Και μετά έφυγαν πήγαν στο μέτωπο. Αυτά ήταν. Τα αυτοκίνητα περνούσαν όλη τη νύχτα, τη μέρα δεν περνούσαν.

Ερώτηση: Για να μην τα βλέπει κανένας;

Απάντηση: Αφού ήταν τα αεροπλάνα τα Ιταλικά. Δεν βομβάρδιζαν ακόμα, μας έπαιρναν με το καλό στην αρχή. Έριξαν προκηρύξεις, εδώ στο χωριό μας απάνω.

Ερώτηση: Α, τι είδους προκηρύξεις;

Απάντηση: Ότι εμείς είμαστε αδέλφια, και ότι είμαστε ούνα ράτσα Ούνα φάτσα, όπως το έλεγαν. Και το γράφανε και αυτό μέσα στις προκηρύξεις. Να τους αφήσουμε να περάσουν.

Ερώτηση: Πού να περάσουν; που ήθελα να πάνε;

Απάντηση: Πάντως την Αίγυπτο είπαμε.

Ερώτηση: Και γιατί να περάσουν από μας, και δεν πήγαιναν από την Ιταλία;

Απάντηση: Από πού να περάσουν; Η Ιταλία, όλα τα κράτη τότε, ακόμη και η Αμερική, ήταν ανοργάνωτα τα κράτη αυτά. Δεν είχαν ούτε πλοία πολλά, ούτε τίποτα δεν είχαν. Πότε μας βούλιαξαν το πλοίο, την Έλλη. Οι Ιταλοί. Έπρεπε να περάσουμε από δω, από την ξηρά. Δεν είχαν πλοία να πάνε.

Ερώτηση: Ναι, έχετε δίκιο.

Απάντηση: Ναι. Δεν είχαν. Και ήθελα να περάσουν από εδώ, και μας κήρυξαν τον πόλεμο. Ύστερα, μπήκαν κοντά στα Γιάννενα πιο πάνω. Ο δικός μας ο Στρατός φύλαγε εκεί, και τους Γύρισε πίσω τους γύρισε πίσω τους Ιταλούς.  Είχαν μπει μέσα, πήγαιναν και τα Γιάννενα. Κοντά στα Γιάννενα είναι ένα Καλπάκι, αυτό το χωριό.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, ήρθε ποτέ κάποιος, στα τόσα χρόνια, κάποιος Ιταλός, πού πολέμησε εδώ, να δει τον κόσμο, να ζητήσει συγνώμη;

Απάντηση: Εγώ δεν έχω δει κανέναν. Ήρθαν όμως, πώς δεν ήρθαν.

Ερώτηση: Ήρθαν, το ξέρετε.

Απάντηση: Ήρθαν κάτω εδώ, στην Μπάρα που το λέω, είχαν σκοτωθεί κάνα-δυο Ιταλοί. Είχαν φτιάξει ένα εκκλησάκι εκεί πέρα.

Ερώτηση: Είχαν φτιάξει εικονοστάσι δικό τους;

Απάντηση: Ναι, ναι.

Ερώτηση: Είναι ακόμα;

Απάντηση: Πρέπει να είναι ακόμα. Ήταν εκεί απάνω από το δρόμο.

Ερώτηση: Δεν ξέρω που λέτε βέβαια.

Απάντηση: Πιο κάτω εδώ, είναι ένα μέρος που το λέμε Μπάρα. Που περνάει από κάτω τώρα η Εγνατία. Ναι. Πριν να κατέβει στο δρόμο, ήταν εδώ πιο πάνω ένα εικονοστάσι φτιαγμένο.

Ερώτηση: Α, ήρθανε έφτιαξαν εδώ το εικονοστάσι.

Απάντηση: Ε, πώς Δεν ήρθανε εδώ; ήρθαν εδώ Ιταλοί, που ήρθαν εδώ πέρα, έπιασαν κάτω στη Λάρισα εκεί. Και συνεννοήθηκαν με τους Βλάχους, ήταν και Βλάχοι Ρουμάνοι που τους λέγαμε. Ρουμανόβλαχοι. Και ήθελα να φτιάξουν λεγεώνα μαζί με τους Ιταλούς. Να έχουν και ένα λόχο Βλάχων εδώ. Στην Ελλάδα. Ειδοποίησαν τους Βλάχους, να παν να συνεννοηθούν. Να φτιάξει μυαλό, ένα λόχο, στρατός, Βλάχοι και Έλληνες, και τους είπα τους δικούς μας τους Έλληνες, και δεν θέλησαν. Οι Έλληνες.

Ερώτηση: Ε πώς να θελήσουν, αφού ήταν εχθρικός στρατός.

Απάντηση: Είμαστε βλάχοι εδώ λέει, αλλά είμαστε Έλληνες βλάχοι. Και δεν θέλησαν να κάνουν τίποτα. Μετά τους Ιταλούς τους πήρε ο κατήφορος. Ήρθαν οι Γερμανοί και τους έκλεισαν μέσα. Είχα πάει εγώ στη Θεσσαλονίκη το ’43, που ήταν οι Γερμανοί, τότε που είχα τραυματιστεί στο μάτι εδώ, και πήγα εκεί στο νοσοκομείο. Τους Ιταλούς τους είχανε μέσα… Ήταν ένα παλιό κτίριο, αυτό ήταν νοσοκομείο στην αρχή. Τους Ιταλούς τους είχαν κλεισμένους μέσα εκεί φυλακή.

Ερώτηση: Α, κρατούμενους τους είχανε.

Απάντηση: Είδα μία μέρα που τους έβγαζαν από μέσα, γιατί καθόμασταν εμείς πιο κοντά εκεί στην Ευαγγελίστρια, στη Θεσσαλονίκη, και τους έβγαλαν, δεν ξέρω που τους πήγαιναν, πάντως τους ήταν κουρελιασμένους, τα ρούχα, με μία κουβέρτα τυλιγμένοι. Που τους πήγαιναν, δεν ξέρω. Αιχμαλώτους τους είχαν, τι τους είχαν… Οι Γερμανοί. Ήταν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη τότε. Τότε που βομβάρδιζαν τα εγγλέζικα το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη, εγώ ήμουν εκεί, στη Θεσσαλονίκη. Ήρθαν μία βραδιά τα Αγγλικά τα αεροπλάνα, έδειξαν κάτι φώτα  από ψηλά, αλλά δεν ήξεραν, λάθος το πήραν. Γινόταν ένας γάμος εκεί, ήταν και κάτι παραγγελίες, και νομίζαν αυτοί ότι είναι στρατός, Γερμανοί. Άρχισαν να βομβαρδίζουν εκεί…

Ερώτηση: Βομβάρδισαν το γάμο;

Απάντηση: Βομβάρδισαν το γάμο, 500 τραυματίες το πρωί. Γέμισαν τα νοσοκομεία. Τραυματίες.

Ερώτηση: Εκεί στη Θεσσαλονίκη.

Απάντηση: Ναι, στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν εκεί εγώ το χειμώνα εκείνο. Κάθισα ένα χειμώνα εκεί. Είχα τη θεία μου εκεί. Και μετά με έκαναν εγχείρηση στο μάτι, γιατί φοβήθηκαν οι γιατροί, σπαθί και το άλλο κάτι. Ήταν λίγο τραυματισμένο. Αυτά τα νέα. Άλλο;

Ερώτηση: Άλλο, δεν έχω εγώ κάτι άλλο να σας ρωτήσω. Εσείς κύριε Ανδρέα αν θυμηθείτε κάτι άλλο, σας παρακαλώ πάρτε με τηλέφωνο. Θα ξανάρθω. Γιατί έχει πει πάρα πολλά πράγματα.

Απάντηση: Σαν τι άλλα πράγματα να σου πω τώρα;

Ερώτηση: Δεν ξέρω. Από τη ζωή τότε που θυμάστε.

Απάντηση: Περίπου είπαμε αυτά που έγιναν. Περίπου. Πώς σκότωσαν τον μπαμπά, πώς σκότωσαν τον Μυλωνά, οι Γερμανοί. Τον Μυλωνά τον σκότωσαν, από το δρόμο που τον πήραν, εκεί που καθόμασταν εμείς στης γιαγιάς μου το σπίτι, εκεί απάνω, τον έριξαν, τον σκότωσαν, και επειδή ήταν κατηφόρα, κυλιόταν προς τα κάτω αυτός.

Ερώτηση: Επέτρεψαν τουλάχιστον να τον πάρουν, να τον θάψουν;

Απάντηση: Ποιος λογάριαζε τότε; εδώ οι αντάρτες σκότωσαν τον αντάρτη, και τον άφησαν όπως ήταν, και του έβγαλαν και τα ρούχα. Είχε στρατιωτικά ρούχα ο αντάρτης αυτός, τον έβγαλαν τα ρούχα, τον άφησαν γυμνό. Τον πήραν οι χωριανοί ύστερα και τον έθαψαν.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Για όσα μου είπατε. Συγγνώμη που σας έκανα να κλάψετε. Με συγχωρείτε πραγματικά. Ξέρω ότι είναι άσχημο να τα θυμάσαι αυτά τα πράγματα.

Απάντα: Τέτοιος είμαι, συγκινούμαι λίγο.

Ερώτηση: Συγκινούμαι κι εγώ μαζί. Να είστε καλά, ο Θεός να σας έχει καλά. Σας ευχαριστώ.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ερώτηση: Πείτε μου, αυτό το γεγονός πότε έγινε;

Απάντηση: Πότε έγινε; Πότε ακριβώς δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Τι εποχή ήτανε;

Απάντηση: Ήταν οι Ιταλοί όμως εδώ τότε. Καλοκαίρι ήτανε. Βέβαια. Ήταν ένα Τάγμα ιππικού, Ιταλοί. Και ερχόνταν από κάτω, και σταμάτησαν εδώ πέρα στη Σμίξη που το λέμε. Και ρωτούσανε και τώρα δύο άτομα δικά μας, τον εξάδελφο δικό μου, και έναν θείο. Έχετε αντάρτες εδώ πέρα; όχι του λένε, δεν έχουμε. Τίποτα. Τίποτα. Ένας δικός μας, χωρίς να ξέρω τι έπαθε, τα μυαλά του και αυτός, είχε την καλύβα πιο κάτω, εκεί. Εκείνη την ώρα που τον ρωτούσαν αυτά τα πράγματα, και εμείς Αν δεν έχουμε αντάρτες εδώ, νάτος, βγήκε από την καλύβα και άρχισε να τρέχει προς τα κάτω.  Οι Ιταλοί ήταν του ιππικού. Τρέχουν δύο άλογα το φτάνουν εκεί. Το γύρισαν γύρω-γύρω, περικύκλωση, τον ρωτούσαν πού πάει. Οι Ιταλοί. Δύο Ιταλοί.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός; θυμάστε το όνομά του;

Απάντηση: Πως δεν θυμάμαι; Γεώργιος λεγόταν, Σιδεράς. Είχε παιδί δάσκαλο, τον Ανδρέα…

Ερώτηση: Σιδεράς, ή Σιδέρης;

Απάντηση: Σιδεράς. Όχι Σιδέρης. Άλλος ο Σιδέρης. Σιδεράδες, είπαμε λέγονταν. Επειδή δεν είχαν ονόματα οι γύφτοι που έρχονταν από κάτω. Οι Ιταλοί που λες, εμείς καθόμαστε με το φίλο μου πάνω στο δρόμο που είχαμε τα πρόβατα, ο μπαμπάς μου όμως με συμβουλεύει κάθε μέρα και μου έλεγε δεν θα φύγεις από κοντά από τα πρόβατα καθόλου. Και τον λέω τον άλλον, κάτσε εσύ εδώ. Βλέπουμε τους Ιταλούς που λες τους δύο, μόλις πέρασε αυτός από μπροστά μας τρέχοντας, λέει φύγετε γιατί έρχονται Ιταλοί θα μας σκοτώσουν. Το καπέλο του εδώ στα χέρια. Δεν ξέρω γιατί, τρομαγμένος ήταν. Αυτός, ο χωριανός μας. Φύγετε, έρχονται οι Ιταλοί να μας σκοτώσουν. Ώσπου να φύγει πιο κάτω αυτός, βρήκε έναν άλλο κάτω Εκεί στο ποτάμι κάτι έκανε βέργες έκοβε, δεν ξέρω τι έκανε. Με τον Μιλτιάδη τον Βολογιάννη, 100 μέρα εκατό μέτρα πιο πέρα από μας ήταν που καθόμασταν εκεί. Ήρθαν οι Ιταλοί, σηκώθηκα εγώ όρθιος. Μες στο δρόμο καθόμασταν. Σηκώνομαι όρθιος εγώ, με ρωτάει ένας: Σπίτι εδώ που είναι; ώσπου να τον ρωτήσω εγώ, τι σπίτι; δεν ξέρω. Του λέει ο άλλος, από δω. Τους έβλεπαν αυτούς που πήγαν και κρύφτηκαν, και πήγαν εκεί και τους σκότωσαν και τους δύο. Και τον άλλον που τον βρήκαν εκεί και τον σταμάτησαν, κι αν φεύγαμε και εμείς, κι εμάς θα με σκότωναν εκεί. Πέρασε αυτός και, φύγετε έρχονται οι Ιταλοί, θα μας σκοτώσουν.

Ερώτηση: Μάλιστα. Είχατε και θύματα. Μπορείτε να μου πείτε αυτούς τους δύο που σκότωσαν πώς τους έλεγαν;

Απάντηση: Σου είπα. Ο ένας ήταν ο Γιώργος Σιδεράς. Και ο άλλος, Μιλτιάδης Βολογιάννης.

Ερώτηση: Εντάξει, ευχαριστώ. Α, το είδατε πως τον σκότωσαν. Με τι; με μαχαίρια;

Απάντηση: Τους χτύπησαν να πέσουν καταγής.

Ερώτηση: Με τι το χτύπησαν; με τα όπλα;

Απάντηση: Τώρα τι είχαν στα χέρια; Την λόγχη είχαν; έπεσαν κάτω, και Κατέβηκε ο ένας Ιταλός από το άλογο μετά, και τους έριξε και τη χαριστική βολή. Και πήγαμε εμείς κοντά. Μόλις έφυγαν ήταν, πήγαμε εμείς, εκεί ήμασταν. Και ήταν και οι δύο. Ο ένας ανάσκελα πεσμένος, και όλες μπρούμυτα.

Ερώτηση: Και εσείς ειδοποιήσετε τις οικογένειές τους;

Απάντηση: Ο ένας αδελφός του Βολογιάννη ήταν εκεί πιο κάτω, και πήγαμε και τον βρήκαμε. Και τον είπαμε: Τον Μιλτιάδη τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Αχ, πώς το λες αυτό το πράγμα σε έναν άνθρωπο.

Απάντηση: Μετά δε μας μίλησαν Ιταλοί καθόλου, έφυγαν. Δύο ήταν.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, θα σας ρωτήσω κάτι άλλο τώρα. Οι Γερμανοί δεν ενοχλούσαν. Γυναίκες δεν πείραζαν. Καθόλου. Μας σιχαίνονταν εμάς.

Απάντηση: Όταν ήρθαν προπαντός, όταν ήρθαν, είχαν πειθαρχία.

Ερώτηση: Πάντα είχαν. Οι Ιταλοί όμως, πείραζαν, έμπαιναν μέσα στα σπίτια;

Απάντηση: Ε, οι Ιταλοί ήταν αλλιώς. Όταν είχαν έρθει απάνω, θυμάμαι μία γυναίκα την κυνήγησαν. Έτσι είπαν. Έφυγε αυτή, πάει και κρύφτηκε κάπου. Οι Ιταλοί είναι σαν εμάς ράτσα. Ούνα ράτσα Ούνα φάτσα που λένε. Οι Γερμανοί όμως όταν ήρθαν, είχαν τέτοια πειθαρχία, όλα τα είχαν πάνω στα αυτοκίνητα φορτωμένα. Και το ψωμί που έβγαζαν, το ζύμωναν, και τον φούρνο εκεί τον είχαν. Τα πάντα εκεί.

Ερώτηση: Είχαν και φούρνο κουβαλούσαν μαζί τους;

Απάντηση: Ε πώς δεν είχαν; έτρωγαν. Ήθελαν να φάνε.

Ερώτηση: Έλεγα, μήπως έμπαιναν σε σπίτια άρπαζαν και έτρωγαν.

Απάντηση: Οι Γερμανοί; Οι Γερμανοί, τίποτα. Με τη διαφορά, όταν ήρθε η πείνα Ύστερα το ’41, οι Έλληνες είχαν σιτάρια και τέτοια πράγματα. Αλλά, άδειασαν τις αποθήκες, τα πήραν αυτοί για να τρώει ο στρατός, ο γερμανικός που ήταν εδώ, τα πήραν όλα από τις αποθήκες, και μείναμε χωρίς ψωμί εμείς. Για αυτό ήρθε η πείνα εδώ. Μόλις ήρθε το καλοκαίρι όμως, τα χωράφια ήταν όλα σπαρμένα. Θερίσαμε τα χωράφια και τελείωσε η δουλειά.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ερώτηση: Εσείς είχατε αμπάρι με σιτάρι; και πως το κρύψετε; αυτό είναι ολόκληρο.

Απάντηση: Το είχαμε κρυμμένο πιο γρήγορα πιο νωρίς. Από κάτω εκεί. Πάνω είχαν σάλα με πλάκες φτιαγμένη. Και από κάτω από το υπόγειο είχε μία πόρτα, κι έμπαινες μέσα.

Ερώτηση: Α, και είχατε να περάσετε λίγο.

Απάντηση: Και βέβαια. Περάσαμε όλο τον καιρό, όχι μόνο λίγο. Το καλοκαίρι ήρθε και θερίσαμε τα χωράφια.

Συνέντευξη Γεωργίου Νατσούλη

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1934

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Γιώργο Νατσούλη.

Ερώτηση: Κύριε Νατσούλη πότε γεννηθήκατε κύριε Νατσούλη, πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: 1934. 23 Νοεμβρίου.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι. Στο παλιό.

Ερώτηση: Στο Παλιό Κωσταράζι. Σχολείο πήγατε;

Απάντηση: Βεβαίως πήγα. Μέχρι και την έκτη τάξη τελείωσα.

Ερώτηση: Εκεί στο παλιό το Κωσταράζι;

Απάντηση: Ναι. Αλλά όχι στο ίδιο σχολείο, γιατί το σχολείο μας το είχαν κάψει. Και πηγαίναμε ύστερα σε ένα σπίτι του Δασκάλου. Του Αθανάσιου του Σιδέρη.

Ερώτηση: Αυτό ήταν τα χρόνια της κατοχής;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Πηγαίνετε εκεί σχολείο;

Απάντηση: Ναι, ναι.

Ερώτηση: Μάλιστα. Οι γονείς σας ποιοι ήταν;

Απάντηση: Οι γονείς μου ήταν ο Χρήστος ο Νατσούλης, και η Κατερίνα η Νατσούλη, η μάνα μου.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν;

Απάντηση: Ο μπαμπάς μου ήταν κτίστης.

Ερώτηση: Και η μαμά σας;

Απάντηση: Η μαμά ασχολούνταν με το σπίτι.

Ερώτηση: Εσείς τι δουλειά κάνετε στη ζωή σας;

Απάντηση: Εγώ, οικοδόμος.

Ερώτηση: Ακολουθήσατε το επάγγελμα του πατέρα σας. Μία χαρά. Λοιπόν, Ας πάμε λίγο να δούμε τι θυμάστε από τότε που ήσασταν παιδάκι. Στο Κωσταράζι. Καταρχήν μου είπατε ότι πηγαίνατε σχολείο στο Παλαιό το δημοτικό ώσπου κάηκε. Αυτό το θυμάστε; Είχε πολλά παιδιά το σχολείο;

Απάντηση: Γεμάτο, τι να σου πω; Γεμάτο παιδιά. 100- 150 παιδιά. Είχε πολλά παιδιά τότε, τώρα δεν έχει παιδιά.

Ερώτηση: Μάλιστα. Το δάσκαλο, τη δασκάλα σας, τους θυμάστε;

Απάντηση: Ο Θανάσης ο Σιδέρης.

Ερώτηση: Ήταν από το χωριό αυτός, ε;

Απάντηση: Από το χωριό. Ο Χρήστος ο Μπάγγος, ήταν από το Άργος. Παντρεύτηκε μία χωριανή μας μετά. Η Βιργινία η δασκάλα, ήταν από το Βογατσικό.

Ερώτηση: Επίθετο θυμάστε;

Απάντηση: Δεν το θυμάμαι το επίθετο.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Η ζωή σας σαν παιδάκι πώς ήταν; περνούσατε;

Απάντηση: Δεν καταλαβαίναμε τίποτα τότε. Δύσκολα, δυστυχισμένα χρόνια. Δυστυχισμένα χρόνια.

Ερώτηση: Εννοείτε ότι σαν παιδάκι δυστυχήσατε; Δεν παίζατε; 

Απάντηση: Παίζαμε, αλλά κάτι φτωχά παιχνίδια.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Αρκεί να περνούσατε καλά.

Απάντηση: Καλά περνούσαμε.

Ερώτηση: Είχατε, εκείνα τα χρόνια επειδή η υπόλοιπη Ελλάδα βίωσε πείνα, το νιώσατε αυτό στο χωριό σας;

Απάντηση: Το νιώσαμε. Το νιώσαμε και πολύ κιόλας.

Ερώτηση: Γιατί;

Απάντηση: Γιατί δεν είχαμε χωράφια… Πάνω στο παλιό το Κωσταράζι είχαμε ένα χωράφι 20 τετραγωνικά. Ένα μπαχτσεδάκι 5 τετραγωνικά. Κάνα δέντρο, καμία καρυδιά, καμία αμυγδαλιά… Τέτοια πράγματα.

Ερώτηση: Μάλιστα.

Απάντηση: Ήταν και οικογένειες με μεγαλύτερο εισόδημα, με μεγαλύτερη γεωργία. Με χωράφια… Με τα ζευγάρια τους, τα ζώα τους… Περνούσαν καλύτερα.

Ερώτηση: Εσάς ο πατέρα σας, έμενε στο χωριό ή έφευγε για να δουλέψει αλλού; γιατί ήτανε χτίστης.

Απάντηση: Ναι, χτίστης. Ήτανε στο χωριό. Αλλά κατά τα καλοκαίρια έμενε στα χωριά, στη Μηλίτσα, στους Αμπελόκηπους… Όπου έχτιζε.

Ερώτηση: Λοιπόν, πάμε τώρα να δούμε την 28η Οκτωβρίου το ’40. Θυμάστε εκείνη τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος;

Απάντηση: Ε, Κάτι θυμάμαι. Αλλά δεν καταλαβαίναμε πόλεμος Δεν ήξεραμε τι θα πει…

Ερώτηση: Εκείνη την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήταν μία καθημερινή μέρα, ήσασταν σχολείο;

Απάντηση: Δεν το θυμάμαι αυτό.

Ερώτηση: Δεν το θυμάστε. Πήγατε άκουσε τι γίνεται πόλεμος καταλαβαίνω ήσασταν μικρά παιδιά δεν σας ένοιαζε και πολύ…

Απάντηση:  Μετά που μας ήρθε κοντά, τότε…

Ερώτηση: Άρα για σας δεν άλλαξε πολύ η ζωή στο χωριό; όσο δεν έρχονταν οι Ιταλοί;

Απάντηση: Όχι.

Ερώτηση: Ωραία. Θυμάστε την πρώτη φορά που ήρθαν οι Ιταλοί;

Απάντηση: Θυμάμαι τότε που ήρθαν οι Ιταλοί, έμασαν τους άντρες, όλους τους άντρες, μέσα στο χωριό, τους μάζεψαν στο σχολείο. Και ήθελαν να παραδώσουν τα όπλα. Κυνηγετικά, πιστόλια, οτιδήποτε. Κανένας δεν έλεγε ότι έχει όπλο να δώσει. Και έπεφτε ξύλο. Εκεί έπεφτε ξύλο πολύ. Ακούγαμε τις φωνές από τη λαϊκή άμεσα. Αφού κλαίγανε Οι πατεράδες μας. Από το ξύλο.

Ερώτηση: Είχαν πάρει και τον πατέρα σας μαζί; ναι;

Απάντηση: Βέβαια. Ναι, ναι.

Ερώτηση: Πως τον άφησαν ελεύθερο; Πως τον άφησαν ελεύθερο, πως τον άφησαν να φύγει, αν δεν παρέδωσε όπλο;

Απάντηση: Πείστηκαν μετά ότι δεν έχει όπλο.

Ερώτηση: Αυτό, κράτησε μέρες που τους είχανε μέσα;

Απάντηση: Όχι. Μία μέρα κράτησε. Ή δύο μέρες. Κάπου τόσο.

Ερώτηση: Πέθανε κανένας εκεί από το ξύλο;

Απάντηση: Όχι. Δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Μάλιστα. Από κει και μετά, οι Ιταλοί, έμειναν στο χωριό; ήρθαν και έμειναν;

Απάντηση: Όχι. Έφυγαν πάλι.

Ερώτηση: Και πηγαινοέρχονταν; τους είχατε συχνούς;

Απάντηση: Έρχονταν συχνά. Κάθε 10-15 μέρες, έρχονταν συχνά.

Ερώτηση: Γιατί τόσο συχνά;

Απάντηση: Επειδή το χωριό μας συντηρούσε την Εθνική Αντίσταση. Συνεργαζόταν. Τους φύλαγαν, τους έκρυβαν. Κάπως έτσι.

Ερώτηση: Ναι. Από το χωριό σας, αντάρτες, πολεμιστές στην Εθνική Αντίσταση δεν ήταν;

Απάντηση: Ήταν βέβαια.

Ερώτηση: Ποιοι;

Απάντηση: Ο Κώστας ο Κουτούβας. Ένας ήταν αυτός. Άλλον δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Υπήρχαν αντάρτες όμως και από το χωριό σας. Δεν είναι ότι έρχονταν μόνο από αλλού;

Απάντηση: Ήταν, ήταν. Και πολλοί τους έκρυβαν και τους φιλοξενούσαν. Ήταν και ο Θωμάς ο Τόλιος. Αλλά δεν ήταν με όπλο. Συνεργαζόταν. Αυτός ήταν.

Ερώτηση: Εντάξει δεν πειράζει. Μπορεί αύριο- μεθαύριο να θυμηθείτε κι άλλους. Θα ξανάρθω εγώ αν χρειαστεί. Μην ανησυχείτε. Άφησαν τους άντρες ελεύθερους, έρχονταν στο χωριό και ξανάρχονταν, προκαλούσαν ζημιές… άρπαζαν… έμπαιναν στα σπίτια… έκαναν ζημιές οι Ιταλοί, ή ήταν ήσυχοι;

Απάντηση: Έκαναν. Άλλη μία φορά, κανένας λόχος θα ήτανε,  ήρθαν και μάζεψαν τα μισά τα ζώα. Από το κάθε σπίτι. Άμα είχες δύο πρόβατα, σου Έπαιρναν το ένα. Άμα έχεις δύο βόδια σου έπαιρναν το ένα.

Ερώτηση: Τι να τα κάνουν;

Απάντηση: Να τα σφάξουμε να τα τρώνε.

Ερώτηση: Αυτό το έκαναν πάνω στο χωριό ή έπαιρναν κι έφευγαν;

Απάντηση: Ω, τα έπαιρναν. Και όπως είχα μάθει τότε, είχα πάει στην Πτολεμαΐδα. Εκεί τα είχαν συγκεντρωμένα. Γιατί είχε πάει ένας γείτονας μου που του είχαν πάρει δύο γελάδια, είχε πάει εκεί και τα βρήκε. Και τα πήρε. Του τα έδωσαν πίσω.

Ερώτηση: Τα έδωσαν πίσω Ιταλοί;

Απάντηση: Ναι. Του τα έδωσαν.

(Απάντηση: Οι Γερμανοί ήταν αυτοί. Με τους Ιταλούς δεν είχαν πολλά πάρε-δώσε. Μπερδεύεται.- μιλάει ο γιος του.

Ερώτηση: Επίταξη και οι δύο έκαναν.)

Ερώτηση: Μάλιστα εσείς ήσασταν μικρό παιδάκι, όμως, μέσα στα σπίτια όμως έμπαιναν; να κλέψουν, να πειράξουν γυναίκες;

Απάντηση: Όχι μέσα δεν έμπαιναν.

Ερώτηση: Κάποια στιγμή, λίγο καιρό μετά, ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Στο Κωσταράζι ήρθανε;

Απάντηση: Πώς δεν ήρθαν. Ήρθαν.

Ερώτηση: Να κάνουν να κάνουν τι; την δουλειά των Ιταλών; τα ίδια πράγματα έκαναν;

Απάντηση: Τα ίδια πράγματα, τον ίδιο σκοπό είχαν, ζητούσαν και αυτοί να βρουν αντάρτες. της Εθνικής Αντιστάσεως. Και πήραν μία μέρα τον παπά…

Ερώτηση: Ποιον παπά;

Απάντηση: Τον Πάπα Άνθιμο.

Ερώτηση: Τον Γαλάνη.

Απάντηση: Τον Γαλάνη. Ναι. Και το λένε: Ήρθαν τίποτα αντάρτες εδώ πέρα; – Δεν ξέρω. Όμως ενημερωνόταν αυτός. Είχαν κρυμμένα όπλα μέσα στην εκκλησία. Τέτοια πράγματα. Πολεμοφόδια. Τα είχε κρυμμένα εκεί, και δεν το μαρτυρούσε ο παπάς.

Ερώτηση: Και τι τον έκαναν;

Απάντηση: Του λένε: Θα σε σκοτώσουμε, αν δεν μας πεις. – Και τι να κάνω αφού δεν ξέρω. Τον πήραν έξω από το χωριό,  κάνα χιλιόμετρο. Και τον εκτέλεσαν. Το θυμάμαι καλά. Τον έφεραν στην εκκλησία. Όπως ήταν σκοτωμένος. Γυμνός ήταν κιόλας. Το είχανε βγάλει τα ρούχα. Τον θυμάμαι τώρα. Όπως ήταν εκείνη τη στιγμή. Πάλι άλλη φορά ύστερα πάλι, μετά από κάνα 15-20 μέρες, ήρθαν ξανά. Και ζητούσαν να βρουν ποιος έχει το μύλο. Ήταν ένας ατμόμυλος. Ένας Μύλος, που αλέθει το σιτάρι. Και όταν είναι μηχανή, παράγει και ρεύμα. Γέμισε τις μπαταρίες από τους αντάρτες, από την εθνική αντίσταση.

Ερώτηση: Ποιανού Μύλος ήταν αυτός;

Απάντηση: Ήταν του Δημήτρη του Γαύρου. Και του Ανδρέα του Μότσιου. Δύο συνέταιροι ήταν. Αλλά τον Ανδρέα τον Μότσιου, δεν τον είχαν πειράξει καθόλου.

Ερώτηση: Γιατί;

Απάντηση: Γιατί φαίνεται ότι αυτός δεν είχε κανένα πάρε-δώσε με τους αντάρτες. Γιατί τις μπαταρίες που φόρτιζε τις είχαν για τους ασυρμάτους. Για να επικοινωνούν εκείνος φαίνεται ότι δεν συμμετείχε. Είχαν τέτοιες πληροφορίες. Δεν ξέρω.

Ερώτηση: Ωραία πείτε μου λοιπόν τι έγινε τότε.

Απάντηση: Τον πήραν και τον εξέτασαν πραγματικά αν το είχε αυτό. Αυτός αρνούνταν τα πάντα. “Εγώ δεν έκανα τίποτα “. Δεν ήταν σίγουροι και αυτοί. Ότι ο Γάβρος συνεργαζόταν. Και τον εκτέλεσαν κι αυτόν εν ψυχρώ.

Ερώτηση: Δεν πρόλαβε να το σκάσει; δεν τον ειδοποίησε κανένας να φύγει;

Απάντηση: Όχι.

Ερώτηση: Και που τον σκότωσαν; μέσα στο χωριό;

Απάντηση: Τον σκότωσαν μέσα στο χωριό. Μέσα στην πλατεία.

Ερώτηση: Επέτρεψαν να να πάρουν το σώμα του; να τον θάψουν κανονικά; Τα επέτρεψαν αυτά;

Απάντηση: Ναι, ναι το επέτρεψαν.

Ερώτηση: Τον ασύρματο τον βρήκαν τελικά;

Απάντηση: Τον ασύρματο δεν τον είχε αυτός. Μόνο τις μπαταρίες γέμιζε.

Ερώτηση: Επειδή μου είπατε το χωριό είχε και αντάρτες και μάλιστα φρόντιζαν και άλλους αντάρτες και τους φιλοξενούσαν και τους τάιζαν Κι όλα αυτά δεν ήτανε κανείς να υπερασπίσει το χωριό, τους ανθρώπους;

Απάντηση: Πώς να τους υπερασπιστεί;

Ερώτηση: Πάμε στη μέρα, θυμάστε τη μέρα που ήρθαν οι Γερμανοί τότε στις 12 Απριλίου, τι χρονολογία ήταν, θυμάστε;

Απάντηση: Το ’43- ’44 πρέπει να ‘τανε.

Ερώτηση: και τι έγινε τότε;

Απάντηση: Τα χειρότερα πράγματα έγιναν. Ήρθαν ένα Τάγμα Γερμανία από το πάνω μέρος του χωριού. Από την πίσω μεριά.

Ερώτηση: Πάνω από το βουνό;

Απάντηση: Πάνω από το βουνό. Μας ειδοποίησαν οι κτηνοτρόφοι από κει. “έρχονται οι Γερμανοί”. Μόλις ακούσαμε εμείς, ένα Καρβέλι θυμάμαι εγώ κάτω από τη μασχάλη πήρα. Αυτό μου έδωσε η μάνα μου. Και μία κουβέρτα. Και η αδερφή μου το ίδιο. Ένα κιλίμι, που το λέμε εμείς. Και φεύγαμε προς τα κάτω. Από δω από κάτω όμως, από τη Σιάτιστα, από το Βογατσικό δηλαδή, έρχονταν άλλο Τάγμα Γερμανοί. Τι πληροφορίες είχαν…

Ερώτηση: Σας περικύκλωσαν.

Απάντηση: Μας περικύκλωσαν. Λοιπόν. Τρέχαμε προς τα κάτω. Αυτοί όμως είχαν στήσει τα πολυβόλα, σε τέτοιο σημείο, και μας έριχναν συνέχεια.

Ερώτηση: Πάνω στον κόσμο;

Απάντηση: Πάνω στον κόσμο. Τίποτα δεν θεωρούσαν. Εγώ θυμάμαι συνέχεια τα πολυβόλα. Άλλο από δω, άλλο από κει. Έτσι ακούγονταν. Και ξαπλώνω σε ένα βράχο από κάτω. Και ευτυχώς ξάπλωσα. Σαν άρχισαν να πέφτουν οι σφαίρες από δίπλα μου…

Ερώτηση: σκότωσαν τότε ανθρώπους;

Απάντηση: Μόλις σταμάτησαν λίγο μετά από λίγο, σηκώνομαι με την αδερφή μου, τρέχουμε μέσα τα κάτω και τρέχουμε μέσα στη χαράδρα προς τα κάτω, για να κρυφτούμε πουθενά. Να πάμε… Πού να πάμε; Βλέπω τον Θωμά τον Τσότσο, είχε το παιδί του που δεν ήταν μεγάλο, κάνα 10- 11 χρόνων, τον είχε μία σφαίρα εδώ ακριβώς το μέτωπο. Το θυμάμαι και ραγίζει η καρδιά μου, που λέμε. “αχ παιδί μου, μου ‘κλεισες το σπίτι”. Σπαράζει ο πατέρας. Το κρατούσε στην αγκαλιά, κρατούσε και το κεφάλι του. Αχ, μη χειρότερα. Τέλος πάντων. Το πήρε το παιδί το έβαλε σ’ ένα δέντρο από κάτω, εκεί δίπλα. Φύγαμε εμείς προς τα κάτω. Πάμε πάλι προς τα κάτω που να πάμε; Δεν ξέραμε. Τι μας συμβαίνει. Πάμε σ’ ένα μαντρί είχε ένας φίλος μου κάτι πρόβατα και κάτι αρνιά, ήταν δύο φίλοι μου κιόλας εκεί. Ήταν ο Αργύρης ο Τόλιος και ο Γιάννης ο Χάτσιος. Λοιπόν, μπήκαμε μέσα στο μαντρί στα αρνιά και στα πρόβατα, και καθόμασταν τώρα να δούμε τι θα γίνει. Βλέπουμε από κάτω άλλο στρατός ερχόταν. Προχωράει προς τα πάνω. “τώρα”, λέμε, “πού θα πάμε; αν βγούμε έξω θα μας σκοτώσουν”. Καθίσαμε μέσα. Ένας Γερμανός, το θυμάμαι καλά, έρχεται εκεί πέρα, την πόρτα έτσι κλεισμένη, από το μαντρί, έρχεται, την τραβάει μία κλωτσιά, πάει πόρτα πέρα. “Τι κάνετε εδώ; αυγά – αυγά θέλω”, είπε. Αυγά να φάει. Γιατί το ρουφούσαν έτσι, ωμά. Πεινούσαν και αυτοί. Και ο στρατός αυτός πεινούσε. Αλλά είχαν τέτοια διαταγή να υπακούσουν. Αν δεν υπάκουαν την διαταγή θα τους σκότωναν. Στρατιωτικός νόμος. Τέλος πάντων, έφυγαν. Σήμερα βραδιάζει ύστερα από καμιά ώρα, άρχισε να βραδιάζει λίγο, η ώρα 3:00 όταν η ώρα τρεις θα ήταν… Ακούμε έναν ντυμένο στα άσπρα, ντυμένο από πάνω μέχρι κάτω, γυρνούσε γύρω- γύρω από το χωριό, έξω στα βουνά, και φώναζε: “Χωριανοί! Μη φοβηθείτε. Όπου είστε να γυρίσετε στο χωριό. Δεν θα πάθετε τίποτα.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός ο ντυμένος;

Απάντηση: Αυτός ήταν ο Δημήτρης ο Τσιτσής. Λοιπόν, τώρα τι να κάνουμε εμείς;

Ερώτηση: Να σας ρωτήσω κάτι. Όλη αυτή την ώρα όλες αυτές τις ώρες Εσείς ήσασταν μόνος χωρίς τους γονείς σας;

Απάντηση: Χωρίς τους γονείς μου.

Ερώτηση: Είχατε χαθεί στο…

Απάντηση: Χωρίς τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν αλλού κρυμμένος. Η μάνα μου με τον άλλον τον αδερφό μου το μικρότερο ήταν σε κάτι μέρη κοντά στο χωριό. Τέλος πάντων “τώρα τι να κάνουμε, αφού μας λέει αυτός ότι δεν θα μας πειράξουν”, πιστέψαμε και εμείς, και γυρίζουμε στο χωριό. Εμείς όμως είχαμε ένα αμπέλι που είχε ένα σπιτάκι με ένα δωμάτιο που μπορούσαμε να πάρουμε εκεί πέρα να κρυφτούμε. Και να μην πάθουμε τίποτα. Γυρίσαμε στο χωριό. Πιστέψαμε. “Ωχ”, μου λέει η μάνα μου ” τι ήρθατε ρε παιδιά; θα μας σκοτώσουν όλους οι Γερμανοί”. Έτσι είχε διαδοθεί εκεί μέσα. Πέρασε η νύχτα, το πρωί μας φωνάζουν “να βγείτε όλοι λέει και πέρασε στην Τρανή την Στράτα”, που λέμε, στου Μπέλλου την Γκορτσιά. Εκεί ήταν ένα σημείο, απέναντι από το χωριό. “Εκεί θα συγκεντρωθείτε όλοι. Γιατί το χωριό Θα το κάψουμε και όποιον βρούμε μέσα θα τον σκοτώσουμε. Άμα δεν βγείτε έξω”. Πάμε εκεί πέρα, τι να δούμε; Ένα μεγάλο πολυβόλο, στημένο, έτοιμο για να σκοτώσουν.

Ερώτηση: Άνδρες γυναίκες παιδιά όλοι, έτσι;

Απάντηση: Τους χώρισαν. Τους άντρες χώρια, τις γυναίκες και τα παιδιά, χώρια. Εν τω μεταξύ, το χωριό μέσα πήρε φωτιά. Σπίτια σχολείου εκκλησία τα πάντα.

Ερώτηση: Το βλέπατε να καίγεται το χωριό;

Απάντηση: Πάει  το χωριό. Που θα μείνουμε;

Ερώτηση: Το σπίτι σας κάηκε εσάς;

Απάντηση: Κάηκε, τι έκανε; κάηκε το σπίτι, δεν έμεινε κανένα, όλα τα κάψανε. Βρήκαν και έναν, έναν θυμάμαι εγώ τώρα, μέσα στο σχολείο, τον σκότωσαν και αυτόν.

Ερώτηση: Ποιον;

Απάντηση: Τον Γιάννη Νατσούλη.

Ερώτηση: Συγγενής σας;

Απάντηση: Συγγενής μακρινός. Του πατέρα μου πρώτος ξάδερφος ήταν.

Ερώτηση: Γιατί έκαψαν το χωριό;

Απάντηση: Γιατί το χωριό μας ήταν τέτοια η θέση του, που μπορούσαν να κρύψουν οι αντάρτες αυτοί της Εθνικής Αντίστασης. Δεν ελέγχονταν εύκολα. Και το θεωρούσαν κλεφτοχώρι.

Ερώτηση: Πάμε πίσω, βλέπετε το χωριό είναι καίγεται. Από την Τρανή την Στράτα. Τι έγινε μετά;

Απάντηση: Αφού ήρθε και το άλλο το Τάγμα από κάτω την προηγούμενη ημέρα, αλλά ήρθε και μία μοτοσυκλέτα από την Καστοριά, και ήρθε μέσα στο χωριό μας. Ήρθε εκεί στους Γερμανούς. Τι ειπώθηκε δεν ξέρω, αλλά κατέληξαν ότι θα πάρουν τα γυναικόπαιδα και θα πάνε άλλοι στη Μηλίτσα, Αμπελόκηπους, άλλοι στο Άργος, στο Βογατσικό… Καστοριά… Όπου θέλει ο καθένας. Αλλά τους άντρες τους πήραν αιχμαλώτους. Τους πήγανε στην Καστοριά στις φυλακές.

Ερώτηση: Α, δεν σκότωσαν κόσμο εκεί τότε.

Απάντηση: Όχι. Δεν τους σκότωσαν γιατί δεν άκουσαν καμία αντίσταση, είπαν. Αυτός ο Κώστας ο Κουτούμπας, ήταν κοντά, κάπου κρυμμένος εκεί. Κοντά στην Τρανή τη Στράτα. Και ήθελε να ρίξει. Κάποιος που ήταν κοντά του, του είπε να μη ρίξει. Γιατί αν ρίξει θα σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα. Και δεν έριξε. Και πήραν τους άντρες, τους πήγαν στην Καστοριά στις φυλακές, τα παιδιά και οι μανάδες μας πήγαμε όπου είχαμε κανένα συγγενή, κανένα γνωστό, ή στη Μηλίτσα, ή στους Αμπελόκηπους, το Μαυροχώρι…

Ερώτηση: Εσείς πού πήγατε;

Απάντηση: Εμείς πήγαμε στη Μηλίτσα. Είχε γνωστούς ο πατέρας μου. Και είχαμε ένα αμπέλι με μία καλύβα που είπαμε, στο σύνορο με τη Μηλίτσα. Ήμασταν κοντά- κοντά. Πιο πολύ τη βγάζαμε ύστερα.

Ερώτηση: Εκείνη τη μέρα, εκείνη τη μέρα που σας είχα στην Τρανή τη Στράτα, θυμάστε κάνεις να κατάφερε να ξεφύγει;

Απάντηση: Όχι, Δεν ξέφυγε κανένας.

Ερώτηση: Δεν έφυγαν γιατί μας είχαν εκεί μετρημένους, και κλεισμένους, πού να φύγεις;

Ερώτηση: Καθόσασταν όρθιοι προσοχή, πώς ήσασταν;

Απάντηση: Όχι, εμείς ήμασταν κάτω. Καθισμένοι κάτω.

Ερώτηση: Α, όσοι κρύφτηκαν τους σκότωσαν.

Απάντηση: Ε, ναι.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν αυτοί;

Απάντηση: Αυτός ο Γιάννης ο Νατσούλης που σου είπα, αυτός που ήταν μες στο χωριό. Ναι.

Ερώτηση: Ήταν κι άλλος;

Απάντηση: Όχι παιδί μου Κάτι θυμάμαι και δεν το θυμάμαι κάτι θυμάμαι για ακόμα ένα, αλλά δεν τον θυμάμαι.

Ερώτηση; Καλά δεν πειράζει μπορεί να τον θυμηθείτε. Πήγατε στη Μηλίτσα, πόσο καιρό καθίσατε εκεί;

Απάντηση: Εκεί καθίσαμε κάνα χρόνο.

Ερώτηση: Σε συγγενείς;

Απάντηση: Όχι σε συγγενείς.

Ερώτηση: Βρήκατε σπίτι άδειο;

Απάντηση: Ναι βρήκαμε. Στο σχολείο εκεί μείναμε. Μείναμε στο σχολείο.

Ερώτηση: Μετά;

Απάντηση: Μετά γυρίσαμε.

Ερώτηση: Τι μου λέτε; κάνα χρόνο ήταν ’44 έγινε ’45, μετά γυρίσατε πάνω στο καμένο το χωριό;

Απάντηση: Γυρίσαμε στο καμένο το χωριό.  Μας έδωσε η στέγαση ένα βοήθημα, ξυλεία, κεραμίδια… Τέτοια πράγματα τέτοια πράγματα. Να χτίσουμε κάνα δωμάτιο για να μείνουμε.

Ερώτηση: Στο σπίτι σας το παλιό.

Απάντηση: Στο σπίτι μας το παλιό.

Ερώτηση: Το κάνατε αυτό:

Απάντηση: Το κάναμε γιατί ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος ήξερε από αυτά. Τη δουλειά. Και σχεδόν όλος ο κόσμος στο χωριό μας οικοδόμοι ήταν.

Ερώτηση: Και μείνατε πάνω στο χωριό πάλι;

Απάντηση: Μείναμε πάλι στο χωριό, άρχισαν πάλι τα δύσκολα… Ο Εμφύλιος… και…

Ερώτηση: Στον εμφύλιο τι έγινε;

Απάντηση: Και στον Εμφύλιο τα ίδια έγιναν. Έρχονταν οι αντάρτες ρωτούσαν: “Ήρθε ο στρατός;”. “Δεν ήρθε”. Έρχονταν Ο στρατός: “Ήρθαν αντάρτες;” “Δεν ήρθαν”. Ζητούσαν όλοι να μαρτυρήσουμε. Ποιον να κρύψεις και ποιον να μαρτυρήσεις… Ήταν δύσκολα τα πράγματα.

Ερώτηση: Είχατε αντάρτες στον εμφύλιο από το χωριό;

Απάντηση: Πως είχαμε. Είχαμε. Τι άλλο;

Ερώτηση: Περιμένω μήπως πείτε κανένα όνομα.

Απάντηση: Α, όνομα; ήταν αυτός που είπαμε πάλι ο Κώστας ο Κουτούβας που ήταν στην Εθνική Αντίσταση, ήταν ο Μάρκος ο Σιδεράς, ήταν ο ξάδερφός μου ο Αναστάσης ο Νατσούλης, αρκετοί ήταν. Δεν τους θυμάμαι.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Δεν μπορείτε να τους θυμάστε όλους. Θέλω να πάμε λίγο πίσω να σας ρωτήσω κάτι. Εκείνη τη μέρα που συνέλαβαν το Γάβρο, είχανε πληροφορίες από που; μήπως κάποιος τον πρόδωσε; ξέρετε τίποτα;

Απάντηση: Δουλειά είναι από προδοσία. Αλλά ποιος ήταν, δεν έγινε ποτέ γνωστό. Για να ξέρουν τα πράγματα από μέσα από το χωριό, να ξέρουν Πόσα βόδια έχει ο καθένας, πόσα πρόβατα έχει ο καθένας, και να παίρνουν τα μισά, θα πει ότι είχαν καλές πληροφορίες.

Ερώτηση: Είχατε τέτοιους ανθρώπους στο χωριό εσείς;

Απάντηση: Δεν φαινόταν κανένας.

Ερώτηση: Μάλιστα, είστε τώρα πάνω στο χωριό με το σπίτι που χτίζεται από τα χρήματα ή τα ξύλα που σας έδωσαν από τη Στέγαση, ζούσατε;

Απάντηση: Εκεί ήταν τότε πολύ πείνα. Πολύ δύσκολα.

Ερώτηση: Πώς τα καταφέρατε; τι τρώγατε;

Απάντηση: Είχαμε πέντε πρόβατα, είχαμε και μία αγελάδα, είχαμε και πέντε κότες, αλλά δύσκολα…

Ερώτηση: Πόσο καιρό ζήσατε από κει πάνω;

Απάντηση: Μέχρι το ’47.

Ερώτηση: 2 χρόνια;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: 2 χρόνια. Μετά;

Απάντηση: Μετά μετά πήγαμε στο Άργος. Πάλι μας εκτόπισαν.

Ερώτηση: Με το ζόρι δηλαδή φύγατε, δεν φύγατε επειδή το θέλετε εσείς;

Απάντηση: Όχι, με το ζόρι. ο Στρατός μας λέει “θα πάτε εκεί”.

Ερώτηση: Ο Στρατός σας εκτόπισε; γιατί;

Απάντηση: Για να μην κρύβουμε τους αντάρτες.

Ερώτηση: Και Εσείς πήγατε στο Άργος. Σε ποιον πήγατε;

Απάντηση: Τώρα, το σπίτι ξέρω άμα ήταν Χατζόπουλος λεγόταν αυτός…

Ερώτηση: Από πού ήταν αυτός, Αργείτης;

Απάντηση: Αργείτης. Χατζόπουλο τον ήξερα εγώ. Εν τω μεταξύ όπως είχα πληροφορηθεί, αυτόν τον είχαν πάρει την οικογένειά του όλη και τους είχαν ρίξει στις φυλακές. Τώρα ποιες φυλακές, δεν θυμάμαι. Και ήταν το σπίτι του κενό. Ερώτηση: Α, σε άδειο σπίτι μπήκατε, όχι κάτι κείμενο.

Απάντηση: Σε άδειο. Ήμασταν κάνα 4-5 οικογένειες εκεί.

Ερώτηση: Ήτανε μεγάλο το σπίτι;

Απάντηση: Ήτανε λίγο μεγάλο, αλλά και πέντε οικογένειες από 4-5 άτομα η οικογένεια, 25 άτομα.

Ερώτηση: Είχατε όλο το σπίτι Εσείς, ή ένα δωμάτιο; πώς ήτανε;

Απάντηση: Τι είναι δωμάτιο; ένα δωμάτιο, τρεις οικογένειες. Δύο οικογένειες.

Ερώτηση: Πώς ζήσατε εκεί πέρα που κοιμόσασταν; τι…;

Απάντηση: Δύσκολα.

Ερώτηση: Δύσκολα. Εκεί πώς… Δούλευαν οι δικοί σας; ο μπαμπάς δούλευε;

Απάντηση: Ε, κάτι έδιναν. Κάτι επιδόματα τότε. Εισιτήρια για λεφτά κάτι συσσίτια… Τέτοια πράγματα. Ψευτοζούσαμε. Τίποτα…

Ερώτηση: Και αυτό τόσο καιρό κράτησε;  Κάνα-δυο χρόνια στο Άργος;

Απάντηση: Στο Άργος, μέχρι το ’49. Τότε που έπεσε το αντάρτικο. Και μετά δεν Επιστρέψαμε πάνω στο χωριό. Και εγώ άμα έγινα μεγάλος, αυτά που τράβηξα και έζησα δεν πήγαινα πάνω στο χωριό ξανά. Και καλά έκαναν που δεν πήγαν ο κόσμος ξανά. Τι να κάνεις εκεί πάνω;

Ερώτηση: Και τι έγινε μετά; Που πήγατε;

Απάντηση: Είχαμε τα χωράφια εδώ πέρα. Όλο το χωριό που είμαστε εδώ πέρα. Είχαμε χωράφια. Τα δώσαμε στην κοινότητα, και ήρθε τοπογράφος και μηχανικός, τα έκανε οικόπεδα και μας τα μοίρασε. Και συνέχισε να μας δίνουν κάτι επιδόματα, κάτι ξυλεία μας έδωσαν, κεραμίδια, και χτίζαμε από δύο δωμάτια ο καθένας. Όχι παραπάνω. Δεν μας άφηναν. Τότε.

Ερώτηση: Εσείς τα παιδιά, τότε πρέπει να ήσασταν γύρω στα 15 χρόνια; πόσο χρονών είσαι τότε; όταν ήρθατε εδώ;

Απάντηση: Όταν ήρθαμε εδώ, 16 χρόνια. Καθίσαμε εκεί που ήταν το στρατόπεδο τότε, θα το έχεις υπόψη σου.

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Που ήταν το στρατόπεδο; είχαμε παράγκες. Με λαμαρίνες. Εκεί πρωτοκαθίσαμε. Μας κάναν δωμάτια μέσα στις παράγκες. Μιλάμε για άλλα δύο χρόνια εκεί πέρα ώσπου να χτίσουμε εδώ τα σπίτια μας. Το ’50- ’51.

Ερώτηση: Αυτό εδώ το σπίτι χτίσετε;

Απάντηση: Όχι αυτό. Το ’64 πήρα το οικόπεδο αυτό. Και το έκανα το σπίτι.

Ερώτηση: Πού ήτανε το πρώτο σας στο σπίτι;

Απάντηση: Απέναντι εδώ στη γωνία ήτανε. Το πατρικό μου.

Ερώτηση: Ε, Να σας ρωτήσω κάτι. Το παιδομάζωμα το ζήσατε; είχε το χωριό σας; Απάντηση: Α, ξέχασα να σου πω. Από το Άργος το ’47, μας είπαν, “όλα τα παιδιά κάτω από 15 χρόνια, από 5 μέχρι 15 θα τα πάμε στην Θεσσαλονίκη. Γιατί είναι παιδομάζωμα και κινδυνεύουν τα παιδιά Να τα πάρουν οι αντάρτες να μπουν μέσα στο χωριό και να τα πάρουν όλα”. Και μας έστειλαν οι γονείς. Ερώτηση: Πού πήγατε;

Απάντηση: Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη.

Ερώτηση: Ναι. Πού;

Απάντηση: Στην Αγία Τριάδα πήγαμε πρώτα.

Ερώτηση: Τι; είχε Παιδούπολη εκεί πέρα;

Απάντηση: Παιδούπολη. Στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι. Καθίσαμε εκεί κάνα χρόνο.

Ερώτηση: Μη μου λέτε μετά. Πείτε μου πώς ήταν η ζωή αυτό το χρόνο που ζήσατε εκεί. Τι κάνατε; πήγατε σχολείο; μάθετε κάποια τέχνη; ζούσατε καλά; είχατε φαγητό;

Απάντηση:  Εκεί που πήγαμε πρώτη φορά, τον πρώτο χρόνο τίποτα. Κάτι τραγούδια λέγαμε, τραγούδια μας έβαζαν εκεί πέρα, λίγη γυμναστική, η θάλασσα ήταν δίπλα, λίγα μπάνια, αυτά… Αυτά.

Ερώτηση: Ζορίστηκατε; Όχι επειδή σας έλειπαν οι δικοί σας, αν πεινούσατε, αν…

Απάντηση: Όχι. Εκεί ήμασταν καλά.

Ερώτηση: Ρούχα είχατε να φοράτε;

Απάντηση: Ωωω, βέβαια. Είχαμε, είχαμε. Ερώτηση: Καθαριότητα υπήρχε;

Απάντηση: Είχε καθαριότητα. Καλά ήταν.

Ερώτηση: Είχε πολλά παιδιά από το χωριό σας;

Απάντηση: Βέβαια, ήταν. Κάνα πενηντάρια πρέπει να ήταν.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν οι άλλοι μαζί σας;

Απάντηση: Όλοι. Πού να σου λέω τώρα…

Ερώτηση: Να μου πείτε. Γιατί αυτό αυτό τώρα Τώρα το ακούω δεν μου το έχει πει κανένας άλλος. Ότι σας πήρανε σε Παιδούπολη.

Απάντηση: Ήμασταν εγώ, ο αδερφός μου, ο ανιψιός μου…

Ερώτηση: Πείτε μου και όνομα. Ποιος είναι ο αδερφός;

Απάντηση: Ο Βαγγέλης ο Νατσούλης. Ανηψιός ο Κίμων Μπουσινάρης. Η κουνιάδα μου. Η Αργυρώ Μπασιούρη. Ποιος άλλος…

Ερώτηση: Εντάξει. Εντάξει. Και αυτά καλό είναι. Τι κάνετε εκεί; μάθατε κάποια τέχνη;

Απάντηση: Εκεί είπαμε Κανένα χρόνο μας επισκέπτονταν μόνο κάτι δεσποτάδες κάτι παπάδες. Μας έκαναν κατηχητικό. Τέτοια πράγματα. Μετά από ένα χρόνο οι μεγαλύτεροι που ήμασταν, μας πήγαν μέσα στην Θεσσαλονίκη. Στην Καλαμαριά. Σε ένα Ίδρυμα. Πώς λεγόταν τώρα… Εθνικό ίδρυμα Αριστοτέλειο. Ένα εθνικό Ίδρυμα. Και είχε τέχνες εκεί πέρα. Τσαγκαράδικα, ξυλουργοί…

Ερώτηση: Τι μάθατε εσείς;

Απάντηση: Εγώ ξυλουργός. Είχα μανία. Ξυλουργός.

Ερώτηση: Και μετά το ακολουθήσατε αυτό το επάγγελμα αυτό:

Απάντηση: Κάτι το παρόμοιο έγινα μετά όταν συνέχισα. Δούλευα σε καλουπώματα, σκελετούς και μπετόν, τέτοια πράγματα. Οικοδομές.

Ερώτηση: Πόσο καιρό καθίσετε εκεί πέρα;

Απάντηση: Εκεί, κανένα εξάμηνο κάθισα. Και μετά γυρίσαμε στο Άργος, πίσω στα σπίτια μας.

Ερώτηση: Και εκεί σας περιμένουν οι γονείς σας στα σπίτια σας;

Απάντηση: Βέβαια οι γονείς μας.

Ερώτηση: Είχατε αυτό τον καιρό που ήσασταν Θεσσαλονίκη, Αγία Τριάδα και Θεσσαλονίκη, είχατε επικοινωνία με τους γονείς;

Απάντηση: Πώς, είχαμε, γράμματα.

Ερώτηση: Ήρθαν ποτέ να σας δούνε;

Απάντηση: Ε, με τι να ‘ρθουνε δύσκολο ήτανε. Μερικοί πατεράδες ήρθαν. Ο δικός μου ο πατέρας δεν ήρθε. Μερικοί ήρθαν. Πλήρωσα το φεγγάρι τις στεναχωριόμαστε γελούσαν εκείνα τα παιδιά, εμείς στεναχωριόμασταν. Επειδή δεν μπορούσε να έρθει ο δικός μας ο πατέρας.

Ερώτηση: Επιστρέφετε πίσω. Με το καλό. Στο Άργος. Τι γίνεται μετά;

Απάντηση: Εκεί δεν καθίσαμε πολύ, γιατί φύγαμε και ήρθαμε εδώ στις παράγκες.

Ερώτηση: Ήρθατε κατευθείαν εδώ σχεδόν, γιατί χτίζουν το χωριό παράλληλα.

Απάντηση: Αφού έπεσε το αντάρτικο που λέμε, μετά ήρθαμε εδώ πέρα στις παράγκες.

Ερώτηση: Και χτίσετε το σπίτι σας, με δύο δωμάτια, χτίστηκε σχολείο χτίστηκε η εκκλησία; Ποια εκκλησία χτίστηκε; Υπάρχει;

Απάντηση: Χτίστηκε πρώτα κάτω η μικρή εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο γήπεδο.

Ερώτηση: Ποιος την έχτισε; ο κόσμος; Έχω μία φωτογραφία, για αυτό ρωτάω, πού φαίνεται ότι είναι ο παπά Λάζος, παπα- Λαζάρος με τον κόσμο, έτσι και είναι η εκκλησία

Απάντηση: Έκαναν και έρανο. Εντάξει και όλοι μαζί.

Ερώτηση: Το Σχολείο χτίστηκε τότε;

Απάντηση: Το σχολείο χτίστηκε και αυτό τότε.

Ερώτηση: Πήγατε;

Απάντηση: Σε αυτό; όχι είχα τελειώσει.

Ερώτηση: Και ήρθατε εδώ, και πώς ζούσατε; τι κάνετε;

Απάντηση: Τι να σου πω, λίγα χωράφια που είχαμε, κάνα 5- 6 στρέμματα, με αυτά ασχολούμασταν. Λίγο αμπέλι, κάνα μεροκάματο δούλευε ο πατέρας μου…

Ερώτηση: Να σας ρωτήσω κάτι. Και από την περίοδο της κατοχής, και μετά στον εμφύλιο και όταν πρωτοήρθα εδώ στο χωριό ώσπου να στρώσει η ζωή σας, τι τρώγατε; πώς περνούσατε; σκέτο ψωμί ας πούμε, ξερό; Καμιά φασολάδα;

Απάντηση: Φασολάδα ήταν πιο πολύ. Ε κάποια πράσα, λάχανα. 

Ερώτηση: Ότι βάζατε στον κήπο σας;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Βάζατε όμως είχε πράγματα;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Εντάξει. Και εσείς μείνετε Εδώ, εδώ στο Κωσταράζι πάντα μία ζωή;

Απάντηση: Ναι εδώ. Δεν τολμούσα, φοβόμουν την ξενιτιά.

Ερώτηση: Βλέπατε τους άλλους που έφευγαν αλλά εσείς εδώ πέρα.

Απάντηση: Ναι. Σκεφτόμουν εδώ να δουλέψω. Οτιδήποτε ας πούμε. Και καλά πέρασαν τα χρόνια αυτά. Εδώ καλά ήταν.

Ερώτηση: Κύριε Νατσούλη, επειδή δεν ξέρω, Μήπως θέλετε εσείς να πείτε κάτι;

Απάντηση: Τι να σου πω, τα χρόνια αυτά τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα 20 και ήταν τα πιο χειρότερα χρόνια. 10 χρόνια έβλεπα εφιάλτες στον ύπνο μου. Όλο Γερμανούς. Όλο αντάρτες. Όχι να έρθει ο Στράτος. Τι να πεις…

Ερώτηση: Δεν νιώθετε ασφαλείς. Τι ασφάλεια να νιώσετε…

Απάντηση: Βέβαια. Πολύς φόβος. Δεν ξέρω,  εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω καθόλου. Πότε θα φύγει αυτό το… να καθαρίσει το μυαλό μου.

Ερώτηση: Καθάρισε όμως.

Απάντηση: Ευτυχώς καθάρισε.

Ερώτηση: Ευτυχώς καθάρισε. Και μία χαρά είστε.

Απάντηση: Δόξα τω Θεώ. Καλά είμαστε. Είχα τη γυναίκα μου και την χάσαμε πριν ένα χρόνο και μισό. Άμα ήταν και αυτή θα ήμασταν ακόμα καλύτερα.

Ερώτηση: Βέβαια. 

Απάντηση: Και τώρα Καλά είμαστε, αλλά αν ήταν κι αυτή Θα ήμασταν ακόμα καλύτερα.

Ερώτηση: Γι’ αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι εμείς οι άνθρωποι.

Απάντηση: Δεν μπορούμε. Άμα ήταν έτσι, όλοι οι πλούσιοι θα γυρνούσαν τους δικούς τους. Ερώτηση: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Απάντηση: Να ‘σαι καλά.

Ερώτηση: Να ‘στε καλά. Καλά αν χρειαστεί εγώ να ξανάρθω, θα ξανάρθω. Αν θυμηθείτε κάτι που θέλετε να μου πείτε… Γιατί καμιά φορά πάνω στη συζήτηση το ξεχνάμε και το θυμόμαστε αργότερα.

Απάντηση:  Τα φρεσκάρισα σε λίγο εδώ με τον Γιώργο και τα θυμάμαι όλα αυτά που σας είπα. Άμα χρειαστεί, θα σου πω.

Ερώτηση: Να είστε καλά.

Συνέντευξη Γλυκερίας Ζέλκα

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1935

Ερώτηση: Πώς σας λένε?

Απάντηση: Γλυκερία Ζέλκα. Το πατρικό μου Γάβρου.

Ερώτηση: Μάλιστα. Οι γονείς σας, ποιοι ήτανε;

Απάντηση: Η Όλγα Γάβρου και ο Ιωάννης Γάβρος.

Ερώτηση: Από δω από το Κωσταράζι;

Απάντηση: Γέννημα- θρέμμα.

Ερώτηση: Μάλιστα. Κυρία Γλυκερία πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: Επειδή μας έκαψαν τα χαρτιά μας όπως μου είπε η μάνα μου, το 1935.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Πάνω στο παλιό το χωριό.

Ερώτηση: Οι γονείς σας ακόμα η δουλειά έκαναν;

Απάντηση: Η μάνα μου τα σπιτικά τα οικιακά και τη γεωργία. Ο πατέρας μου ήταν χτίστης.

Ερώτηση: Κυρία Γλυκερία εσείς σχολείο που πήγατε?

Απάντηση: Αχ. Γεια σου τώρα που με ρωτάς. Λοιπόν εγώ γεννήθηκα στο παλιό το Κωσταράζι πάνω. Μόνο ποιες συμμαθήτριες είχα δεν θυμάμαι στο σχολείο. Ο πατέρας μου πέθανε νέος, 40 χρονών δεν ήταν και μας άφησε τρία κορίτσια. Η μικρότερη ήμουν εγώ. Η μάνα μου χρονών 27 χρόνων χήρα με τρία κορίτσια. Πού να πάει εκείνο τον καιρό;

Ερώτηση: Ο πατέρας σας πέθανε πριν κάψουν το Κωσταράζι;

Απάντηση: Ήταν πεθαμένος όταν ήρθαν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Άρα η μαμά σας μόνη σας είχε πάνω στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Μόνες. Οι τέσσερις μας. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά πως πήγαινα σχολείο. Τσάντες τότε δεν είχαμε ούτε τίποτα. Είχα το σακούλι μου το είχε φτιάξει η μαμά μου από φούστα υφαντή, έβαζα στη μία μασχάλη το σακούλι στην άλλη ένα ξύλο για τη σόμπα και πήγαινα σχολείο. Δεν θυμάμαι καν πως με προβοδούσε στο σχολείο, μόνη μου πήγαινα. Το σχολείο μας ήταν με δύο πατώματα, ωραιότατο. Τώρα θα γίνει ανακαίνιση. Το πρώτο πάτωμα μπροστά στην πλατεία που ήταν γίνονταν η προσευχή μετά ανεβαίναμε πάνω στο άλλο πάτωμα. Ήταν και ένα γραφείο εκεί. Ίσως ήταν και αποθήκη. Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι να έχω φάει ποτέ με τις αδερφές μου. Η μητέρα μου με πήγε μικρή στο ορφανοτροφείο. Ο πατέρας μου δεν μας είχε αφήσει ούτε ένα πισνίκι. Καρβέλι ψωμί το λένε τώρα. Είχε έναν πρώτο ξάδερφο, ας τον πούμε πώς τον λένε αυτόν που τον σκότωσαν οι Γερμανοί, αυτός είχε γκαζόμυλο και μας άφησε έναν τενεκέ αλεύρι πίσω. Η μάνα μου τι να κάνει νεότατη ήτανε μόνη της όμως. Η μάνα μου από δω και από κει μεροκάματα, τι να κάνει, με πήγε στο ορφανοτροφείο της Καστοριάς. Εκεί πήγα πρώτη τάξη. Μάλλον ήμουν μικρή.

Ερώτηση: Πόσο χρονών ήσασταν;

Απάντηση: Εμ, δεν θυμάμαι. 5- 6;

Ερώτηση: Πριν καεί το χωριό;

Απάντηση: Πριν, πριν καεί. Όταν κάηκε το χωριό, εγώ ήμουν εκεί. Ήμουν κάτω στην πλατεία. Πηγές καμιά φορά στο παλιό το χωριό;

Ερώτηση: Ναι, έχω πάει.

Απάντηση: Μόλις ανεβαίνεις από τον Άη- Γιώργη και λίγο πιο πάνω εκείνο το εκκλησάκι, εκεί γράφει Τσουτσκαρές. Ζυγοί, ζυγαριά. Γιατί, όπως μας έλεγαν εμάς πέρασαν και οι Τούρκοι από εκεί. Γι’ αυτό έχουμε και τουρκικά ονόματα εκεί. Ζύγιζαν τον σπόρο. Εκεί είναι ο κεντρικός δρόμος η Τρανή η στράτα που λέμε αριστερά είναι οι Τσουτσκαρές και μετά είναι το χωριό. Εγώ ήμουν εκεί όταν κάηκε το χωριό. Δεν θυμάμαι τι εποχή ήταν.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Σας στο λέω εγώ.

Απάντηση: Είχαμε και γουρούνια. Το σπίτι μου ήταν θεόρατο. Τρίπατο. Και όταν ήρθαν οι Γερμανοί τα γουρούνια φώναζαν. Αυτοί έβαζαν σημάδι και φωτιά στα σπίτια.

Ερώτηση: Σημάδι γιατί έβαζαν;

Απάντηση: Για να καούν. Πρώτα τα σημάδευαν, έναν Σταυρό και μετά τα έβαζαν φωτιά. Μάλλον δηλαδή επειδή εμένα η μάνα μου επειδή την είδαν έτσι με μένα δίπλα της, τι να πω; την λυπήθηκε αυτός. Της λέει: Δώσε ένα ψωμί. Είχαμε σεντούκια τότε. Έβαλε λίγο άχυρα σε ένα σεντούκι και το έβαλε φωτιά. Τάχα ότι κάηκε το σπίτι. Έβγαινε καπνός πολύς. Εμάς, δεν κάηκε το σπίτι μας. Και εμάς όλους μας έβγαλαν έξω. Που μας πήγαν; Στην Τρανή την στράτα. Και τους άντρες τους πήραν όλους.  Τους άντρες τους πήγαν στην Καστοριά ομήρους. Και εμάς μας έβαλαν όλους εκεί στην Τρανή τη στράτα. Να αγκαλιαζόμαστε, να κλαίμε, να φωνάζουμε να βελάζουμε όπως τα πρόβατα. Εγώ, δίπλα στη μάνα μου κολλημένη. Μία γυναίκα γέννησε εκεί πάνω Το αίματα έτρεχαν. Το μωρό, που να το τυλίξει με τη φούστα της. Πέθανε αυτό το καημένο. Κάνα- δυο έφυγαν από εκεί από την Τρανή την στράτα. Ήταν παιδάκια.  

Ερώτηση: Μπόρεσαν και έφυγαν;

Απάντηση: Γλιστρώντας επειδή είναι κατηφορικό. Έφυγαν. Και πρώτη η αδερφή μου με έναν άλλο χωριανό μας. Λάκκο, λάκκο, λάκκο. Αμ, εκεί Γερμανοί… Όταν ήρθε στο σπίτι εγώ δεν την είδα, η μάνα μου που μας έλεγε, η φούστα ήταν γεμάτη τρύπες από σφαίρες. Όταν έφυγαν πήγαν… που πήγαν; Αμπελόκηπους Μηλίτσα Βογατσικό… Δεν έπαθαν τίποτα αυτοί. Το δικό μας ήταν Κλεφτοχώρι. Έτσι το έλεγαν. Θα σου πω και το θαύμα που έγινε. Τέλος πάντων, περίμεναν οι Γερμανοί από την Καστοριά να ‘ρθουν διαταγές. Για να δουν τι θα κάνουν τα γυναικόπαιδα. Γύρω- γύρω μας είχαν με τα όπλα, έτσι. Εμείς να κλαίμε, να φωνάζουμε. Το χωριό να καίγεται απέναντι. Να βλέπεις να καίγονται τα σπίτια όλα. Να καίγεται η εκκλησία μας. Καπνός. Τα είδα όλα αυτά. Και ένας, αγνός άνθρωπος έλεγαν, την είδε την Παναγία από την εκκλησία που έφευγε πάνω στον ουρανό. Και Αφού ήρθε η διαταγή από πέρα από την Καστοριά, άφησαν τα γυναικόπαιδα ελεύθερα. Έφυγαν, πήγαν σπίτια τους. Ό, τι μπόρεσαν πήραν, ό, τι πρόλαβαν έσβησαν.  Όμως η εκκλησία η Παναγία κάηκε μόνο τα ντουβάρια έμειναν. Οι Γερμανοί ύστερα μας άφησαν πήγαμε σπίτια μας, τι να γίνει; έρχονται μέσα στο χωριό οι Γερμανοί, τι να κάνουν; αυτός ο Δημήτρης, ο μυλωνάς, αυτός γλίτωσε το χωριό. Αυτοί φοβούνταν, Γερμανοί. Επειδή έρχονταν οι αντάρτες, όλοι οι αντάρτες, όλοι από κει περνούσαν. Έχουν δει τα μάτια μου εκεί πέρα… Αυτός, Δημήτρης έφυγε. Η γυναίκα του έμεινε. Με τα παιδιά, τρία κορίτσια είχε. Πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Αυτός είχε κάνει στην Αμερική, και έφτιαξε τον μύλο, το γκαζόμυλο.

Ερώτηση: Πώς τον έλεγαν;

Απάντηση: Γαύρο. Είχαμε το ίδιο επίθετο. Και έκαναν έναν γκάζομυλο. Οι Γερμανοί νόμιζαν ότι οι αντάρτες γεμίζουν μπαταρίες και έχουν ασύρματο. Ο ένας ο μυλωνάς που ήταν συνέταιρος, έφυγε. Και αυτός ο Δημήτρης έφυγε. Ο ένας δεν είχε παιδιά. Αυτός είχε τρία κορίτσια που σου είπα. Τι γίνεται τώρα; Φωνάζουν τη γυναίκα του, και τις λένε… Τις φοράνε άσπρα. Και της λένε: Να πας να τον φωνάξεις για να ‘ρθει. Για να γλυτώσει το χωριό. Αλλιώς θα ήμασταν όλοι χαμένοι. Σκοτωμένοι.

Ερώτηση: Αυτόν ζητούσαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Για το γκαζόμυλο. Κατάλαβες; Και ο παπάς και όλοι χάθηκαν. Δε φάνηκε κανένας. Και αυτός έφυγε. Τι να κάνει η καημένη; Φορεμένη στα άσπρα. Και πηγαίνει στο δάσος. Και άρχισε να φωνάζει: Δημήτρη! Δημήτρη! Δημήτρη, έλα να γλιτώσεις στο χωριό! Έλα! Και ήρθε το παιδί.  Ήρθε ο άνθρωπος, τον βάζουν μαζεύει κότες, μαζεύει αυγά, τον είδα σκοτωμένο. Η μάνα μου ήταν πρώτη ξαδέρφη της γυναίκας του. Σα νύφες, ας πούμε. Και της μάνας της στο σπίτι κοντά στης θείας μου. Και εγώ, μικρή όπως ήμουνα πήγα και έκατσα στο πεζούλι. Πήγα και έκατσα στο πεζούλι και αυτές ήταν μέσα. Τον σκότωσαν αυτόν σε ένα ύψωμα. Μέσα από το χωριό. Έτσι ήρθε κάτω. Κατρακυλώντας. Σταμάτησε σ’ ένα ντουβάρι από σπίτι. Τον πήραν…

Ερώτηση: Γιατί τον έβαλαν να μαζέψει κότες που είπατε;

Απάντηση: Να φάνε να ντερλικώσουν. Οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Και τα παρέδωσε και μετά τον σκότωσαν;

Απάντηση: Και μετά τον σκότωσαν. Το άκουσα. Δεν τον είδα όμως. Είδα που τον κουβάλησαν με την κουβέρτα. Της πεθεράς του το σπίτι. Εγώ απ’ έξω, η μάνα μου, ούτε τον έκλαψαν,  ούτε τίποτα. Δεν τον αφήνω ποτέ. Όταν πάω στο χωριό, πάντα τον ανάβω κερί. Τον έβαλαν μέσα, δεν μας άφησαν ούτε να τον κλάψουμε, ούτε τίποτα. Και τον έθαψαν. Κι άφησε τρία κορίτσια κι αυτός. Με το ένα ήμασταν μαζί στο ορφανοτροφείο. Η μεσαία… Ήταν και αεροπλάνα, βομβάρδισαν το χωριό.

Ερώτηση: Τον Πάπα Άνθιμο;

Απάντηση: Α, τον Πάπα Άνθιμο. Τον καημένο, με τις πέτρες τον σκότωσαν. Έφυγε, απέναντι από το χωριό είναι η πλαγιά εκεί. Και αυτός έφυγε προς τα εκεί. Τον κυνηγούσαν. Τον είδαν. Με τις πέτρες τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Ποιοι;

Απάντηση: Οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Όχι με όπλο;

Απάντηση: Πήγαν τον βρήκαν με πέτρες σκεπασμένο. Όπως μας τα έλεγαν οι μάνες μας…

Ερώτηση: Να σας ρωτήσω κάτι. Εκείνη τη μέρα που έκαψαν το χωριό, μετά εσείς που πήγατε; Τι κάνατε;

Απάντηση: Εκεί μείναμε.

Ερώτηση: Στα αποκαΐδια;

Απάντηση: Ναι. Ό, τι έμειναν. Ό, τι προλάβαμε. Ο καθένας ότι έπαθε. Το δικό μας ήταν άθικτο. Τίποτα. Όπως και αρκετά άλλα. Ύστερα εμάς, όταν ήρθε διαταγή από πέρα να μας αφήσουν, μας άφησαν και πήγαμε στα σπίτια και ότι βρήκε ο καθένας. Ήμασταν εκεί. Είχαμε κρύψει τα ρούχα μας, ό, τι μπορούσαμε πιο μπροστά. Όμως κάηκαν πολλά. Όχι όλα.

Ερώτηση: Γιατί μετά ήρθε το χωριό εδώ κάτω και δεν χτίστηκε εκεί πάνω που ήτανε;

Απάντηση: Εμείς είχαμε ξαναδημιουργηθεί όλοι μας. Όλα εδώ τα είχαμε τα χωράφια ήταν εδώ. Και ζούσε καλά ο κόσμος. Πρόβατα είχαν. 1500 άτομα ήταν. Σχολείο μεγάλο είχαμε. Τα πάντα, πάντα.

Ερώτηση: Στο αλβανικό έπος του 40;

Απάντηση: Ναι. Μπουμ τα κανόνια. Μπουμ.

Ερώτηση: Έχει σπηλιές εκεί μέσα;

Απάντηση: Ναι. Και εμείς παιδιά όπως ήμασταν εκεί κρυβόμασταν. Ήταν όμορφο χωριό το χωριό μας. Όμορφο χωριό.

Συνέντευξη Γεώργιου και Φλωρίκας Βλάχου

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτη γέννησης 1930 & 1937

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Βλάχος Γεώργιος του Κωνσταντίνου.

Ερώτηση: Πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: 1930.

Ερώτηση: Θυμάστε ημερομηνία;

Απάντηση: 30 Ιουλίου έλεγε η πεθερά μου.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι πάνω.

Ερώτηση: Οι γονείς σας ποιοι ήταν;

Απάντηση: Και ο μπαμπάς μου και η μάνα μου από το Κωσταράζι ήτανε.

Ερώτηση: Το όνομά τους;

Απάντηση: Τη μάνα μου Την έλεγαν Σουλτάνα, τον μπαμπά μου τον έλεγαν Κώστα.

Ερώτηση: Και οι δύο Κωσταραζινοί λοιπόν. Γεννηθήκατε πάνω στο Κωσταράζι.

Απάντηση: Ο μπαμπάς μου είναι το 1901 ένα γεννημένος. Το 1903 ήταν η μάνα μου. Υπόφεραν πολύ.

Ερώτηση: Μάλιστα. Σχολείο πήγατε εσείς εκεί πέρα.

Απάντηση: Τρία χρόνια πήγα στο σχολείο. Μετά κάηκε κάηκε το σχολείο, δάσκαλοι δεν ήταν… Δεν πήγαμε στο σχολείο ύστερα.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν οι γονείς σας;

Απάντηση: Κτηνοτρόφοι ήταν.

Ερώτηση: Εσείς τι δουλειά κάνατε στη ζωή σας γενικά;

Απάντηση: Εγώ ήμουν κτηνοτρόφος. Μετά έπαθα μία ζημιά, και πήγα στις οικοδομές, έγινα οικοδόμος.

Ερώτηση: Πολύ καλά. Λοιπόν. Γέννημα θρέμμα του Κωσταραζίου. Γεννηθήκατε εκεί, μεγαλώσατε εκεί. Θυμάστε το 1940 Πότε κηρύχθηκε ο πόλεμος εκείνη τη μέρα;

Απάντηση: Πως δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε;

Απάντηση: Ήμασταν πάνω στο παλιό το Κωσταράζι. Τον μπαμπά μου τον είχανε πάρει φαντάρο. Επιστράτευση. Ήταν του Υγειονομικού, πότε στη Μικρά Ασία που είχε πάει. Είχαν ένα ράδιο παλιά στο χωριό. Ένας μυλωνάς ήταν. Αυτόν τον σκότωσαν κιόλας οι Γερμανοί. Το ράδιο αυτό που είχαν βάλει στην πλατεία και άκουγαν όλοι πως ξεκίνησε ο πόλεμος. Πως πήγαιναν τα πράγματα. Και βγήκαμε στα υψώματα πάνω. Να πάμε να δούμε τα όπλα που έβαλλαν, και οι φωτιές.

Ερώτηση: Που πάνω στο Βίτσι που έριχναν;

Απάντηση: Στον Γράμμο.

Ερώτηση: Α, τα βλέπατε; Φαινότανε; η επίθεση στα σύνορα;

Απάντηση: Από πάνω από το χωριό. Φαινόταν στα βουνά απέναντι. Ξεκίνησαν με το να βομβαρδίζουν.

Ερώτηση: Οι Ιταλοί;

Απάντηση: Οι Ιταλοί. Το χωριό μας το ‘χουν βομβαρδισμένο Ιταλοί.

Ερώτηση: Μάλιστα. Βομβάρδισαν μία φορά, ή έρχονταν συχνά;

Απάντηση: Κάθε μέρα έρχονταν τα αεροπλάνα. Αλλά μία φορά ήρθαν στο χωριό το βομβάρδισαν και σκότωσαν 4 άτομα.

Ερώτηση: Ποιους; θυμάστε ονόματα; Να μου πείτε ονόματα Ποιος σκότωσαν;

Απάντηση: Μία ήταν γυναίκα. Φούλα Παχή Την έλεγαν. Του Βλάχου. Βλάχου συγγενείς ήμασταν. Ένας άντρας, Χρυσόστομος Παπανικολάου. Πρώτος μου ξάδερφος. Και ένας άλλος παππούς. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Παππούς ήτανε. Και ένα άλλο παιδί. Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν του Αριστείδη το παιδί. Του Βαγγέλη αδερφός. Τέσσερα άτομα σκοτώθηκαν.

Ερώτηση: Τέσσερα άτομα σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό. Ο βομβαρδισμός αυτός πότε έγινε;

Απάντηση: Το ’40 με ’41. Τότε που γινόταν ο πόλεμος στην Αλβανία.

Ερώτηση: Τότε το χειμώνα;

Απάντηση: Τον χειμώνα ναι. Αν ήταν πιο νωρίς το φθινόπωρο, θα σε γελάσω.

Ερώτηση: Εντάξει. Γενικά είχατε προβλήματα με τους Ιταλούς;

Απάντηση: Οι Ιταλοί- πρώτα ήρθαν στην Καστοριά. Οι Γερμανοί κατέβηκαν από το Σκόπια. Και ήρθαν στο Αμύνταιο, και από κει στην Καστοριά. Εδώ στο Δισπηλιό έκαναν πόλεμο. Που σκοτώθηκε πολύς κόσμος. Οι δικοί μας έπιασαν το ύψωμα αυτό του Δισπηλιού. Ένα Τάγμα που ήταν. Γέμισε αυτοκίνητα όλος ο δρόμος μέχρι την Κορησό. Ήρθαν οι Γερμανοί. Αφού σκοτώθηκε ο Δαβάκης Μπήκανε μέσα στην Καστοριά. Ο δρόμος ήταν ένας για την Καστοριά. Ή θα μπαίναν από το Νταούλι, ή θα μπαίνουν από το Κωσταράζι. Αυτός ήταν ο δρόμος.

Ερώτηση: Τότε όμως αυτός ο δρόμος δεν είχε καμία σχέση, αφού το χωριό είναι εδώ πάνω, έτσι δεν είναι;

Απάντηση: Ήταν μακριά από το παλιό το Κωσταράζι. Μιάμιση ώρα θέλαμε να κατεβούμε. Είχαμε τα χωράφια κάτω και το βράδυ άντε πάλι να ανέβουμε.

Ερώτηση: Οι Ιταλοί σας ενόχλησαν μετά, καθόλου.

Απάντηση: Μετά την οπισθοχώρηση, οι στρατιώτες πετούσαν στο δρόμο ό, τι είχαν και δεν είχαν. Όπλα, αντίσκηνα. Ο κόσμος θα μάζευε. Τα έβρισκαν παρατημένα στον κάμπο, στα χωράφια. Και όπως οι γυναίκες πίσω εδώ έπλεκαν κάλτσες και τέτοια πράγματα, τα έβρισκαν και αυτά και τα μάζευαν. Και κάνα ζώο από τους στρατιώτες παρατημένο. Τα μάζεψε ο κόσμος όλος από τα χωριά που περνούσαν. Και τα πήγαν στο χωριό πάνω. Ύστερα που έγινε η οπισθοχώρηση, ήρθαν οι Ιταλοί στην Καστοριά. Σύντομα άρχισαν να πηγαίνουν στα χωριά.

Ερώτηση: Να μαζεύουν όπλα;

Απάντηση: Να μαζεύουν. Βγήκαν πάνω στο Κωσταράζι. Βγήκαν πολλές φορές. Δεν βγήκαν μόνο μία φορά. Δείτε το θέαμα Ναι την πρώτη φορά που βγήκαν, μάζεψα τον κόσμο στην πλατεία. Εμείς μικρά παιδιά, πήγαμε να δούμε το θέαμα. Να δούμε τους Ιταλούς. Και έφυγαν αυτοί. Μετά όμως, ήρθε ένας λόχος στρατού από πάνω, και μάζεψε τον κόσμο και τους άντρες τους μάζεψαν στο σχολείο. Ο κόσμος φοβόταν από τους Ιταλούς. Όταν άκουγαν ότι έρχονταν, οι άντρες έφευγαν έτρεχαν έξω στο βουνό. Και έτσι οι Ιταλοί έβρισκαν μόνο γυναικόπαιδα. Άρχισαν λοιπόν να μαζεύουν τον κόσμο. Λοιπόν. Δεν είχαν προλάβει οι άντρες να φύγουν. Και τους έβαλαν στο σχολείο.

Ερώτηση: Αυτό. Εσείς δεν το ζήσατε, ήσασταν παιδάκι μικρό.

Απάντηση: 10 χρονών. Δεν με μάζεψαν μέσα εμένα.

Ερώτηση: Μάζεψαν δικούς σας ανθρώπους;

Απάντηση: Όλους. Όποιον έπιαναν, τον έβαζαν μέσα. Μέχρι που φούσκωσαν άνθρωπο. Με την τρόμπα. Μιχαλάκας λεγόταν. Επέζησε όμως. Και πάνω στη Λάγκα γάλατα μάζευε. Γαλατέμπορος είχε γίνει. Πέρσι πέθανε.

Ερώτηση: Τότε, τότε που τους μαζέψανε και τους συμπεριφέρθηκαν έτσι, έκαναν αυτό το πράγμα, πόσες μέρες τους είχανε μέρες μέσα στο σχολείο;

Απάντηση: Στο σχολείο μία βδομάδα έκαναν αυτή τη δουλειά, μπορεί και παραπάνω. Σε χτυπούσαν, και αν είχες όπλο και το ‘δινες, πάλι σε χτυπούσαν. Να μην μπορείς Να περπατήσεις. Τόσο ξύλο. Μαύρο το κορμί. Πρησμένα τα πόδια. Ύστερα έκαψαν σπίτια.

Ερώτηση: Μετά τους άφησαν ελεύθερους τους άντρες;

Απάντηση: Τους πήραν στην Καστοριά. Έκαναν την εξέταση που ήθελαν, και τους άφησαν ελεύθερους. Ήρθα ξανά στο χωριό, αλλά ήταν ταλαιπωρημένοι πολύ. Ταλαιπωρημένοι. Και πήρε ο κόσμος φόβο πολύ. Όταν άκουγαν για Ιταλούς ότι έρχονταν, κρύβονταν σε τρύπες πάνω στο βουνό. Στο δάσος μέσα, όπου μαζεύονταν. Και εμείς που ήμασταν μικρά παιδιά και πηγαίναμε με τις μανάδες μας, μετά φεύγαμε και εμείς, και τα ζώα και τα κοπάδια, οι γυναίκες τα κρατούσαν όλα μετά.

Ερώτηση: Μετά σας έρχονταν κατά διαστήματα.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Οι Γερμανοί πότε σας ήρθαν πρώτη φορά;

Απάντηση: Το ’42 μου φαίνεται.

Ερώτηση: Ήρθαν πάνω στο χωριό;

Απάντηση: Οι Γερμανοί; πώς δεν ήρθαν. Πολλές φορές ήρθαν.

Ερώτηση: Γιατί σας έρχονταν;

Απάντηση: Γιατί το χωριό μας ήταν καθαρά ελληνικό. Όλοι οι Μακεδόνες είμαστε. Αλλά εμείς δεν ξέραμε άλλη γλώσσα. Μόνο την ελληνική. Και επίσης δεν τον ο Παύλος Μελάς εδώ. Δεν ξέρω από πού ήρθε από την Αλαμάνα μήπως; Δεν ξέρω ιστορία, Δεν ξέρω γράμματα. Πέρασε το μοναστήρι στο Μικρόκαστρο, ήρθε στο Βογατσικό, εκεί ήταν ο Δραγούμης, ο Νταλίπης, όλοι αυτοί. Δεν μπόρεσε ο Παύλος Μελάς να κάτσει στο Βογατσικό, μετά ήρθε στο χωριό μας και εκεί βρήκε το κρησφύγετο του. Στην αρχή πήγε στο Ανταρτικό. Αλλά Αντάρτικο με Κωσταράζι είχαν αλληλογραφία. Και εδώ είχαν καταφύγιο οι αντάρτες του ’12 του 1912. Ενάντια στους Τούρκους. Ήταν πυρήνας της Εθνικής Αντίστασης. Από το χωριό μας πήγαιναν στο Γέρμα και πίσω. Είναι το μέρος έτσι που βοηθάει.

Ερώτηση: Από το Κωσταράζι, αντάρτες υπήρχαν;

Απάντηση: Ήταν μία επιτροπή.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν στην επιτροπή, ξέρετε;

Απάντηση: Αυτή η επιτροπή ήταν… Μπερδεύτηκε εκεί μέσα το μισό το χωριό. Ήταν όλοι στον αγώνα. Όλος ο κόσμος ήταν στον αγώνα, στην αντίσταση. Και γυναίκες μαζί όπως λέγανε και οι γυναίκες. Μαζεύω φαγητά, έπλεκαν, όλα τα έκαναν. Πώς αλλιώς θα ζούσαν οι αντάρτες; και εμείς που ήμασταν μικρά παιδιά, μας έβαζαν και μαζεύαμε ψωμί και το πηγαίναμε στα σπίτια στους αντάρτες. Ζούσαν στα σπίτια τους κανονικά χωρίς φόβο. Μέχρι το ’40 δεν είχαμε φόβο στα σπίτια μας. Οι Γερμανοί ήθελαν μία φορά. Δεν βρήκαν τίποτα και έφυγαν. Ήρθαν και δεύτερη. Ήθελαν να το κάψουν. Αλλά δεν βρήκαν αφορμή. Ούτε μία πιστολιά δεν έπεσε. Θα το σκότωναν το χωριό. Έχεις πάει στο παλιό το χωριό; απέναντι από το χωριό είναι ένας δρόμος.

Ερώτηση: Ναι έχω πάει. Για την Τρανή τη στράτα λέτε;

Απάντηση: Εκεί μάζεψαν όλο το χωριό. Μας έβγαλαν όλους έξω.

Ερώτηση: Αυτό ποτέ ήτανε;

Απάντηση: Αυτό πρέπει να ήταν το ’43- ’44. Τότε πρέπει να έγινε.

Ερώτηση: Τι εποχή ήταν, θυμάστε;

Απάντηση: Άνοιξη ήταν. Απρίλιος, Μάιος, δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: 13 Απριλίου ήτανε.

Απάντηση: Ο αδερφός μου γεννήθηκε εκείνη τη μέρα. Στο χωριό πάνω, ναι. Μία άλλη γυναίκα, την ώρα που μας έβγαζαν οι Γερμανοί έξω, εκείνη την ώρα γεννούσε η καημένη.

Ερώτηση: Ποια ήταν;

Απάντηση: Μίχου λεγόταν. Το παιδί Γιώργος. Αυτός που γεννήθηκε. Γιώργος. Βάγια Μίχου. Βάγια Αντωνάκη, το δικό της επίθετο. Ο άντρας της Χρυσόστομος. Ήταν να ‘ρθουν δύο λόχοι στο Κωσταράζι. Ο ένας από την Κοζάνη.

Ερώτηση: Στράτος ελληνικός;

Απάντηση: Γερμανοί. Ένας λόχος από την Καστοριά, και ένας λόχος από την Κοζάνη. Ο λόγος από την Καστοριά, βγήκε από την Κορησό. Εγώ ήμουν τότε στο μαντρί. Ταΐζαμε τα αρνιά τότε.

Ερώτηση: Μακριά από το χωριό ήταν το μαντρί;

Απάντηση: Μακριά. Μισή ώρα σχεδόν. Το βράδυ όμως, μαζεύτηκε όλη η οικογένεια στο μαντρί εκεί πέρα. Η μάνα μου, η αδελφή μου, και ένας εξάδελφος του μπαμπά μου. Οικογένεια. Σηκωθήκαμε το πρωί, όπως ήταν έτσι σε μία γούρνα, βγαίνουνε στο ύψωμα και κοιτάζουνε, δεν υπάρχει τίποτα δεν υπάρχει τίποτα, θα φύγουμε λένε. Μόλις έφυγαν αυτοί, και έφτασαν στην κορυφή από πάνω, βγήκαν οι Γερμανοί από πάνω από το ύψωμα, είναι ανοιχτό το μέρος εκεί, δεν έχει ούτε δέντρα ούτε τίποτα. Μόλις είδαν έτσι, κατέβηκαν κατευθείαν εδώ να τους πιάσουν. Δεν τους πρόλαβαν όμως. Πήγαν κατευθείαν στο χωριό. Ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος από δω και από κει. Και Άρχισαν οι Γερμανοί με τα πολυβόλα. Σκόρπιζαν ο ένας κατά δω, ο άλλος κατά κει. Τότε σκοτώθηκε ένα παιδί μπαίνοντας στον ανήφορο.

Ερώτηση: Πώς τον λέγανε, θυμάστε;

Απάντηση: Τσότσος Δημήτριος. Από τα Γερμανικά πυρά. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν ήταν μέσα. Μπήκαν οι Γερμανοί μέσα. Έπιασαν τον παπά αμέσως.

Ερώτηση: Ποιος πάπας ήτανε;

Απάντηση: Ο παπα- Άνθιμος. Ήταν προδοσία αυτό.

Ερώτηση: Ποιος τον πρόδωσε;

Απάντηση: Ποιος τον πρόδωσε… Δεν ξέρουμε.

Ερώτηση: Τον παπά γιατί να τον πιάσουν;

Απάντηση: Το ήξερε όλα. Ήξερε τα πάντα. Δεν ομολόγησε ο παπάς τίποτα. Τον έβγαλαν σε αυτό το ύψωμα εδώ πάνω και τον σκότωσαν. Εκεί ήμουν τότε, εκεί είχαμε τα πρόβατα, σε εκείνο το ύψωμα. Και τον είδα τον Γερμανό απέναντι που έριξε τις πιστολιές. Μπαμ- μπαμ. Και το σκότωσε τον παπά. Απέναντι μέσα στο δάσος ήταν αντάρτες. Γεμάτο αντάρτης κρυμμένος μέσα σε αυτό. Ήταν και ένας δικός μας και θέλησε να κάνει τον παλικαρά.

Ερώτηση: Ποιος;

Απάντηση: Ο Κουτούβας.

Ερώτηση: Το μικρό του;

Απάντηση: Κώστας. Αλλά όμως δεν έριξε με το όπλο. Ευτυχώς. Δεν τον άφησαν. Το έλεγα να μην το κάνει Γιατί θα κάψει το χωριό. Οι άνθρωποι ήταν όλοι βγαλμένοι στην Τρανή τη στράτα με τα πολυβόλα γύρω-γύρω.

Μας φύλαγαν με τα πολυβόλα. Και είδαμε που έκαψαν την εκκλησία. Είδαμε όλη τη φωτιά. Εμάς μας έκαψαν το σπίτι. Πήγαμε δεν βρήκαμε τίποτα. Η μάνα μου ήταν 8 μέρες λεχώνα. Εκεί μας είχαν οι Γερμανοί κόκκαλο να μη φωνάξουμε. Τι ήμουν εγώ, μικρό παιδί 5 χρονών. Αλλά τα θυμάμαι.

Το βραδάκι έφυγαν οι Γερμανοί. Άρχισαν τα κλάματα οι άνθρωποι. Έβλεπαν όλο το κάψιμο. Πάνε τα σπίτια τους. Η εκκλησία καμένη.

Ερώτηση: Εσάς σας πήρανε εκεί στην Τρανή τη στράτα. Όλο το χωριό εκεί. Γλίτωσε κανένας; την κοπάνησε κανένας;

Απάντηση: Όχι, όχι δεν μας πείραξαν.

Ερώτηση: Όχι να σας πειράξουν. Εκεί. Προσπάθησε κανένας να ξεφύγει;

Απάντηση: Όχι, όχι. Καθόμασταν όλοι κάτω. Η μάνα μου μας είχε μπρούμυτα. Όλοι μπρούμυτα ήμασταν. Στα γόνατα καθόμασταν και κάτω κοιτούσαμε.  Η γιαγιά μου, ο παππούς ο μπαμπάς μου ήταν φευγάτος και οι δύο οι θείοι μου. Δεν ήταν στο σπίτι. Δεν ήταν εκεί.

Ερώτηση: Τι ζητούσαν; Γιατί το έκαναν αυτό;

Απάντηση: Πού να ξέρουμε; εμείς πήγαμε μετά στο χωριό…

Ερώτηση: Σας άφησαν δηλαδή; μετά από πόση ώρα Σας άφησαν;

Απάντηση: Αργά το απόγευμα. 5:00 η ώρα, 6:00… Αργά.

Ερώτηση: Έφυγαν δηλαδή οι Γερμανοί;

Απάντηση: Έφυγαν. Με την Κοζάνη ανέρχονταν ο Στρατός αυτός από την Κοζάνη, θα μας σκότωναν όλους. Ήταν Τάγμα… Εκτελεστικό Απόσπασμα.  Δηλαδή αν έμπαιναν στο χωριό και έβρισκαν κάτι Αμέσως θα μας σκότωναν. Αλλά ήταν ο αξιωματικός αυτός, ήταν πιο ήρεμος. Αλλά δεν βρήκαν και καμία αντίσταση στο δρόμο. Τι να βρουν; Φοβόταν ο κόσμος. Για τέτοια πράγματα ήτανε;

Ερώτηση: 5 μέρες πριν τι είχαν κάνει στην Κλεισούρα ποιος θα τολμούσε;

Απάντηση: Κοίταξε. Την Κλεισούρα την έφαγε ένας αντάρτης. Έκανε τον παλικαρά κι έφαγε τον κόσμο. Ήταν ένας Γερμανός με μοτοσυκλέτα και πήγαινε στην Κοζάνη. Κι ήταν ένας αντάρτης και τον πυροβόλησε. Δεν τον πέτυχε όμως και ο Γερμανός έφυγε. Εδώ έγινε αυτό έξω εκεί που έχουμε το καζάνι που βγάζουμε τα τσίπουρα. Και ήρθε ο Στρατός, οι Γερμανοί και έκαψαν τα χωράφια, έκαψαν τα πάντα εκεί. Τότε κάηκε και μία γυναίκα. Την έριξαν μέσα στη φωτιά.

Ερώτηση: Ποια ήταν αυτή;

Απάντηση: Βύρου λεγόταν.

Ερώτηση: Και το μικρό της όνομα;

Απάντηση: Αυτήν την έλεγαν Κατερίνα. Η νέα γυναίκα. Δεν ήταν γριά. Είχε τρία παιδιά. Γιώργος, Κώστας, Γιάννης. Την έριξαν μέσα στα δωμάτια και την έκαψαν. Είχε δεμάτια Τότε γιατί αλώνιζαν. Ό, τι βρήκαν τότε το έκαψαν. Το χωριό ήταν πάνω μακριά και δεν το πείραξαν. Πείραξαν αυτό το μέρος εδώ κάτω πού έγινε το επεισόδιο. Και όποιους άλλους βρήκαν τους σκοτώσαν.

Ερώτηση: Ποιους;

Απάντηση: Τον Μπάγκο τον Κώστα και τον Θανάση τον Βύρο. Δύο παιδιά ήταν. Ήταν στα πρόβατα. Πολέμος.

Ερώτηση: Σας αφήνουνε το να φύγετε, εκείνο το βράδυ που έκαψαν το χωριό. Εσείς γυρίσατε στο χωριό να δείτε τι γίνεται;

Απάντηση: Ήρθε ο μπαμπάς μου. Εμένα με άφησε στα πρόβατα να καθίσω. Μου είπε: “εγώ θα πάω να δω στο χωριό τι γίνεται. Ζει μάνα σου; ζει η αδερφή σου; “Ήρθε στο χωριό, τι να βρει; το δικό μας το σπίτι δεν το είχαν πειράξει. Η μάνα μου με την αδερφή μου αφού Τους άφησαν, έφυγαν. Βρέθηκαν εδώ πέρα. Δύο μέρες ψάχναμε να τις βρούμε. Μετά ησύχασαν τα πράγματα ανέβηκαν στο χωριό. Ερώτηση: Ανεβήκατε Λοιπόν στο χωριό πάλι. Μείνατε εκεί;

Απάντηση: Στο χωριό βέβαια. Πού να μείνουμε; και εμείς δεν είχαμε και σπίτι. Μας το είχαν κάψει. Ερώτηση: Εσείς που μείνατε;

Απάντηση: Μία θειά είχε η μάνα μου πιο δίπλα, της γιαγιάς σου αδερφή. Την είχαμε εκεί κοντά, και πήγαμε εκεί μαζευτήκαμε. Τον αδερφό μου δεν είχαμε να το σκεπάσουμε. Δεν είχαμε με τι να τον τυλίξουμε τον αδερφό μου, τίποτα. Ούτε ψωμί ούτε τίποτα. Τα σπίτια κάηκαν. Που ψωμί. Ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Κοιμηθήκαμε εκεί, και την επόμενη μέρα πήγαμε και εμείς τα πρόβατα. Είχαμε και εμείς πρόβατα, και καθίσαμε εκεί στα Καλύβια.

Ερώτηση: Ευτυχώς είχατε λίγα πρόβατα για να ζήσετε. Αλλιώς πώς θα ζούσατε;

Απάντηση: Ευτυχώς. Γιατί όταν σου καίει το σπίτι τα καίει όλα. Τα σιτάρια. Τα κοτόπουλα. Όλα. Δεν υπήρχε χρήμα. Ποιος είχε χρήματα τότε; και ένα αυγό είχε ένα χιλιάρικο.

Ερώτηση: Πείνα ζήσατε;

Απάντηση: Πείνα όχι. Είχαμε και χωράφια είχαμε και πρόβατα. Καλαμπόκια βάζαμε.

Ερώτηση: Όταν έρχονταν οι Γερμανοί και Ιταλοί, άρπαζαν ζώα;

Απάντηση: Οι Ιταλοί έκαναν επίταξη. Στα 10 τα πρόβατα, έπαιρναν ένα αυτοί. Μάζευαν από το χωριό εδώ 200- 300 πρόβατα. Τα πήγαιναν στην Καστοριά.

Ερώτηση: Κάθε πότε έρχονταν;

Απάντηση: Αυτοί μία φορά που ήρθανε και πήραν ζώα. Και γελάδια πήρανε. Αν είχες 3 έπαιρναν το ένα. Ύστερα θυμάμαι ότι ήρθαν ακόμα μία φορά, αλλά δεν είχαν πάρει πολλά ζώα. Ερώτηση: Άρα δύο φορές ήρθαν όλο-όλο για επίταξη. Οι Γερμανοί ήρθαν για αυτό ή όχι;

Απάντηση: Όχι. Οι Γερμανοί δεν ήρθαν για τέτοια πράγματα. Δεν έκαναν τέτοια. Δεν θυμάμαι οι Γερμανοί να πάρουν τέτοια πράγματα.

Ερώτηση: Οι Ιταλοί πείραζαν; έμπαιναν μέσα στα σπίτια;

Απάντηση: Οι Ιταλοί έμπαιναν. Έκαναν πολλά.

Ερώτηση: Γυναίκες πείραζαν;

Απάντηση: Πείραζαν. Για αυτό και έχουμε ένα μίσος εμείς οι  Κωσταραζινοί με τους Βούλγαρους. Τους κομιτατζήδες που λέμε. Ήταν μία οργάνωση. Ήρθε με τους Ιταλούς.

Ερώτηση: Ποια οργάνωση ήταν αυτή;

Απάντηση: Δεν έχει όνομα. Ήταν βουλγαρική. Όταν λέμε Βούλγαροι, αυτοί που ήξεραν τα σλαβικά. Ενώ δεν ήταν όλος ο κόσμος αυτός Βούλγαροι. Τώρα από ένα χωριό έβγαιναν τρεις ή πέντε, όλο το χωριό λερώνονταν. Πήγαιναν οι δικοί μας και έκαναν πλιάτσικο στο Τοιχιό. Δεν πήγαινε όλο το χωριό. Πήγαν 3,4,5 άτομα. Δεν είναι μόνο από το χωριό μας. Ήταν και από το Βογατσικό, ήταν και από το Γέρμα. Από την Κορησό. Δηλαδή από κάθε χωριό ήταν μία ομάδα μικρή. Αυτοί τα έκαναν αυτά. Δεν το έκανε όλος ο κόσμος. Αλλά το όνομα όμως βγαίνει.

Ερώτηση: Πείτε μου τι γινότανε με αυτούς;

Απάντηση: Στα χωριά που πήγαιναν έκαναν κακό. Πλιάτσικο. Μάζευαν ζώα. Ρούχα έπαιρναν. Ό, τι έβρισκαν. Πλούσια χωριά δεν ήτανε. Τι ρούχα είχαμε; όπως είναι σήμερα; Εμείς παιδιά ήμασταν, ξυπόλητοι ήμασταν ακόμα. Εγώ ξυπόλητος πήγαινα στο πρόβατα. Μικρό παιδί.

Γαλέντζες μας έφτιαχνε ο μπαμπάς μου από καρύδια. Δεν ξέρω αν τις ξέρεις.

Ερώτηση: Όχι δεν το ξέρω αυτό. Πρώτη φορά το ακούω.

Απάντηση: Ξύλινες. Σαν παπούτσια με τακούνι εδώ λίγο ίσιο, και ένα λουρί εδώ πάνω, και περπατούσαμε. Και πού να περπατήσεις. Πώς να περπατήσεις. Χρόνια μετά, είχα δει στο παζάρι στο Άργος που πουλούσαν. Μία φορά μόνο είδα. Ήταν όμως πιο καλές. Ο μπαμπάς μου κλωνάρια από καρύδια έκοβε και μας τις έφτιαχνε να περπατάμε. Τι να κάνουμε. Και η μάνα μου, και η γιαγιά μου, και όλοι.

Ερώτηση: Εντάξει δεν ήταν το ότι ήθελαν να πάρουν τις γαλέντζες. Ήθελαν να κάνουν τη ζημιά.

Απάντηση: Ε ναι βέβαια. Ήθελαν και οι γυναίκες τους. Αυτοί κάμποσοι που έρχονταν που ήτανε άγριοι, έπαιρναν για τις γυναίκες τους.

Ερώτηση: Όχι οι Γερμανοί; οι Βούλγαροι.

Απάντηση: Όχι. Όχι οι Γερμανοί. Εμείς τώρα τα τελευταία χρόνια που δουλεύαμε γούνα από τη Γερμανία, και έρχονταν οι Γερμανοί εδώ. Και έφερναν και τις γυναίκες τους εδώ πάνω στον αδερφό μου. Οι συνεργάτες του ήτανε. Και μας έλεγαν: ” ο Γερμανός ο καθεαυτού δεν πείραξε τίποτα”. Μας έλεγαν αυτοί μόνοι τους. “Αυτοί, Θωμά, δεν πειράζουν καθόλου. Άλλοι άνθρωποι, από έξω”. Άλλοι άνθρωποι, αλλά τους έβαζαν αυτοί.

Ερώτηση: Και ζήσατε εκεί, στο παλιό το χωριό, έτσι;

Απάντηση: Ναι και το ’50 ήρθαμε εδώ. Τότε φτιάξαμε τα καινούργια τα σπίτια. Ως τότε ήταν χωράφια. Πήγαμε στο Άργος τρία χρόνια.

Οι Γερμανοί μας εκτόπισαν το ’43. Πήγαμε στη Μηλίτσα για δυο-τρεις μήνες.

Ερώτηση: Πείτε μου. Τότε που κάηκε το χωριό δηλαδή σας εκτόπισαν;

Απάντηση: Μας εκτόπισαν. Ναι, ναι λίγο αργότερα. Το Μάιο μήνα. Όπως το θυμάμαι τότε που ήμουν παιδί. Τότε φοβόμασταν πάρα πολύ. Φοβόμασταν να μαζευτούμε εδώ, φοβόμαστε να μαζευτούμε εκεί… Μην έρθουν και μας σκοτώσουν. Και ήρθαμε και καθίσαμε τρεις μήνες εδώ στη Μηλίτσα. Περιμέναμε να περάσουν όλα. Μετά ήρθε ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ήρθαμε να μαζέψουμε τα χωράφια τα σιτάρια. Πήρε θάρρος ο κόσμος, και αναρωτήθηκε όπως έπρεπε να ζήσει. Και έπρεπε να μαζέψει τα σπασμένα. Και βγήκαν ξανά στο χωριό πάνω, και έμειναν ξανά στο χωριό. Ήρθαν άλλα ύστερα. Αρχίσαμε άλλα ύστερα. Αυτά δεν ήταν τα δύσκολα. Ο εμφύλιος ήταν ο δύσκολος. Ο χειρότερος, βέβαια.

Ερώτηση: Ο χειρότερος.

Απάντηση: Μας πήγαν στο Άργος το ’46. Ξάδερφος, αδερφός, ποιον να ζητήσεις και τι να πεις. Πήγαμε στο Άργος, μας μάζεψαν τα γυναικόπαιδα εμάς όλα… 8 χρονών ήμουν εγώ. Πώς το ‘φέραν έτσι, να μισήσει ο κόσμος ο ένας τον άλλον… Δεν ήταν μόνο αυτοί. Αυτό είναι το χειρότερο.

Ερώτηση: Μεταπολεμικά, έστω και τα πιο πρόσφατα χρόνια επέστρεψαν πίσω, ήρθαν πίσω οι Ιταλοί; από αυτούς που πολέμησαν; είδατε κανέναν; ας πούμε στη Λάγκα ερχόταν κάποιος που είχε πολεμήσει εκεί και μετά είχε μείνει. Είχε φύγει και είχε πάει στην Ιταλία και μετά ερχόταν ερχόταν να βλέπει τον κόσμο. Είχα τέτοια;

Απάντηση: Όχι, δεν είχαμε.

Ερώτηση: Ξέρετε γιατί; Γιατί κάποιος μου είπε ότι είχαν έρθει- έχετε μία περιοχή Μπάρα;

Απάντηση: Μπάρα είναι δύο περιοχές. Μία πιο έξω και μία εδώ κάτω που μαζεύονται τα νερά.

Ερώτηση: Κάπου λέει κοντά τώρα που είναι η Εγνατία είχανε έρθει και είχανε κάνει ένα εκκλησάκι γιατί είχαν σκοτωθεί κάνα-δυο Ιταλοί. Το ξέρετε αυτό;

Απάντηση: Δεν το ξέρω αυτό.

Ερώτηση: Ο Ανδρέας ο Τσιτσής μου το είπε αυτό.

Απάντηση: Ο Ανδρέας ο Τσιτσής ήταν εδώ πέρα. Εμείς ήμασταν επάνω. Ο Ανδρέας ήταν εδώ. Ο Ανδρέας θυμάται περισσότερα. Που είχαν σκοτώσει και δύο εδώ κάτω. Στην Εκκλησία Αγίου Αθανασίου. Στο εικονοστάσι.

Ερώτηση: Πού; Εδώ μέσα; εδώ στο χωριό;

Απάντηση: Έξω από το χωριό. Αυτούς τους σκότωσαν οι Ιταλοί.

Ερώτηση: Ποιους; ποιοι ήταν αυτοί;

Απάντηση: Μία γυναίκα. Τάτση Την έλεγαν. Αυτή ήταν στα καλύβια. Εγώ θυμάμαι. Πού είναι ο Κόμβος εκεί. Εκεί είναι μία εκκλησία. Ναι αυτή ήταν στις καλύβες, περνούσαν οι Ιταλοί από το δημόσιο κι εμείς ήμασταν πιο πάνω. Και ο παππούς μου είναι η αδερφή αυτή. Αυτή έτρεξε η καημένη να κρυφτεί και ένας άλλος άντρας, έτρεξαν να κρυφτούν στην καλύβα, οι Ιταλοί το κάναν αυτό και πήγαν από πάνω από το δημόσιο, και μπαμ, τους σκοτώσανε.

Ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε ποια ήταν τα ονόματά τους γιατί δεν το άκουσα καλά;

Απάντηση: Αυτήν την έλεγαν Μαλαματή. Την είχε ο παππούς μου αδερφή.

Ερώτηση: Το επίθετο;

Απάντηση: Μαλαματή Τσάκα. Παπαθανασίου το κανονικό. Εντάξει το παρατσούκλι. Παπαθανασίου λεγόταν αυτή. Ο Μάρκος Σιδεράς.

Ερώτηση: Αυτό πότε έγινε;

Απάντηση: Τότε. Το ’40- ’41 έγινε. Ύστερα έφυγαν αυτοί με τις μοτοσυκλέτες, την πήρε ο παππούς μου στον ώμο και πάει παρακάτω ήταν ο Άγιος Αθανάσιος, και την παράχωσε ούτε εκεί. Αυτή η εκκλησία είναι παλιά. Επί Τουρκοκρατίας. Ξέρεις, το Κωσταράζι ήταν Τρία χωριά.

Ερώτηση: Ναι το έχω ακούσει αυτό, ναι.

Απάντηση: Τρία χωριά. Το ένα στον Άγιο Αθανάσιο, το άλλο στην Αγία Παρασκευή, πιο πάνω και το παλιό το χωριό γύρω από την εκκλησία. Και έξι άτομα ήταν απάνω στη Σαρακίνα. Άλλο ένα μέρος εκεί. Ζούσαν έξι σπίτια. Τρία σπίτια τούρκεψαν και τρία ήρθαν στο Κωσταράζι. Αυτό έγινε πριν το ’12. Τότε παλιά. Και μαζεύτηκε ο κόσμος θα πάνω εκεί στο Κωσταράζι. Κυνηγημένος κόσμος. Από τους Τούρκους, και μετά ήρθαν κι άλλοι. Και το Κωσταράζι έγινε μικρό. Ήταν μεγάλο, και τώρα είναι μικρό. Έφυγαν οι παππούδες, έφυγαν όλοι… Όλο σπίτια άδεια βλέπεις τώρα. Εδώ στη γειτονιά μας όλα δύο είναι τα σπίτια. Μόνο εμείς και ένα εκεί κάτω στη γωνία έχει κόσμο. Και το άλλο το τετράγωνο προς τα εκεί και όλα. Έφυγε ο κόσμος, ξενιτεύτηκε. Έφυγαν και τα παράτησαν. Ιστορίες πολλές είναι, αλλά…

Ερώτηση: Έτσι θα πάει. Δεν ξέρω αν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε ιστορία δεν, κάποια ιστορία; αν θυμάστε κάτι άλλο;

Απάντηση: Αυτά που τραβήξαμε από τους Γερμανούς και από τους Ιταλούς…

Ερώτηση: Αυτό που λέγαμε πριν ότι βοηθούσαν και οι γυναίκες και έπλεκαν για τους φαντάρους; εσείς το είχατε στο σπίτι σας;

Απάντηση: Όχι.

Η δικιά μου μητέρα έπλεκε. Είχαμε τα πρόβατα, είχαμε τα μαλλιά. Έπλεκαν οι γυναίκες, και τα δεινά στην εκκλησία τότε εκεί πέρα τα μάζευαν. Ναι ναι πάντα οι στρατιώτες είχαν ανάγκη από ζεστά ρούχα. Ο πατέρας ήταν στην Αλβανία, πολεμούσε τότε. Όταν ήρθε ο μπαμπάς μου, φορούσε γκέτες στα πόδια. Γκέτες τις έλεγαν.

Ερώτηση: Έφτιαχναν δηλαδή γκέτες, κάλτσες, κασκόλ, τέτοια πράγματα.

Απάντηση: Καμία φανέλα. Ό, τι μπορούσε ο καθένας, άμα δεν έχεις τι να φτιάξεις; Και τα πήγαιναν στην εκκλησία, εκεί τα μάζευαν και τα έστελναν στο στρατό. Κάποιος ήταν επικεφαλής.

Όπως έγινε και στην επιστράτευση του ’74. Εδώ στο χωριό είχαμε 20.000 στρατό. Εδώ μαζεύτηκαν. Όλη τη μέρα ζυμώναμε ψωμιά να τους ταΐζουμε. Αυγά, τυριά, ό, τι πράγματα είχε κάθε σπίτι. Έρχονται τα παιδιά, οι φαντάροι, και πέταξαν τα χιλιάρικα έξω από δω. Και τους έλεγα ότι δεν θέλω τα χρήματά τους. Έκλαιγα, δεν ήθελα τα χρήματα. Αυτοκίνητα γεμάτα εδώ. Επέμενα να τα πάρουμε τα χρήματα. Εγώ έκλαιγα δεν ήθελα. Πολύς στρατός. Το χωριό μας εδώ μέσα. Όλο το χωριό ήταν γεμάτο γεμάτο. Έρχονταν τα παιδιά, τι να φορέσουν; τρεις μπλούζες με μαλλί είχα εγώ πλεγμένες. Έρχονταν τα παιδιά να τα φορέσουν, έρχονταν γυμνά. Πού να κοιμηθούν τόσα άτομα; εδώ δεν έρχονταν πολύ γιατί ήτανε μακριά, φοβούνταν να ‘ρθουν εδώ πέρα και να κοιμηθούν το βράδυ. Ο Διοικητής ήταν αλλού, πιο μέσα στο χωριό. Όλη τη μέρα ασχολούμασταν με το στρατό. Ζυμώναμε δυο-τρεις φούρους στη μέρα… Είχαν τελειώσει όλα τα τρόφιμα από το χωριό. Δυο- τρεις μπακάληδες είχαμε, τους είχαν τελειώσει όλα. Ούτε κονσέρβες είχαν μείνει ούτε τίποτα. Το ’74. Και τότε ζόρι ήταν.

Ερώτηση: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Απάντηση: Εμείς ευχαριστούμε. Τι να σε κεράσουμε; να σε βάλουμε να φας κάτι;

Ερώτηση: Ήταν αρκετά. Νιώθω τόσο γεμάτη που σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Συνέντευξη Αθανάσιου Σιάσιου

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1929

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Θανάσης Σιάσιος.

Ερώτηση: Πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: Το 1929. 4 Οκτωβρίου.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Στο πάνω το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Στο Παλιό το Κωσταράζι. Οι γονείς σας ποιοι ήτανε;

Απάντηση: Γεώργιος Σιάσιος και Ελένη Βλάχου.

Ερώτηση: Και οι δύο Κωσταραζινοί;

Απάντηση: Ναι. Κωσταραζινοί.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν στη ζωή τους;

Απάντηση: Ο μπαμπάς μου έκανε και σιδεράς, έκανε και οικοδόμος. Περισσότερο οικοδόμος. Και γεωργός εν τω μεταξύ.

Ερώτηση: Μάλιστα. Η μαμά σας;

Απάντηση: Η μαμά μου, οικιακά. Αυτό το συνηθισμένα που ήταν τότε. Γεωργικά, τέτοια πράγματα. Οικογένεια μεγάλη είχαμε. Ήμασταν έξι παιδιά. 5 μάλλον. Γιατί η μία είχε πεθάνει. 5 ήμασταν. Δύο παιδιά και τρία κορίτσια.

Ερώτηση: Εσείς, σχολείο που πήγατε;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι. Απάνω. Εκεί τελείωσα το σχολείο.

Ερώτηση: Στη ζωή σας, τι δουλειά κάνετε;

Απάντηση: Βάλε από εργάτης, και τσοπάνος, και γελαδάρης. Και εργάτης. Οικοδόμος. Όλα. Όλα τα ανακάτεψα. Όλα στη ζωή ήτανε. Γεωργός… Κτηνοτρόφος… Ό, τι θέλεις έκανα.

Ερώτηση: Ας πάμε στο θέμα που μας ενδιαφέρει τώρα. Θυμάστε Πότε κηρύχθηκε ο πόλεμος, την 28η Οκτωβρίου;

Απάντηση: 28η Οκτωβρίου νομίζω ήταν και Κυριακή μέρα. Μάλλον ξημερώνοντας Κυριακή.

Ερώτηση: Πείτε μου. Πώς ήταν, τι έγινε τότε;

Απάντηση: Εμείς ήμασταν στο πάνω το χωριό, κηρύχτηκε ο πόλεμος…

Ερώτηση: Πώς μάθατε ότι κηρύχθηκε ο πόλεμος;

Απάντηση: Καμπάνες χτυπούσαν, έγινε γενική επιστράτευση. Έφυγαν όλοι οι νέοι.

Ερώτηση: Εκείνη τη μέρα έγιναν όλα;

Απάντηση: Την άλλη μέρα. Το βράδυ κηρύχθηκε ο πόλεμος, την άλλη μέρα γίνονταν αυτά. Ο κόσμος Ξεκίνησε από το χωριό, βγαίναμε στο απέναντι βουνό. Ήταν απέναντί της Αλβανίας στα υψώματα εκεί πέρα. Και φαίνονταν, και ακούγονταν και τα κανόνια. Προς το Μάλιμάδι μεριά.

Ερώτηση: Και φαινόταν καπνοί από τα κανόνια;

Απάντηση: Καπνοί δεν ήτανε. Ύστερα από κάνα δυο μέρες αεροπλάνα που βομβάρδισαν την Καστοριά.

Ερώτηση: Είχατε και κόσμο που έφυγε και πήγε και πολέμησε.

Απάντηση: Όλοι οι νέοι. Είχαν φύγει όλοι. Νομίζω ότι μέχρι το 24 είχε πιάσει. Ηλικία του 24. Είχαν πάει Όλοι στον πόλεμο. Αλλά ύστερα από κάνα δυο μέρες άρχισε να χάνεται, να ξεμακραίνεται ο πόλεμος, έφυγε πιο πίσω. Οπισθοχώρησαν Ιταλοί, και έφυγαν μέσα στην Αλβανία. Εμείς μικροί ήμασταν, και ακούγαμε ότι οι Έλληνες πήραν την Κορυτσά, θα φτάσουν και στα Τίρανα, αυτά ήταν αερολογίες. Για να παίρνει θάρρος ο κόσμος. Ναι. Όταν έπαιρναν καμιά πολιτεία χτυπούσαν οι καμπάνες. “Πήραμε το Πόγραδετς!” Αυτά γίνονταν το απόγευμα.

Ερώτηση: Μπήκαν Λοιπόν οι Ιταλοί μέσα.

Απάντηση: Ιταλοί δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. Πήγαν από το Γράμμο έφτασαν περίπου στο Επταχώρι, τους έκλεισαν εκεί, έμειναν μέσα αυτοί. Και τους αιχμαλώτισαν όλους. 600 ήταν. Ήταν ένας από τη Σιάτιστα και μεθούσε και έβγαλε και ένα τραγούδι:

“603 τους πιάσαν παραιτηθείς και πάνε στο Ζουπάνι να τους δεις”.

Ζουπάνι είναι ο Πεντάλοφος. Από το στρατό αυτό, πήγαν αντάρτες πολλοί ύστερα.

Ερώτηση: Στο Κωσταράζι είχατε προβλήματα με τους Ιταλούς;

Απάντηση: Είχαμε Ιταλούς. Έρχονται οι Ιταλοί στο χωριό. Είχαν- δεν είχαν έρχονταν. Έρχονταν κυρίως τον χειμώνα. Έκλεινε τότε το σχολείο, αυτοί τριγυρνούσαν στο χωριό. Ήταν και κυνηγοί, κυνηγούσαν. Κυνηγούσαν αυτά τα πουλιά που εμείς δεν τα τρώγαμε. Αυτοί τα τρώω. Τα έψηναν και τα τρώγανε. Επιτάξεις έκαναν.

Ερώτηση: Ήρθαν πολλές φορές για να μαζέψουν ζώα;

Απάντηση: Κάπου-κάπου έρχονταν… Ύστερα το 41, έσπασαν οι Γερμανοί το μέτωπο. Ήρθαν εδώ. Και τους βλέπαμε εμείς από τα βουνά. Ήταν πολλοί. Πολλές φάλαγγες είχαν. Πολύ Στρατός. Και το αυτοκίνητο ήταν τόσο πολύ τα το ένα με το άλλο, δεν έβλεπες δρόμο. Κι όσο θα βλέπαμε ως τη Νεάπολη, στην Κοζάνη, μέχρι εκεί έφταναν. Φαίνονταν ο δρόμος. Δεν μπορούσες να βρεις κενό μέρος να περάσεις. Μετά πέρασαν οι Γερμανοί αυτό το διάστημα από δω, μετά ήρθαν οι Ιταλοί. Έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Ιταλοί. Ήταν οι Ιταλοί, ήταν στην κυριαρχία τους. Και άρχισαν την επίταξη. Έρχονταν στο χωριό, και έπαιρναν βόδια, έπαιρναν πρόβατα, έπαιρναν ότι ζητούσαν. Κάθε χρόνο γίνονταν αυτό. Το ’42, Φεβρουάριο μήνα, ήρθαν οι αντάρτες. Ήρθαν στο χωριό οι αντάρτες. Έρχονταν οι Ιταλοί και έφευγαν οι αντάρτες. Ήρθαν μία φορά το Μάιο του ’41. Τότε ήρθαν επειδή μάζευαν τα όπλα. Τα πήγαιναν στο Βογατσικό, εκεί ήταν η αστυνομία. Τα παράθυρα είναι εκεί και τα περνάν οι Ιταλοί. Ύστερα κάποιος είχε προδώσει στο Κωσταράζι. Είπε ότι μέσα στις τρύπες κρύβουν όπλα. Μάλλον είχαν πάει πάνω στην Πτεριά, εκεί ήταν ένας δάσκαλος δικός μας. Αυτός, όταν βγήκε ο Μεταξάς, είχε δώσει μία διαταγή τότε, το ’35 με ’36, απαγορεύεται να μιλούσαν ξένη γλώσσα. Δεν υπήρχαν ούτε βλάχικα ούτε βουλγάρικα. Αυτά τα απαγόρευαν. Όποιον τον έπιαναν έπεφτε ξύλο πολύ. Αυτά τα χωριά, τα περισσότερα, δεν ήξερε κανένας ελληνικά. Όλοι μιλούσαν τα σλαβικά. Από τη Πτεριά, μέχρι εκεί πάνω στη Φλώρινα, όλα αυτά τα χωριά. Και τους έπαιρναν τους χτυπούσαν. Αυτός πρόδιδε. Ήταν σαν χαφιές. Ο Τζίκας ο Γερμανός που τον έλεγαν. Αυτός ήταν αρραβωνιασμένος. Είχε πάρει μία δασκάλα εκεί από το χωριό. Και η γυναίκα του δεν το ήθελε αυτό το πράγμα. Πήγαν εκεί να μαζέψουν όπλα οι Ιταλοί, και χτυπούσαν κιόλας. Άμα δεν έδινες όπλα χτυπούσαν. Ποιος είπε τους Ιταλούς:” θα πάτε στο Κωσταράζι. Έχω τον αδερφό μου μάστορα εκεί και φτιάχνουν τρύπες, κρύβουν όπλα και τέτοια πράγματα”. Και σηκώνονται μία Κυριακή πρωί, και έρχονται οι Ιταλοί στο χωριό.

Ερώτηση: Κυριακή ήταν τότε;

Απάντηση: Κυριακή ήταν. Το θυμάμαι πολύ καλά που ήταν Κυριακή. Ξημερώνοντας Κυριακή. Ήρθαν στο χωριό, άρχισαν να πετάν χειροβομβίδες, να πυροβολούν με πολυβόλα. Ο κόσμος δεν ήξερε τι συμβαίνει. Λοιπόν, άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες στο σχολείο.

Ερώτηση: Εσείς ήσασταν μέσα;

Απάντηση: Εγώ ήμουν μικρός. Δεν έπαιρναν τους μικρούς. Τους μεγάλους τους πήραν όλους. Και του ζητούσαν τα όπλα. Όποιος έδινε το όπλο, τον άφηναν ελεύθερο. Αυτόν που δεν είχαν όπλα, ξύλο τρεις φορές τη μέρα. Ξύλο γερό, όχι αστεία πράγματα. Αυτοί που δεν είχαν όπλα, έφαγαν το ξύλο μέχρι τελευταία. Μία βδομάδα και παραπάνω, 10- 12 μέρες έκατσαν. Πολύ ξύλο. Αυτοί που δεν είχαν όπλα. Λοιπόν, πέρασε αυτό. Μόλις πέρασε αυτό, έρχονται οι αντάρτες μετά.

Ερώτηση: Συγνώμη, να σας ρωτήσω. Μία παρένθεση. Αυτοί οι άντρες γλίτωσαν μετά;

Απάντηση: Ποιοι;

Ερώτηση: Που ήτανε μέσα στο σχολείο, που τους χτυπούσαν.

Απάντηση: Ε, τους άφησαν ελεύθερους. Έφαγαν το ξύλο, και τους άφησαν. Πολύ ξύλο έφαγαν.

Ερώτηση: Πέθανε κανένας από το ξύλο;

Απάντηση: Πέθανε ένας παππούς. Του δάσκαλου του Νίκου ο παππούς.

Ερώτηση: Ποιος; πώς λεγότανε;

Απάντηση: Ε, Τιόμος λεγότανε. Τον χτύπησαν αυτόν, έζησε κάμποσες μέρες, καμιά εβδομάδα παραπάνω, αλλά πέθανε. Από το ξύλο. Αιμοπτύσεις. Το Νάση τον Σιδέρη τον είχαν χτυπήσει πολύ. Τον δάσκαλο, πολύ ξύλο κι αυτόν. Ήταν ένας από το Άργος, που λεγόταν… ήταν κρεοπώλης. Αυτός ήξερε τα ιταλικά δεν ξέρω πως τα ήξερε, τον είχαν σαν διερμηνέα. Και πολλοί που τον γνώριζαν, τους άφηνε ελεύθερους. Βλάχος ήταν. Τους άφηνε τους βλάχους. Οι άλλοι όμως έφαγαν πολύ ξύλο. Ο Μπέκας έφαγε πολύ ξύλο. Και ο Μπέστας ο Τζήκας. Και αυτός, ναι. Έφαγαν πολλοί. Πολύ ξύλο. Αφού έτρεχαν τότε αυτοί, είχαν μία εβδομάδα που γυρνούσε τα άλογα, και όποιον έβρισκαν τον μάζευαν και τον έφερναν στο σχολείο. Ξύλο πολύ. Τίποτα βέβαια, αλλά έπιαναν κανέναν, τους έδιναν. Τρεις φορές τη μέρα τους χτυπούσαν. Α, και ο Μπρανίτσας. Που τον είχε βάλει ο διάβολος, είχε μάσει κανά 9 όπλα ιταλικά. Τα είχε σε μία κάσα μέσα. Και το είχε στον κήπο του παραχωμένα. Όταν ζητούσαν όπλα για να γλιτώσουν το ξύλο, λέει: ” έχω και εγώ όπλα”. Τον παίρνουν Ιταλοί: “που τα ‘χεις”, “Εκεί.” πηγαίνουν με τους Ιταλούς εκεί πέρα και τα βρίσκουν. Τα είχε αραβίδες μες στην κάσα στον κήπο εκεί πέρα. Αμέσως πήγε εξορία. Κι έκατσε στην Ιταλία Μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.

Ερώτηση: Α, αιχμάλωτο τον πήρανε.

Απάντηση: Τον πήραν αιχμάλωτο.

Ερώτηση: Πώς ήταν το όνομα του;

Απάντηση: Μπρανίτσας Αθανάσιος. Τον πήραν, πάει στην Ιταλία, για αυτό και τον Θανάση τον Τσάκα είχαν πάρει. Είχε και αυτός όπλο ιταλικό. Σκότωσες Ιταλό και το πήρες; τον πήραν κι αυτόν. Αλλά πώς τα κατάφερε αυτό στην Καστοριά, είχε κανέναν γνωστό… αλλά κατάφερε βγήκε. Ο Μπρανίτσας πήγε στην Ιταλία, έκατσε ως το τέλος του πολέμου. Κάνα δυο χρόνια. Τόσο περίπου έκατσε….

Ύστερα, την άλλη χρονιά… Το ’41 Σκοτώθηκε ένας ξάδερφός μου ένα μικρό παιδί. Ήταν πέντε χρόνια μικρότερος από μένα. Πέταξαν οι Ιταλοί χειροβομβίδα στο ρέμα στο χωριό. Και πολλές χειροβομβίδες δεν έσκαζαν. Και πήρε αυτός και την επεξεργάζονταν, παιδιά ήταν. Η χειροβομβίδα τον έσκασε στα χέρια στα μάτια και πέθανε.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός;

Απάντηση: Νικόλαος Σιάσιος.

Ερώτηση: Οι Ιταλοί, μετά που χτύπησαν τον κόσμο, ξαναήρθαν στο χωριό;

Απάντηση: Μετά ήρθαν κάνα δυο φορές, διαδρομή για επίταξη όμως. Μετά πέρασε ο χρόνος αυτός, το Μάη χτύπησαν αυτό τον καιρό, την άλλη χρονιά ύστερα, την άνοιξη βγήκαν οι αντάρτες.

Ερώτηση: Ποιοι αντάρτες;

Απάντηση: Το ΕΛΑΣ. Πέρασε το πρώτο το ΕΛΑΣ. Είχαν έρθει το απόγευμα. Εμείς ήμασταν πάνω στο Πούζι, ερχόμασταν κατά εδώ με τα γελάδια. Ξέραμε ότι θα έρθουν. Έλεγαν ότι θα ‘ρθουν. Αλλά δεν το πιστεύαμε.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν;

Απάντηση: Αντάρτες. Ήταν κάνα σαρανταριά.

Ερώτηση: Ποιοί ήταν; κανέναν δεν θυμάστε:

Απάντηση: Δεν τους θυμάμαι, όχι.

Ερώτηση: Ας πούμε, επειδή είπατε για τον Γιαννούλη.

Απάντηση: Ο Γιαννούλης ήταν στο δεύτερο αντάρτικο. Στο πρώτο δεν ξέρω ποιοι ήταν.

Ερώτηση: Εντάξει. Τον πρώτο τον ΕΛΑΣ όπως είπατε και εσείς. Ήρθαν για να κάνουν την εθνική αντίσταση. Πήραν άτομα από το χωριό; έγιναν αντάρτες;

Απάντηση: Όταν ήταν οι Γερμανοί. Όχι με τους Ιταλούς.

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Το ’42 ήρθαν οι αντάρτες. Φεβρουάριο με Μάρτιο. Δεν θυμάμαι ακριβώς συγκεκριμένα. Ποιες μέρες είχαν έρθει.

Ερώτηση: Επιστράτευσαν άντρες από το χωριό;

Απάντηση: Ένας έφυγε μόνο. Όταν ήρθαν στο χωριό, έβαλαν πρόεδρο, όρκισαν τον Χρήστο τον Γκαύρο. Πρώτος πρόεδρος του ΕΛΑΣ ήταν αυτός. Λοιπόν, έφυγε ο Κώτσος ο Πουτούβας εκείνο το βράδυ. Τον έβαζαν καραβάνι, παγούρια, τον ετοίμασαν. Ναι πηγαίνω, Κώτσιας, δεν ξέρω Αν είχε όπλο ή δεν είχε. Κατέβασαν στην πλατεία κάτω, ήταν ένας Πλάτανος εκεί. Εκεί έριξαν τρεις σφαίρες, πυροβόλησαν εκεί. Μ’ ένα όπλα, Λέτζερ μου φαίνεται το έλεγαν. Ποιοι έκαψαν όλα τα βιβλία από Το κοινοτικό κατάστημα. Όλα τα βιβλία, όλα τα αρχεία. Τα κάψανε όλα στην πλατεία εκεί. Λοιπόν, Προέδρο αυτόν και φεύγουν.

Ερώτηση: Γιατί τα έκαψαν τα βιβλία;

Απάντηση: Καινούργια ζωή προχωρεί. Αυτό ήταν το σύστημα που είχαν αυτοί για πρώτη φορά. Ο Πρόεδρος ήταν αυτός. Άλλες επιτροπές δεν θυμάμαι. Έφυγαν οι αντάρτες το βράδυ, μετά κάνα 10-15 μέρες έρχονται Ιταλοί και βομβαρδίζουν το χωριό. Με τα αεροπλάνα. Σκότωσαν 4-5 άτομα. Τότε είχαν σκοτώσει: Του Θωμά του Παχύ τη γυναίκα. Μία. Τον Θωμά τον Βύρου δυο. Ένα παιδί της Κώτσαινας της Βλάχας νομίζω, αυτό το πήρε κάνα βλήμα, την Βαγγέλινα, του Θωμά του Βαγγέλα τη γιαγιά… Λοιπόν, άλλο ποιό ήταν σκοτώσει… τον Τζόνι του Παπανικόλα που είναι στο Άργος στον πατέρα, τον Γιάννη αυτόν. Τώρα και κανέναν άλλον… Δεν θυμάμαι. Τους σκότωσαν αυτούς τα αεροπλάνα. Και σηκώνονται το βράδυ την άλλη μέρα νωρίς, και μαζεύονται στο χωριό, και λένε:” τι να κάνουμε;” “Να πάμε στους Ιταλούς να παραπονεθούμε γιατί μας βομβάρδισαν”. Συγκεντρώθηκαν και έβγαλαν μία απόφαση να στείλουν την επιτροπή στην Καστοριά. Τον παπά…

Ερώτηση: Ποιος ήταν παπάς τότε;

Απάντηση: Ο Γαλάνης.

Ερώτηση: Ο Άνθιμος;

Απάντηση: Ναι. Ο Άνθιμος. Λοιπόν, ο Γαλάνης, Λεωνίδας ο Βύρος, με τον Παντελή τον Μπάγκο. Αυτοί ήταν τότε οι προύχοντες του χωριού. Είχαν περιουσίες και πρόβατα. Και πήγαν λοιπόν στην Καστοριά. Πήγαν στο Φρουραρχείο της Καστοριάς. “Πόθεν είστε;” “Από το Κωσταράζι”. “Τι ζητάτε;” “Μας βομβάρδισαν στο χωριό. Γιατί;” Λένε οι Ιταλοί:” Ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό; Ήρθαν. Πόσες μέρες ήταν οι αντάρτες εκεί;” Λένε: “Έχουν 17 μέρες.” “17.000 οκάδες πρόβατα θα μας φέρετε στην Καστοριά. Αλλιώς, θα σας βομβαρδίσουμε ξανά. Κι αν ξανάρθουν οι αντάρτες, πάλι θα σας βομβαρδίσουμε “.

Λοιπόν, ήρθαν στο χωριό αυτοί το βράδυ και λένε: “Αυτό συμβαίνει”. Την άλλη μέρα έμασαν κάτι τρόφιμα, τα ετοίμασαν, τα πήραν, βγαίνει ο Κώτσος ο Κουντούβας ο πρώτος αντάρτης πού είχε πάει, και λέει: “Δεν αφήνω να ξεκινήσουν. Δεν θα πάνε Καστοριά”. Ο Στεργιάκας είχε και αυτός μία Βαρέλα κρασί. Είχε αμπέλια αυτός. Λοιπόν, τον κόβει μία παταριά τον αντάρτη, “Τώρα θα δεις τι θα σε κάνω εγώ”. Λοιπόν, έφυγε η φάλαγγα να τα πάει στην Καστοριά. Μετά ήρθαν οι αντάρτες. Και ρώτησαν: “ποιος πάει επιτροπή στην Καστοριά;” “ο παπάς, ο Λεωνίδας ο Βύρος, ο Πανταζής ο Μπάγκος”. Τους πήρανε στο Επταχώρι και τους τράβηξαν ένα μπερτάκι καλό. Πήγαν οι οργανώσεις από εδώ και τους άφησαν ελεύθερους. Ο παπάς είχε τον φόβο αυτό ο φουκαριάρης  ύστερα.  Έρχονταν οι αντάρτες, μάζευαν το ψωμί. Έρχονταν ύστερα Γερμανοί: “ήρθαν οι αντάρτες;” Να πει ότι ήρθαν, φοβόταν. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ξανά οι Ιταλοί δεν πάτησαν στο χωριό. Από τη Νεάπολη δε, το Βογατσικό, είχαν μία τρύπα εκεί κάπου κάτω από τον Άη- Θανάση. Όταν φοβόταν σε αυτή την τρύπα πήγαιναν οι Βογατσιώτες και κρύβονταν, εκεί. Ήταν δύο παπάδες και 13-14 άτομα. Από τη Νεάπολη όμως αυτή με τα κιάλια τους έβλεπαν που ανέβαιναν και κατέβαιναν. Εκεί στην τρύπα.  Συγκεντρώνεται ένα τμήμα, δεν ξέρω πόσοι ακριβώς ήταν, και την άλλη χρονιά ξεκινούν από τη Νεάπολη μία φορά. Το ‘42 γίνεται αυτό το πράγμα. Πάλι το Μάιο μήνα. Αυτόν τον καιρό. Έρχονται στο Βογατσικό, τους βρίσκουν μέσα στην τρύπα εκεί, και τους σκοτώσαν και τους 14. Ήταν μέσα εκεί τους εκτέλεσαν όλους. Και παίρνουν τα βουνά- τα βουνά, στην κορυφογραμμή, και όπως πάει η κορυφογραμμή, ήρθαν και στο χωριό το δικό μας. Εμείς τους είδαμε, ήταν ο Στρατός όλο με τα μουλάρια, με τα πολεμοφόδια  κατέβηκαν στο χωριό μέσα. Λοιπόν έκατσαν όλη μέρα εκεί. Μάζεψαν αυγά, κοτόπουλα, τέτοια πράγματα. Άλλο τίποτα δεν υπήρχε. Λοιπόν του Τσαμέ το σπίτι, ήταν ένα σπίτι καλό, περιποιημένο. Και του Θανάση του Τζήκα το σπίτι, και άλλα. Τα καίνε τα 50 σπίτια αυτά. Και το βράδυ οι Ιταλοί έφυγαν.

Πρώτα όμως, ξέχασα να πω, εμείς είχαμε κάτι μαντριά εδώ κάτω. Ερχόμασταν εδώ και αλωνίζαμε το καλοκαίρι εδώ με τα ζώα. Ρίχνουμε το άχυρο μέσα στις αχυρώνες για να τρώνε τα ζώα, να έχουμε. Και μία φορά, κατεβαίνει ο παπάς από πάνω από το χωριό, πηγαίνουμε φορτώσει τα άχυρα, αυτό τώρα Δεν θυμάμαι, πρέπει να ‘τανε πιο μπροστά το ’42 το Μάρτη το μήνα. Ή τον Φεβρουάριο. Ήρθε να πάρει άχυρο ο παπάς. Ήτανε λίγο κουφός. Δεν με άκουγε. Την αχυρώνα την είχε κάνα 50 μέτρα πιο κάτω από μας. Ο μπαμπάς μου είχε χωθεί στη δικιά μας την αχυρώνα να μάσει άχυρα, και ο παπάς στη δικιά του. Αυτοί έρχονταν από κάτω. Ένας λόχος, η Καβαλαρία. Οι Ιταλοί. Ο Γιώργος ο Μπάγκος άκουσε τα άλογα, το θόρυβο που έκαναν. Βγαίνει από την αχυρώνα, βλέπει τους Ιταλούς. Το ‘σκασε σιγά-σιγά. Στον Αι- Θανάση τον έφτασαν αυτοί με τα άλογα. Χτύπησαν εκεί, έπεσε χαμηλά, αυτός βγήκε στο δικό μας το χωράφι εκεί πάνω. Αντί να κρυφτεί μέσα στα λακκώματα εκεί, έφευγε κάτω. Από πάνω τον είδαν αυτοί που έφευγε για την Μπάνια κάτω, και τρέχουν με τα άλογα, ο Μιλτιάδης ο μακαρίτης ο Μπολογιάννης ήταν εκεί στην άκρη στο ποτάμι, ” τρέχα Μιλτιάδη, θα μας σκοτώσουν οι Ιταλοί “, του λέει,  και τους έφτασαν εκεί, και τους σκότωσαν ούτε εκεί. Τους άφησαν εκεί.  Παν κι αυτοί. Πάει ο πατέρας μου κοιτάζει καμιά φορά δεν είναι. Κοιτάζει κατά εκεί, του πήραν και το γομάρι. Είχε ένα γουμάρι και του το πήρανε. Τον πατέρα μου δεν τον πείραξαν τίποτα. Κοιτάζει, δεν είναι, φωνάζει, πουθενά δεν είναι. Ούτε πήρε χαμπάρι. Ξεκίνησε να φύγει κατά πάνω, από πίσω έρχεται ο Μιλτιάδης που έκατσε εκεί και κρύφτηκε.  Τον φτάνει εκεί στο Σταυρό στη σμίξη παραπάνω, τον λένε τον πατέρα μου: ” πού είναι ρε;” “, α εδώ παραπάνω”. ” Μα τον σκότωσαν, μαζί με τον Μιλτιάδη”. ” τι λες ρε;” του λέει.

Ερώτηση: Για τίποτα δεν τους είχαν.

Απάντηση: Τους σκότωσαν σαν για τίποτα. Δεν τους θεώρησαν ανθρώπους. Και έφυγαν αυτοί. Μου φαίνεται ότι κατά δω ήρθαν, να πάνε στο Άργος ήθελαν.

Ερώτηση: Έχετε περιοχή Μπάρα;

Απάντηση: Πως δεν έχουμε. Είναι τα σπίτια εδώ πάνω. Τα τελευταία τα σπίτια εδώ στην άκρη.

Ερώτηση: Που, πάνω στο δρόμο;

Απάντηση: Πάνω στο δρόμο. Πηγαίνοντας για τη Μηλίτσα στον παλιό το δρόμο.

Ερώτηση: Μου έχουν πει ότι μεταπολεμικά είχαν έρθει οι Ιταλοί, και επειδή σκοτώθηκαν κάνα δυο είχανε στήσει ένα εκκλησάκι. Το ξέρετε αυτό;

Απάντηση: Οι Ιταλοί; εκκλησάκι; δεν το ξέρω αυτό, δεν υπάρχει εκκλησάκι. Ούτε και πουθενά αλλού ξέρουμε να υπάρχει εκκλησάκι.

Ερώτηση: Εντάξει. Ας προχωρήσουμε λίγο. Πείτε μου τώρα για τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί Γιατί να ‘ρθούνε πάνω στο Κωσταράζι; Δεν ήταν και εύκολο. Δρόμος υπήρχε;

Απάντηση: Θα σου πω και για αυτό. Μόλις ήρθαν οι αντάρτες εδώ, και άρχισαν να επικρατούν οι αντάρτες εδώ, οι Ιταλοί άρχισαν να φεύγουν και να πηγαίνουν με τους αντάρτες.

Ερώτηση: Α, είχατε και τέτοια.

Απάντηση: Βέβαια. Έφευγαν οι Ιταλοί, πήγαιναν με τους αντάρτες. Γίνονταν ένα τμήμα. Κι από κει που λέει τι γίνεται εδώ και έτσι οι Γερμανοί τους από τους αποξένωσαν. Τους πέταξαν έξω, και ήρθαν οι Γερμανοί εδώ. Οι Γερμανοί είχαν το εκτελεστικό. Σκότωνες έναν Γερμανό, σκότωναν αυτή ένα χωριό ολόκληρο. Αυτό γίνονταν ύστερα.

Ερώτηση: εσείς, τι; σκοτώσατε Γερμανό;

Απάντηση: Μετά, ύστερα, τι έγινε τι έγινε… Εμείς εδώ στο χωριό, είχαμε κάτι επιτροπές. Είχαν βάλει οι αντάρτες τότε επιτροπές. Λοιπόν, ήρθαν οι Γερμανοί, και βάζουν δικό τους πρόεδρο. Έβαλαν τον Λεωνίδα το Βύρο και τον Φώτη τον πρόεδρο. Οι Γερμανοί. Οι αντάρτες είχαν τα δικά τους. Και έρχονταν οι Γερμανοί, ήρθαν λίγες φορές από 20- 25 άτομα, έρχονταν στο χωριό, έκαναν μία επιθεώρηση και έφευγαν. Ύστερα τραβούν οι αντάρτες και πιάνουν δύο αυτοκίνητα μία φορά που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη. Εδώ στο Γκιόλι. Ήταν η γέφυρα στο Γκιόλι εκεί, περνούσαν από κει και πήγαινε για Θεσσαλονίκη. Ένα αυτοκίνητο Το είχαν ψάρια φορτωμένο, και ένα αυτοκίνητο γριβάδια, και το άλλο το είχαν καρύδια. Το πιάνουν οι αντάρτες εκεί, το ξεφορτώνουν, και τα φορτώνουν σε γαϊδούρια από τους Αμπελόκηπους. Και τα φέρνουν στο Κωσταράζι όλα. Τα ψάρια και όλα, τα έτρωγαν, τα μοίραζαν στο αντάρτικα αυτοί, αλλά η αλήθεια είναι ότι μοίραζαν και στον κόσμο. Είχαν κάτι οργανώσεις εδώ. Οι αντάρτες, άρχισαν Και αυτοί να επιτάσσουν κάτι πρόβατα για να τρώνε. Έλεγαν για παράδειγμα: “πόσα πρόβατα έχεις; τόσα κιλά γάλα θα φέρεις”. Ή τίποτα αρνιά που έσφαζαν και έτρωγαν. Εμείς που είχαμε βγει από το σχολείο, τότε ήταν το ’43, έρχεται ένας παππούς αυτοί που ήταν στο χωριό εκεί η επιτροπή, είχαν Πρόεδρο αυτοί από τον ΕΛΑΣ αλλά κυβερνούσαν οι παλιοί, αυτοί που είχαν το προεδρείο από πιο παλιά. Του ΕΛΑΣ ο Πρόεδρος Ήταν για τον τύπο. Κυβερνούσε ο Τζιόλας, ο Γκουντής, αυτοί ήτανε. Και το Γκουντή τον είχανε,  αυτός κλώθονταν στους αντάρτες όλο, τον είχαν στις εισπράξεις αυτόν. Και έρχεται ο Θανάσης ο  Ντίμιος μία φορά και λέει: “θα φέρεις 3 κιλά γάλα”. Αυτός δεν το έφερε το γάλα εκείνη την ημέρα. Το φέρνει την άλλη μέρα. Και να τύχει να είμαι εκείνη την ημέρα υπηρεσία εγώ. Μας είχαν από δύο άτομα μόλις βγαίναμε από το σχολείο, έστελναν κάθε μέρα αγγελιοφόρους των Γερμανών στο Βογατσικό. Στη Μηλίτσα. Να φωνάζουμε τον κόσμο από το σπίτι, τέτοια πράγματα. Υπηρεσία, να προσφέρεις υπηρεσία. Λοιπόν έρχεται ο Θανάσης ο Ντίμιος την άλλη τη μέρα, φέρνει το γάλα εκεί, του λέει ο Γκουντής: “γιατί δεν έφερες το γάλα χθες;” “ε, δεν μπόρεσα, είχα δουλειά “. “Για τιμωρία θα φέρεις άλλα τρία κιλά”. Εκεί ήταν ένας καπετάνιος από τη Μεταμόρφωση.

Ερώτηση: Ποιος ήταν; θυμάστε;

Απάντηση: Ιωσήφ λεγόταν. Τώρα το επώνυμο δεν το θυμάμαι.

Ερώτηση: Δεν πειράζει.

Απάντηση: Ιωσήφ λεγόταν. Λοιπόν, κάθεται παρακολουθεί και δεν λέει τίποτα. Ήμασταν εγώ, αυτός και ο Θανάσης ο Ντίμιος. Σηκώνεται αυτός και του λέει: “έχεις παιδιά;” μεγάλος ήταν, τα ρούχα του δεν ξεχώριζαν από τα τσουράπια που τα λέγαμε τότε. “έχω”, του λέει αυτός. “πάρε το γάλα, και ξανά να μη σε δω εδώ”, του λέει. Και λέει σε αυτόν τον Γκούντι: “το βράδυ θα τα πούμε με σένα”. Δεν μου πάει εμένα η ιδέα τι γίνεται. Τελείωσε αυτή η δουλειά, και το βράδυ αυτοί κάνουν συνέλευση.  Και τους πετάξουν όλους έξω από την επιτροπή που ήτανε. Τον Γκουντή,  τώρα ο Σιδέρης, ήταν δάσκαλος στο χωριό, και μπορεί να τους είχαν για γραφική ύλη.  Και ήταν ακόμα κάνα δυο. Τέλος πάντων. Την άλλη μέρα έβαλαν άλλους. Αυτός όμως τους φάνηκε ζόρι. Κόπηκαν αυτά που είχαν και έκαναν και επιτάξεις μαζί. γιατί τα πήγαιναν στα σπίτια τα δικά του στις επιτάξεις έπρεπε να μαζεύουνε και για τους φτωχούς. Αυτοί τον τενεκέ το σιτάρι τον πήγαιναν στα σπίτια τους όμως. Και συγκεντρώνονται μία μέρα, και φεύγουν από το χωριό, και πηγαίνουν στην Καστοριά.  Ήταν όμως και ένας αντάρτης, από κάτω από την Πελοπόννησο, Αντώνη τον έλεγαν. Τώρα το επίθετο δεν το θυμάμαι. Και πάνε στην Καστοριά με τους Γερμανούς. Και ήταν μέσα στο Φρουραρχείο το ιταλικό. Εκείνος ο Αντώνης και τούτος ο δικός μας εδώ, ήταν μέσα.  Φεύγουν από κει και πιάνουν μία οργάνωση στο Βογατσικό. Δεν ξέρω πώς τους έλεγαν. Τώρα ήταν οργάνωση, δεν ήταν, τους είχαν οι αντάρτες στο μάτι… Τους φέρνουν στο χωριό και τους τραβούν ένα ξύλο, πιο μπροστά από το τη Μεγάλη Εβδομάδα ήτανε. Ξύλο πολύ. Ένας πέθανε, ένας Τακαντζιάς. Από το ξύλο. Επί Γερμανών γίνονταν αυτά τα πράγματα τώρα. Λοιπόν έκαναν ότι έκαναν με το αυτοκίνητο, εκεί ήταν η πρώτη στάση που τους πήγαιναν, και μετά έκαναν ότι έκαναν οι αντάρτες. Αυτό ήταν το φυλάκιο. Στο χωριό το δικό μας. Λοιπόν, τους πήραν οι Γερμανοί, τους φέρνουν πάνω στο χωριό οι αντάρτες, μα τι ξύλο έφαγαν. Τόσο πολύ ξύλο, που ένας θυμάμαι γιατί ήμασταν υπηρεσία εκεί, μας είχαν βγάλει έξω εμάς,  αλλά ακούγονταν μέσα που χτυπούσε, πολύ ξύλο.

Ερώτηση: Που τους χτυπούσαν;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι. Στο σχολείο μέσα. Και πήγαιναν από μία βρύση που περνούσε έξω από το σχολείο, που είχε νερό, βγήκαν με τα τενεκεδάκια αυτά,  με τις κονσέρβες και έπαιρναν νερό, και τους έριχναν νερό να συνέλθουν. Τους έριχναν νερό οι αντάρτες εκεί, συνέρχονταν λίγο, άντε πάλι άιντε πάλι ξύλο. Το μεσημέρι πάλι ξύλο. Τέλος πάντων, όσο τους έδειραν. Πέρασε η προθεσμία, τους απελευθέρωσαν και αυτούς. Ο Τακαντζιάς πέθανε. Ήταν καρδιακός, πέθανε. Και οι Γερμανοί τα γράφουν όλα αυτά. Και ήρθαν στο χωριό ύστερα, για να μας εκτελέσουν όλους.

Ερώτηση: Πότε ήρθαν;

Απάντηση: Το ’43 ήρθαν. Να πούμε πρώτα για τον παπά. Το ’43 ήρθαν στο χωριό οι Γερμανοί. Το προηγούμενο βράδυ πέρασαν όμως οι αντάρτες από το χωριό. Μάζεψαν τίποτα ψωμιά τίποτα τέτοια πράγματα, φαγώσιμα. Μάζεψε και ο Πάπας, και δικά του και άλλων. Ήταν αρχηγός. Λοιπόν, ήρθαν οι Γερμανοί το πρωί. Πρώτα πέρασαν από τον άλλον παπά που είχαμε τον παπα- Θανάση. Αυτός ο Πάπας είχε σπίτι στην άκρη. Του χτύπησαν την πόρτα, βγήκε και τους είπε: ” δεν ξέρω τίποτα εγώ. Δεν είμαι ο παπάς εδώ. Άλλος είναι ο εφημέριος εδώ. Εγώ είμαι αλλού, σε άλλη εκκλησία.” Τέλος πάντων, πήγαν βρήκαν τον τοπικό τον παπά, και του λένε: “μάζεψες ψωμί;” ενώ ήξεραν ότι μάζεψε ψωμί. Προδόθηκε η δουλειά. Η αιτία ήταν. Τον είχαν για καθάρισμα τον παπά. Αυτός έλεγε “όχι”. Τον πήραν τον παπά. Τον πήγαν στο σπίτι του. Του είπαν να βάλει φωτιά στο σπίτι του. Το έκαψε το σπίτι ο παπάς. Τον πήραν από κει, τον πήγαν πέρα στο βουνό εκεί στην άκρη, και τον σκότωσαν ήταν με πέτρες. Ιούλιο με Αύγουστο ήτανε. Το καλοκαίρι το ’43. Το ’44 έκαναν και αυτά τα κακά που έδειραν τους Βογατσιώτες. Αυτό που έγινε με τα ψάρια και τα αυτοκίνητα που τα ξεφόρτωσαν. Αυτοί τα έγραφαν όλα. Και πόσα άλλα. Και ύστερα ένας λόχος η τάγμα, τι ήταν από την Κορησό, και ένα άλλο ήρθε από τη Νεάπολη.  Είχαν ένα πρόσταγμα. Όποιος μπει πρώτος μέσα, αυτός έχει τη διοίκηση της καταστάσεως. Ό,  κι αν συμβεί. Ο άλλος θα ακολουθήσει. Λοιπόν, και ξεκινάει και ήρθε από την Κόρινθο το πρώτο τάγμα αυτό, σε αναζήτηση ομάδας πέρασε από τα δικά μας τα βουνά εκεί…

Ερώτηση: Ήταν αυτό πότε ήταν αυτό;

Απάντηση: Τη μεγαλοβδομάδα του ’44 ήτανε. Και ήρθε στο χωριό επάνω. Ο κόσμος ούτε ήξερε κανένας. Άρχισαν να ρίχνουν με τα πολυβόλα.

Ερώτηση: Οι αντάρτες δεν είχαν πάρει χαμπάρι για να ειδοποιήσουν τον κόσμο;

Απάντηση: όχι, δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Δεν θα πήραν χαμπάρι φαίνεται. Λοιπόν, έφυγε ο κόσμος στα άλλα κόμματα κατά δω κατά κει, σκότωσαν και ένα παιδί. Τον Τσότσο.  Έκανε να τρέξει στα Καλύβια εδώ πιο κάτω. Ήταν δύο χρόνια πιο μικρός από μένα. Τον χτύπησαν εκεί. Το σκότωσαν το παιδί. Λοιπόν, ήρθαν στο χωριό αυτοί, ζητούσαν τους μυλωνάδες.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν οι μυλωνάδες;

Απάντηση: Ο Μότσιος ο Ανδρέας, και ο άλλος Δημήτριος Γαύρος. Είχαν το μύλο με πετρέλαιο. Αυτός ο μυλωνάς ήταν πλούσιος κρατιόταν καλά, και είχε αγοράσει ένα ράδιο. Προπολεμικά. Το μόνο ράδιο που υπήρχε στο χωριό τότε. Το δικό του ήτανε. Και ποιος ήξερε από τέτοια πράγματα τότε, όλο αγγλικά μιλούσε αυτό. Και το έβαζαν στο χωριό τότε να ακούν όλοι.

Ερώτηση: Ποιανού ήτανε;

Απάντηση: Ο Μότσιος. Και ύστερα ήρθαν οι αντάρτες, το ζήτησαν, και το πήραν το ράδιο. Και πήγαιναν τις μπαταρίες και τις γέμιζαν στο μύλο. Για να έχουν οι αντάρτες. Ο Λεωνίδας ο Βύρος με τον Φώτη τον Τομόπουλο πρόδωσαν τη δουλειά. Λοιπόν. Τέλος πάντων, αυτοί, οι Γερμανοί, έψαχναν τούς μυλωνάδες να βρουν να τους καθαρίσουν. Λοιπόν, ο ένας ο μυλωνάς, αυτός που ήταν πλούσιος, έφυγε αυτός. Με τον παραμικρό που έβλεπε κρύβονταν να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Ναι αλλά, εδώ μου λες ότι σας έπιασαν στο ξαφνικά δεν ξέρετε ό τι θα ‘ρθουνε. Πως κατάφερε και έφυγε αυτός;

Απάντηση: Όλοι προφυλάγονταν τότε. Δεν προειδοποιούσε κανένας. Όλοι προφυλάγονταν. Αλλά, αυτοί οι πλούσιοι έφευγαν, το βράδυ κοιμόνταν έξω. Πήγαιναν στα μαντριά κατά δω, κατά κει… Δεν ειδοποιούσε κανένας. Αν ειδοποιούσαν θα έφευγαν περισσότεροι. Δεν ήξεραν. Μπορεί να ξέρουν ότι θα ρθούν, αλλά πότε και πώς… Δεν ήξερε κανένας. Τώρα, αν το ήξεραν οι αντάρτες και δεν το λέγαν, άλλο θέμα αυτό. Τέλος πάντων. Και ήρθαν αυτοί και ζητούσαν τους μυλωνάδες. Αυτός ο ένας ο φουκαριάρης είχε ένα αμπέλι εδώ κάτω. Και μόλις ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, του φόρεσαν ένα πουκάμισο άσπρο, από πάνω μέχρι κάτω, και ήρθε μέχρι τα βουνά εδώ κάτω, εδώ. Και φώναζε: “μη φοβάστε οι Γερμανοί δεν πειράζουν κανέναν”.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός;

Απάντηση: Αυτός ήταν ο Δημήτριος ο Τσιτσής. Πέθανε τώρα. Θα ήταν τότε 40- 42 χρονών. Και τον έβαλαν ένα άσπρο πουκάμισο οι Γερμανοί και του είπα να τρέχει να φωνάζει στα σπίτια ότι δεν θα πειράξουν κανέναν. Ήρθαν αυτοί μέσα στο χωριό, και μετά αυτός βρήκε το Μυλωνά. “Δημήτρη έλα στο χωριό, δεν σε πειράζει κανένας”, του λέει. Γελάστηκε ο φουκαράς και ήρθε αυτός. Τον πήραν αυτοί και αρχίσαν τις ερωτήσεις: “γεμίσατε τις μπαταρίες;” “Όχι”. Κατσαρίδα τον είχαν και για εκτέλεση. Ήθελαν κάτι να παρουσιάσουν και αυτοί. Τον γύρισαν στο χωριό να μαζέψει ψωμιά,  του έδινε ο κόσμος αυγά, να τους καλοπιάσουν… Το απόγευμα τον βάζουνε μπροστά στο εκτελεστικό και τον σκότωσαν ούτε εκεί. Όπως σκοτώνουν το σκυλί. Μπαμ- μπαμ τον έριξαν, τον σκότωσαν. Πάει ο άνθρωπος. Τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Αυτό δεν μου είπατε, όλη την ώρα αυτή, ο κόσμος που ήτανε;

Απάντηση: Ο κόσμος ήταν μέσα στο χωριό. Σκότωσαν τον Μυλωνά, και κοιμήθηκαν το βράδυ εκεί. Οι Γερμανοί. Α, ξέχασα να πω όμως, όταν ήρθαν αυτοί από την Κορησό, το Τάγμα αυτό, ή έχετε κι άλλο από τη Νεάπολη το Τάγμα. Τούτο δω ήρθε με άρμα. Ήρθαν μέχρι το λατομείο, μέχρι εκεί είχαν φτάσει. Ως τα αλώνια ήρθαν. Ήρθαν και αυτοί απάνω, και αυτοί από τη Νεάπολη μας είχαν για εκτέλεση. Όλο το χωριό, ό, τι έβρισκαν. Να καθαρίσουν. Αλλά, εκείνος είπε: “εγώ δεν βρήκα καμία αντίσταση. Δεν θα πειράξω κανέναν”. Και έτσι έκανε. Το βράδυ ήρθαν και ενώθηκαν πάνω στο χωριό. Άρχισε να φωνάζει το πρωί άρχισαν να φωνάζουν: “όλος ο κόσμος θα βγει στου Μπέλλου την γκορτσιά”. Ένα μέρος που το έχουμε εδώ πέρα. Στην Τρανή τη στράτα ακριβώς”. Την προηγούμενη είχανε σκοτώσει τον Γαύρο. “Όποιος βρεθεί μέσα στο χωριό Θα εκτελεστεί”. Άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες και να τους βάζουν στη γραμμή. Τους Έβαλαν σε δύο παρτίδες, σε δύο σειρές. Το πολυβόλο στημένο, όλα έτοιμα για σκότωμα. Όλα τα γυναικόπαιδα μας είχαν στημένους πιο δίπλα. Λοιπόν, λοιπόν στο χωριό έμεινε ο παππούς ο Τσούκρας. Ήταν κουτσός ο άνθρωπος αυτός. Και ο παππούς ο Αναγνώστου ο Τσούμπος. Του Τσούμπου ο πατέρας. Τον Τσούκρα τον βρήκαν και τον σκότωσαν εκεί. Ο Αναγνώστου έκανε κατά κάτω, δεν μπορούσε να ‘ρθει την ανηφόρα σε μας. Τον σκότωσαν κι αυτόν εκεί. Πήγε για να βγει στο πηγαδάκι. Στο πηγαδάκι τον σκότωσαν. Άρχισαν να βάζουν φωτιά οι Γερμανοί μετά, όλο το χωριό. Εν τω μεταξύ, τους μαζεμένους άντρες τους ρώτησαν: “θέλετε να ακολουθήσετε τους Γερμανούς, εμάς; ή θα σας εκτελέσουμε;” Κάποιοι είπαν ότι θα ακολουθήσουν. Τους ξεχώρισαν. Πήραν τους άντρες πήραν και ότι βρήκαν από γενήματα και ζώα, ακόμα και ρούχα. Ήταν και οι κομιτατζήδες εν τω μεταξύ μαζί τους. Αυτοί έκαναν το πλιάτσικο. Οι Γερμανοί δεν είχαν ανάγκη τα τσουράπια. Τα μαζέψαν αυτά όλα, και ξεκίνησαν έφυγαν και τα κάτω. Ο Κουτούμπας ήταν σαν Αρκουδότρυπα, αντάρτης. Ήθελε να ρίξει από κει με το όπλο του. Τον σταμάτησαν οι άλλοι. “θα σκοτώσεις τον κόσμο όλο”, του είπαν. Άλλο κακό τώρα. Ο Αργύρης ο Αδάμος ήταν στο Γέρμα. Ούτε οι αντάρτες ήξεραν ότι θα ‘ρθουν οι Γερμανοί. Γιατί όπως συζητούσαν τα καθέκαστα το βράδυ, κάνα δεκαριά αντάρτες, και έστειλαν τον Αργύρη στο χωριό να δουν αν είναι οι Γερμανοί εδώ στο χωριό. Στα Ρόβια είχαν σκοπιά εκεί από πάνω. Λοιπόν ο Αργύρης παρακολουθούσε κι από πάνω. Ήθελε να πιάσει τον Θεοχάρη. Πήγε εκεί κοντά και είδε τον Γερμανό. Τον είδε και ο Γερμανός. Ο Αργύρης είχε και το τουφέκι. Aλτ! Του είπε ο Γερμανός. Τρέχει ο Αργύρης κάτω Μιχαλάκα το σπίτι κατά κάτω, και κατάφερε να φύγει και τα μαντριά, κατά κει. Εκεί έκατσε όλη νύχτα και τον έχασαν. Δεν τον βρήκαν. Αν τον έβρισκαν τον Αργύρη τον αντάρτη, θα μας είχαν σκοτώσει όλους. Και έφυγαν ύστερα οι Γερμανοί. Μάζεψαν ό, τι βρήκαν, και έφυγαν. Πέρασαν από τον αχυρώνα, από όπου περνούσαν, έβαζαν φωτιά, τα έκαψαν όλα.

Ερώτηση: Στην Τρανή τη στράτα πού σας είχαν μαζεμένους όλους, τι έγινε εκεί;

Απάντηση: Εκεί δεν πυροβόλησαν.

Ερώτηση: Ξέφυγε κανένας από την Τρανή τη στράτα; μπόρεσε να ξεφύγει κανείς; ξέρετε;

Απάντηση: Αυτό δεν το ξέρω.

Ερώτηση: Αυτοί που είχαν μαζέψει οι Γερμανοί στην Τρανή τη στράτα, με σκοπό να τους εκτελέσουν, πώς δεν έγινε το κακό; γιατί δεν τον σκότωσαν;

Απάντηση: Αυτό το τμήμα που ήρθε πρώτα από την Κορησό, είπε ότι δεν βρήκε καμία αντίσταση, καμία αιτία. Ενώ αυτοί που ήρθαν από τη Νεάπολη ήρθαν οπωσδήποτε να εκτελέσουν κόσμο. Δεν άφησαν και τον αντάρτη να πυροβολήσει ούτε μία φορά για να μην ακουστεί τίποτα. Έτσι γλίτωσαν οι άνθρωποι του χωριού. Όχι, όχι όχι. Δεν πείραξαν κανέναν. Και μόλις οι άντρες είπαν ότι θα τους ακολουθήσουν, τους ξέδεσαν τα μάτια γιατί τους είχαν δεμένους με μαντήλια. Τους κατέβασε μετά ο Στρατός κάτω στο δρόμο, τους ανέβασαν μες στα φορτηγά, και τους πήραν στην Καστοριά.

Ερώτηση: Το χωριό όμως το είχανε κάψει;

Απάντηση: Η φωτιά έκαιγε το χωριό. Εγώ το δικό μου το σπίτι το έβλεπα που καιγόταν.

Ερώτηση: Τους άντρες τους πήραν στην Καστοριά. Και τι έγινε εκεί;

Απάντηση: Τι έγινε εκεί; εκεί τους πήραν και έκατσαν… δεν θυμάμαι πόσες μέρες αλλά έκατσα αρκετά. Κάνα μήνα πρέπει να έκατσαν μέσα. Και εκεί τι έκαναν όμως; τους κρατούσαν τους άντρες εκεί πέρα, αλλά όταν γίνονταν κανένα συμβάν, τους έπαιρναν και τους εκτελούσαν για αντίποινα. Αυτό ήταν το κακό που είχαν αυτοί. Γιατί εδώ, στο Βογατσικό, ξέχασα να σου πω, είχαν έρθει μία δόση στο Βογατσικό οι Γερμανοί. Είχανε πάρει τον Μπάγγο που τον είχαμε εμείς διδάσκαλο εδώ στο χωριό πάνω. Οι Γερμανοί πήγαν εκεί και τα παιδιά έφυγαν και κρύφτηκαν. Τους έπιασαν στην Μπάνια κάτω, και τους πήραν τους εκτέλεσαν, τους κρέμασαν στην Κλεισούρα. Στην Κλεισούρα είναι κρεμασμένοι. Στο Βογατσικό οι Γερμανοί έκατσαν μια- δυο μέρες. Και πηγαινοέρχονταν με τις μοτοσυκλέτες. Και τους στήνουν ενέδρα ο Τσιώρας από το Βογατσικό, γιατί τον έβαλαν οι αντάρτες να πυροβολήσει τους Γερμανούς. Αυτός όμως φοβήθηκε να το κάνει αυτό, και αυτοί ήρθαν και τον πυροβόλησαν μακριά, από την αχυρώνα. Πήγαν οι Γερμανοί στο Βογατσικό, γύρισαν πίσω έβαλαν φωτιά στη Λάγουρα, του Στέργιου τη γυναίκα. Την έκαψαν στο αλώνι. Την βρήκαν καμένη. Τώρα πώς έκαναν… Την σκότωσαν και την έκαψαν… Ή κάηκε… Πήγαν μέσα στο Βοτάνι, και ένας Λαγουρινός, τον βρήκαν στον ποτάμι πάνω του στο Βοτάνι τον σκότωσαν και αυτόν, έκαψαν και το Βοτάνι, και φύγανε πάνω στο Σκαλοχώρι.

Ερώτηση: Αυτοί οι άνθρωποι που τους πήραν ομήρους, στην Καστοριά, επέστρεψαν πίσω;

Απάντηση: Επέστρεψαν. Όλοι.

Ερώτηση: Πότε;

Απάντηση: Ύστερα από κάνα μήνα επέστρεψαν.

Ερώτηση: Λοιπόν εσείς τότε, είστε στην Τρανή τη στράτα, έκαψαν το χωριό, πήραν τους άντρες και έφυγαν. Τι κάνετε εσείς οι υπόλοιποι, τι κάνατε;

Απάντηση: Ήρθε μία διαταγή μάλλον εκείνες τις ώρες: “θα φύγετε από το χωριό”.

Ερώτηση: Δεν γυρίζονται στο χωριό;

Απάντηση: Στάσου. Ο κόσμος πήγε στα μαντριά εδώ κάτω, στη Μηλίτσα, στο Μαύροβο, στους Αμπελόκηπους…

Ερώτηση: Εγώ σας λέω για εκείνη τη μέρα Τι έγινε. Τι κάνατε. Μετά. Μετά που έγινε το κακό. Εκείνη τη μέρα Γυρίσατε στο χωριό σας;

Απάντηση: Πήγαμε Να σβήσουμε το χωριό, τα σπίτια. Πως δεν πήγαμε;

Έρωτηση: Τα καταφέρατε;

Απάντηση: Πώς να τα καταφέρουμε; με τι να τη σβήσεις τη φωτιά τότε;

Ερώτηση: παρόλα αυτά, ώσπου να ‘ρθει η διαταγή αυτή, που σας εκτόπισε ας πούμε, εκεί πάνω δεν ζούσατε εσείς που ζούσατε; εκεί πάνω ζούσατε;

Απάντηση: Όχι. Εκτοπιστήκαμε και κατεβήκαμε στη Μηλίτσα.

Ερώτηση: Αμέσως;

Απάντηση: Αμέσως. Από την άλλη μέρα άρχισε να φεύγει ο κόσμος. Αφού έλεγαν ότι όποιον βρουν πάνω στο χωριό Θα εκτελεστεί. Παράδειγμα στη Μηλιά, είχε κάποιος δύο δωμάτια, το έλεγαν ότι υποχρεωτικά στο ένα θέμα είναι αυτός και στο άλλο θα φιλοξενήσει τους Κωσταραζινούς.

Είχαν επιτάξει και τα σπίτια. Βέβαια. Δεν μπορούσαν να πουν όχι, θα έβρισκαν τον μπελά τους αυτοί ύστερα.

Ερώτηση: Γιατί απαγορεύονταν αυτό, γιατί απαγορεύεται να γυρίσετε πίσω στο χωριό;

Απάντηση: Όταν έφυγαν οι Γερμανοί πήγαμε. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να πάμε. Τότε, Εκείνο το διάστημα έφυγαν μία φορά από την Καστοριά. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, οι αντάρτες μπήκαν μέσα στην Καστοριά.

Εμείς είχαμε ένα χωράφι, και θερίζουμε εκεί. Βλέπουμε πάλι στη Λάγουρα τα τρίκυκλα αυτών και λέμε ήρθαν οι Γερμανοί. Και πιάνουν τον Ρόσιο και άλλους μαζί και τους πάνε στη Γερμανία. Έκατσαν ακόμα ένα μήνα περίπου, και μετά έφυγαν. Αλλά από δω, φάλαγγες τα πρόβατα και τα ζώα τα μετέφεραν. Τώρα που τα πήγαιναν… Στο Αμύνταιο όταν πήγαιναν και τα φόρτωναν… γελάδια, όλα. Είχαν ρημάξει τον τόπο όλο. Δεν άφησαν τίποτα.

Ερώτηση: Α, μάλιστα. Έχετε πάρει καμία αποζημίωση; έχετε πάρει τίποτα;

Απάντηση: Τίποτα από το ελληνικό κράτος.

Ερώτηση: Ούτε από το ελληνικό κράτος: Αργότερα;

Απάντηση: Τίποτα. Τίποτα. Από το ελληνικό κράτος, μας έδωσαν κάτι ξύλα κάτι τέτοια, τότε στην Αυτοστέγαση. Κάναμε κάποια πράγματα τότε, αλλά στο δεύτερο αντάρτικο ύστερα, το κάψαν και οι αντάρτες και τελείωσε η υπόθεση. Και κακώς που καθόμασταν κι εμείς εκεί.

Ερώτηση: Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας, πάρα πολύ όμως.

Απάντηση: Εγώ σε ευχαριστώ. Κι άλλα άμα θέλεις κι άλλα θα σου πω.

Συνέντευξη Αγνής Αδάμου

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος Γέννησης 1931

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Αγνή Γκάσα. Του πατέρα μου Γκάσα. Τούτο Αδάμου.

Ερώτηση: Αδάμου λοιπόν του συζύγου σας, Γκάσα το δικό σας. Ο πατέρας σας ποιος ήταν;

Απάντηση: Δημήτρης. Ήταν ένας άνθρωπος νοικοκύρης. Η μάνα μου Κωνσταντίνα.

Ερώτηση: Ωραία. Τι δουλειά έκαναν οι γονείς σας;

Απάντηση: Οι γονείς μου με τα χωράφια ζούσαμε. Πρόβατα δεν είχαμε.

Ερώτηση: Πάνω στο Παλιό Κωσταράζι;

Απάντηση: Στο Παλιό το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: Εγώ γεννήθηκα το ’31 πάνω στο Παλιό το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Πείτε μου σας παρακαλώ, εκεί… εκεί πήγατε σχολείο;

Απάντηση: Εκεί.

Ερώτηση: Μέχρι ποια τάξη;

Απάντηση: Εγώ πήγα μέχρι πέμπτη τάξη. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και δεν είχαμε σχολείο.

Ερώτηση: Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος εννοείτε.

Απάντηση: Ναι, τότε. Εγώ πήγα εκεί ήμουν καλή μαθήτρια. […]Ήμασταν πολύ φτωχοί. Ένα τζάκι είχαμε. Πολλές φορές το βράδυ επειδή δεν είχαμε κουβέρτες, η μάνα μου σήκωσε το χαλί από πάνω μας για να μην κρυώνουμε. Τόσο φτώχεια.

Ερώτηση: Να σας ρωτήσω λίγο για το σχόλιο που πηγαίνατε, το μάθημα πώς γινόταν, είχατε βιβλία;

Απάντηση: Δεν είχαμε. Εγώ έπαιρνα από τρία παιδιά και διάβαζα το βιβλίο. Το αναγνωστικό. Αλλά, ό, τι έπαιρνα από το δάσκαλο. Δεν μας έδιναν. Εγώ δεν είχα βιβλίο. Πότε. Ένα τετράδιο είχα, σε ένα τετράδιο έγραφα και τις αριθμητικές, έγραφα… εκεί σ’ ένα τετράδιο. Δεν είχαμε παράδες εμείς, μόνο φτώχεια. Τα άλλα τα παιδιά είχαν. Εγώ δεν θέλω το κουτί δεν ξέρω τώρα εγώ είχα ένα παιδί, Γιάννη τον Κόντη, δεν ξέρω ζει- δεν ζει τώρα, αυτός μου το έδινε το βιβλίο. Πρώτος μαθητής ήταν. Μου έλεγε: “έλα τώρα Αγνή, θα βάλω το βιβλίο εκεί στην πόρτα, να περάσεις να το πάρεις να διαβάσεις πρώτα εσύ. Και να πάω εγώ να μην είναι κρυφά με τον και μετά εγώ. Να μη δουν οι γονείς”. Κρυφά μου το έδινε. Έτσι τα έμαθα τα γράμματα εγώ.

Ερώτηση: Μάλιστα. Όμως εσείς παίζατε σαν παιδιά.

Απάντηση: Ναι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.

Ερώτηση: Εσείς όμως σαν παιδιά περνούσατε καλά. Σε σας ένοιαζε ούτε η φτώχεια, ούτε τίποτα. Τι παιχνίδια παίζατε τότε; θυμάστε;

Απάντηση: Εδώ με τα παιδιά παίζαμε με την πέτρα. Έξω παίζαμε. Μέσα δεν ξέρουμε να παίζουμε τίποτα. Μετά ελιοκόκκαλα παίζαμε. Τρώγαμε δύο ελιές τη μέρα και μαζεύαμε τα ελιοκόκκαλα. Και τα πετούσαμε πέρα, ποιος θα το πετάξει πιο μακριά θα κερδίσει.

Ερώτηση: Πάρα πολύ κάνατε.

Απάντηση: Τέτοια κάναμε. Άλλο δεν είχαμε. Ύστερα, εμείς που ήμασταν οι κοπέλες οι τρανές, φτιάχναμε μια σούμκα με κουρέλια. Δεν αφήνουμε κανένα ρούχο μέσα. Είχα εγώ την Κασσιανή, ήταν η μάνα της πλούσια. Μέχρι σεντόνια κόβαμε. Να κάνουμε τη σούμκα, να κερδίσουμε.

Ερώτηση: Και τι την κάνατε τη σούμκα;

Απάντηση: Είχαμε μία πέτρα τέτοια τρανή εδώ, και κάποιος κάθονταν και τη φύλαγε. Εμείς πετούσαμε τη σούμκα για να τη ρίξουμε την πέτρα. Μετά καθόταν φίλε και κάποιος άλλος. Τέτοια παιχνίδια είχαμε. Δεν είχαμε άλλα παιχνίδια. Και μην της πεις κανένα χοντρή και με τις πέτρες. Εκεί είχαμε μία τέτοια πέτρα χοντρή, και εμείς είχαμε από μία λιαμπάδα. Και πετούσαμε. Και οποίος έβγαινε μπροστά, κέρδιζε. Τέτοια πράγματα. Δεν είχαμε άλλο τίποτα. Το βράδυ μαζευόμασταν, πλέκαμε, κεντούσαμε… Βράζανε καλαμπόκια οι μπάμπες. Δεν είχαμε τίποτα άλλο.

Ερώτηση: Καλά περνούσατε όμως καλά;

Απάντηση: Φτωχικά. Ζούσαμε όμως. Μαζευόμασταν παρέες- παρέες. Πήγαινα και εγώ με τη μάνα μου πολύ. Όλες μαζί ξενυχτούσαν. Έκλεψαν, έπλεκαν, έφτιαχναν πολλά… Μαζευόμασταν. Αυτά. Τίποτα άλλο.

Ερώτηση: Τώρα, τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου τη θυμάστε;

Απάντηση: Στις 28 Οκτωβρίου; με την Ιταλία;

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Την θυμάμαι πολύ καλά.

Ερώτηση: Πείτε μου τι έγινε. Γιατί ήσασταν και 10 χρόνων σχεδόν, ε;

Απάντηση: Ε πώς δεν ήμουνα. 10 χρονών και πάνω. Κηρύχθηκε ο πόλεμος, έφυγε ο αδερφός μου φαντάρος…

Ερώτηση: Ας αρχίσουμε από την αρχή. Εκείνη τη μέρα, πώς μάθατε πως μάθετε ότι κηρύχτηκε πόλεμος;

Απάντηση: Χτύπησαν οι καμπάνες. Χτύπησε η καμπάνα στο χωριό, μαζεύτηκε ο κόσμος όλος, και έπρεπε πάνε με άντρες στον πόλεμο.

Ερώτηση: Έγινε επιστράτευση αμέσως.

Απάντηση: Επιστράτευση. Αμέσως. Ο αδερφός μου ο Νίκολας έφυγε, και εμείς δεν είχαμε τίποτα. Όλες οι γυναίκες κοίτα και που ένα είχαν και από ένα ζευγάρι κάλτσες στο σπίτι. Έφτιαχνα για τα κορίτσια τότε προίκα. Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Μόνο φτώχεια. Και εγώ δεν θα σας παντρέψω καμιά φορά η μάνα μου θυμάμαι έκλαιγε και έλεγε ότι δεν θα μας παντρέψει καμιά φορά δεν είχαμε τίποτα. Όλοι είχαν από ένα ζευγάρι τσουράπια. Εμάς τώρα ο αδερφός μου πώς να φύγει;  να μου σκεφτούν τα πόδια του, πώς να το κάνει; και πήραμε από μία ξαδέρφη του πατέρα μου, τρανή κοπέλα ήταν αυτή, και πήραμε δύο ζευγάρια. Εμείς σαν άρχισε να χτυπάει η καμπάνα, στην εκκλησία, μας λέει ο παπάς: “όσα εξωκλήσια είναι, να πάμε να κοιμηθούμε εκεί”. Σηκωθήκαμε εμείς όλοι, εγώ ήμουν μικρή αλλά ήμουν δραστήρια. Τότε δεν φοβόμουν τίποτα. “πού θα πάμε πρώτα, αφέντη;” τον ρωτάω. Αφέντη τον λέγαμε τον παπά εμείς τότε. “Θα πάμε απάνω στον Προφήτη Ηλία”.

Ερώτηση: Ποιος παπάς ήταν;

Απάντηση: Ήταν ο Παπα- Άνθιμος.  Πού θα πάμε, πάνω στον Προφήτη Ηλία πρώτα. Φορτωθήκαμε γάστρες… Από εκεί φαίνεται και η Αλβανία που μας κάνουν τον πόλεμο οι Ιταλοί. Κατάλαβες; εκεί θα πάμε πρώτα. Άντε και ακούγαμε τα όπλα όλη νύχτα εκεί που μαζευτήκαμε. Με τα γκιούμια το νερό, τα σκαφίδια που ήταν φτιαγμένα με ξύλο, πήραμε και ζύμωσαμε λειτουργιές εκεί πάνω. Τις ψήσαμε εκεί το πρωί, σηκώσαμε ύψωμα και λειτουργήσαμε. Ακούγαμε τα όπλα το πρωί, και ο παπάς φώναζε: “εμείς θα νικήσουμε!” πολύ καλός παπάς. Μετά ξεκινήσαμε, πήγαμε από τον Προφήτη Ηλία στον Αη- Θωμά, στις άλλες εκκλησίες και ανάβαμε τα καντήλια. Και προσευχόμασταν. Μετά, μας μάζεψαν και μας ανακοίνωσαν ότι πρέπει να πλέξουμε κασκόλ γάντια κάλτσες φανέλες για τον πόλεμο. Όλοι είχαν πρόβατα. Όσοι είχαν μαλλιά, τα πήρα για τον πόλεμο. Μόνο εμείς δεν είχαμε.  Όλοι είχαν πρόβατα και έδωκαν το μαλλί. Ήταν και κακός καιρός, χειμώνας. Πάει όλο το χωριό. Πάμε και το ζεματίζουμε το μαλλί. Πάνω στο παλιό το χωριό είχαμε πολύ νερό. Και εκεί που μαζεύαμε τα πρόβατα ήταν τόσο πολύ νερό, που πλέναμε βελέντζες… Και τα στεγνώναμε τα μαλλιά. Όσοι δεν μπορούσαν να τα στεγνώσουν και έξω, τα περνάμε μέσα στις σόμπες. Πήρα εγώ, επειδή καίγαμε σόμπα μέρα-νύχτα, είχα πάρει τόσο μαλλί, που το κρεμάσαμε παντού. Να στεγνώσει στα γρήγορα και να το γνέσουμε. Το λανάραμε, το γνέσαμε και πλέκαμε φανέλες, πλέκαμε κασκόλ, και πλέκαμε γάντια. Έχω φτιάξει εγώ γάντια… Πολύ έπλεκα. Ήμουν πολύ δραστήρια, δεν φοβόμουν τη δουλειά, δούλευα. Πολύ. Πλέκαμε και τα στέλναμε στο στρατό.

Ερώτηση: Πώς τα στέλνετε;

Απάντηση: Ήταν εδώ από το στρατό και τα έπαιρναν.

Ερώτηση: Πέρα από αυτό η ζωή σας εσάς σαν παιδάκι, πως ήταν η ζωή σας; Το σχολείο σταμάτησε;

Απάντηση: Ναι, σταμάτησε το σχολείο.

Ερώτηση: Και τι κάνατε;

Απάντηση: τι να κάνουμε; στα χωράφια. Όπου πήγαν οι γονείς μας πηγαίναμε και εμείς. Όσοι είχαν πρόβατα πήγαινα στα πρόβατα. Ο πατέρας μου και η μάνα μου μας έβαζαν στο κουσέρι. Ήμασταν μικροί. Στη μία τη μέρα έναν μικρό και έναν τρανό, και στην άλλη το ίδιο. Οι τέσσερις πηγαίναμε με το κουσέρι. Οι άλλοι ήταν με τα ποδάρια. Ήταν μεγάλα τα παιδιά τα άλλα. Ο Νίκολας ήταν μεγάλος, είχε πάει φαντάρος, ο άλλος ήταν ακόμα μικρότερος, ήταν 18. Αυτοί ήταν με τα πόδια. Εμάς μέσα στα κουσέρια μας έβαζαν. Πηγαίναμε στα χωράφια. Ό, τι είχε ο καθένας, όπου ήταν ο καθένας. Έτσι περνούσαμε. Δεν είχαμε ζωή άλλη.

Ερώτηση: Θυμάστε τους Ιταλούς στο χωριό;

Απάντηση: Πως δεν τους θυμάμαι. Ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, οι άντρες δεν ήταν εκεί.

Ερώτηση: Πώς έτσι;

Απάντηση: Οι άντρες όλο έφευγαν. Φοβούνταν από τους αντάρτες, φοβούνταν από τους Ιταλούς, από… Από όλες τις μεριές. Γιατί το χωριό μας ήταν ανταρτοχώρι.

Ερώτηση: Ε, τότε γιατί να τους φοβούνται τους αντάρτες;

Απάντηση: Να πεις ότι  φοβούνταν από όλους. Όλοι ρωτούσαν που ήταν όλοι. Τον Ιταλό Τι να τον πεις; είχαμε κατασκόπους μέσα στο χωριό.

Ερώτηση: Κατάλαβα.

[…]

Ερώτηση: Θυμάστε τη μέρα… οι Ιταλοί έρχονταν στο χωριό και τι έκαναν;

Απάντηση: Έκαναν πλιάτσικο οι Ιταλοί. Όχι τόσο Ιταλοί, παρά είχαν Βούλγαρους μέσα.

Ερώτηση: Είχαν κομιτατζήδες.

Απάντηση: Είχαν κομιτατζήδες από τα γύρω τα χωριά. Γιατί και εμείς, το δικό μας το χωριό, πριν έρθουν οι Ιταλοί εδώ, αυτά τα χωριά τα κομιτατζίδικα, πήγαινε ο δικός μας ο κόσμος από το χωριό και τα πλιάτσκωναν. Έπαιρναν ρούχα, έπαιρναν πράγματα, ότι έβρισκαν. Και μας είχαν γινάτι αυτοί. Και έτσι έρχονταν εδώ. Και έκαναν τα ίδια. Ναι. Ήρθανε έμασαν κότες αυτοί, σε ένα σπίτι σε ένα σπίτι πέρα, η πεθερά μου είχε μεγάλο καζάνι, είχαν μεγάλο σπίτι είχαν πρόβατα είχα μουλάρια είχαν από όλα. Ήταν τακτοποιημένοι άνθρωποι. Της το πήραν το καζάνι και έβραζαν τις κότες εκεί.

Ερώτηση: Πώς τη λέγανε την πεθερά σας;

Απάντηση: Κωνσταντίνα Αδάμου. Πήγαμε εμείς με τον πατέρα μου στο σπίτι μας και μας έδωσε ένας Ιταλός κουτάλια και πιρούνια. Τα είχε πάρει ο Ιταλός τα κουτάλια και τα πιρούνια, και σαν μας είδε με φτώχεια μεγάλη, μας τα έδωσε. Λέει ο πατέρας μου “από που τα πήρε αυτά τα κουτάλια και μας τα δίνει εμάς ο Ιταλός;” πηγαίνουμε στο σπίτι και κοιτάζουμε, ήταν τα δικά μας! Ύστερα οι Ιταλοί, έκαναν τι έκαναν, έφαγαν ήπιαν, σηκώθηκαν και έφυγαν. Έβαλαν φωτιά στο χωριό. Έκαψαν μία φορά. Όμως έκαψαν λίγα πράγματα.

Ερώτηση: Το βομβάρδισαν το χωριό σας;

Απάντηση: Το βομβάρδισαν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Εντάξει θα φτάσουμε αργότερα. Θυμάστε ποτέ τους Ιταλούς να μάζεψαν τους άντρες στο σχολείο;

Απάντηση: Ξύλο που έφαγαν οι άντρες τότε. Όλους τους μάζεψαν, όλους.

Ερώτηση: Όλους;

Απάντηση: Πώς ήταν στο χωριό.

Ερώτηση: Ήταν κανείς δικός σας;

Απάντηση: Ήταν. Εγώ δικός μου ήταν ο πεθερός μου. Ο πατέρας μου όχι. Ο πατέρας μου ήταν στο χωριό, αλλά δεν τον έμασαν στο σχολείο.

Ερώτηση: Ο πεθερός σας ήταν ο;

Απάντηση: Αντώνης Αδάμος. Εκεί στη φωτογραφία με τα πρόβατα που βοσκάει. Ναι. Αυτόν τον πήραν. Τα ποδάρια του, μπορεί να έκανε δύο μήνες, δεν μπορούσε να τα πατήσει.

Ερώτηση: Φάλαγγα έκαναν; τι έκαναν;

Απάντηση: Ξύλο ρε, ξύλο.

Ερώτηση: Γιατί; τι ήθελαν;

Απάντηση: Κανένας δεν ήξερε. Δεν μπορούσες να συνεννοηθείς. Δεν σου έλεγαν τι ήθελαν. Ξύλο μόνο. Στο σχολείο τους είχαν. Μέσα και στην εκκλησία μέσα. Όσοι ήταν άντρες μέσα έφαγαν ξύλο πολύ. Και έφυγαν όσοι μπόρεσαν και έφυγαν…

Ερώτηση: Και στην Εκκλησία;

Απάντηση: Και στην εκκλησία και στο σχολείο τους είχαν. Γιατί δεν χωρούσαν όλοι στο σχολείο.

Ερώτηση: Πόσες μέρες κράτησε; πόσο τους κράτησαν;

Απάντηση: Έκατσαν καμιά εβδομάδα μέσα εκεί που τους χτυπούσαν.

Ερώτηση: Πέθανε κανένας; ξέρετε;

Απάντηση: Δεν ξέρω άμα πέθανε. Μπα. Δεν ακούστηκε να πεθάνει κανένας.

Ερώτηση: Μετά από λίγο ήρθαν οι Γερμανοί. Ήρθαν πολλές φορές οι Γερμανοί πάνω στο χωριό;

Απάντηση: Οι Γερμανοί ήρθαν ήρθαν πάνω στο χωριό, ο κόσμος ήταν εδώ, ήταν και οι άντρες ήταν μέσα. Αλλά μόλις ήρθαν από πάνω οι τσοπαναραίοι που είδαν τους Γερμανούς, ήρθαν και ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Γερμανοί, έφυγαν όλοι οι άντρες. Έφυγαν όσοι μπόρεσαν και έφυγαν, έφυγαν. Εμείς ήμασταν όλοι. Ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, όλοι στο σπίτι. Δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ήρθαν οι Γερμανοί να φύγουμε.  Έκατσαν. Εκείνοι Έφυγαν όλοι. Όσοι πήραν χαμπάρι Έφυγαν όλοι. Όσοι μπόρεσαν και κρύφτηκαν, ήταν έξω. Εμείς δεν μπορέσαμε να φύγουμε, ήμασταν μέσα εμείς.

Ερώτηση: Και τι έγινε εκείνη τη μέρα;

Απάντηση: Ήρθαν οι Γερμανοί. Μπήκαν στο χωριό. Ήρθαν εκεί πέρα κι εμάς τις μικρές μας έλεγαν “μη φοβάστε” οι Γερμανοί. Καλός κόσμος, δεν ήταν κόσμος κακός. “μη φοβάστε”. Μπήκαν μέσα στα σπίτια και μας έβγαλαν όλους έξω. Δεν άφηναν κανένα μέσα. Εγώ, η μάνα μου το λέει το Γερμανό: “να πάρω τη ζακέτα”. Αυτός Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε η μάνα μου. Και μας έβγαζε έξω. Αλλά εγώ πήγα από μακριά από γύρω και την πήρα. Η μάνα μου κρύωνε. Πολύ κουρασμένη γυναίκα και κρύωνε περισσότερο. Δεν μου είπε τίποτα ο Γερμανός που πήρα τη ζακέτα. Με είδε που την πήρα αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν κατάλαβε και αυτός τι ήθελε η μάνα μου. Φύγαμε. Μας έβγαλαν στο χωριό κάτω. Έξω. Μας πήγαν πρώτα στην πλατεία. Έβγαλαν τη διαταγή και μας λέει ο Πρόεδρος τώρα πρέπει να πάμε στην Τρανή τη Στράτα. Εκεί μας πήγαν. Εκεί ήτανε ένα τρανό χωράφι και μετά ήταν κατήφορος. Πλάγια. Ρουμάνι. Μας έβαλαν εκεί, αλλά ευτυχώς Ήταν δύο από τις αχλαδιές στις τρανές. Έκαναν και λίγο ίσκιο, γιατί ήταν και ζέστη. Μας έβαλαν εκεί. Όλοι εκεί. Μόνο η κουνιάδα μου είχε απομείνει μέσα γιατί είχε φούρνο, ζύμωσε το ψωμί, να το ρίξει στο φούρνο, και μαζί με μία άλλη γυναίκα, πάει ο Γερμανός εκεί, είδα το φούρνο που έκαιγε για το ψωμί και την κράτησαν να το ρίξει το ψωμί μέσα στο φούρνο. Ναι.

Ερώτηση: Ποια ήταν η κουνιάδα σας; Ποιες έμειναν πίσω;

Απάντηση: Η κουνιάδα μου ήταν η Σουλτάνα Αδάμου. Είχανε τα γάλατα στο να τα κάνουν τυρί. Αλλά εγώ την είπα ότι φεύγω. Απέναντι μέναμε, φιλενάδες πρώτες ήμασταν. Εγώ της είπα ότι φεύγω, αλλά ήτανε μία γειτόνισσα εκεί δίπλα η Ασπασία πιο μεγάλη ήταν αυτή. Και είπε ότι θα κάτσει αυτή μαζί της. Εγώ δεν μπορούσα να τη βοηθήσω παραπάνω. Την περίμεναν, έριξε το ψωμί στο φούρνο, και την πήραν και αυτήν ύστερα κάτω. Μαζί με μας όλους. Περιμέναμε εκεί. Ήρθε η διαταγή να σκοτώσουν το χωριό όλο.

Ερώτηση: Γιατί; τι είχατε κάνει;

Απάντηση: Τίποτα. Ήταν ο ανταρτοχώρι. Που ξέρουμε τι έκαναν; τι ξέραμε εμείς; μας είπαν ότι θα μας σκοτώσουν. Μας έβαλαν στη σειρά. Έλεγε η μάνα μου, “όλοι θα σκοτωθούμε”. Πόσοι άντρες έφυγαν μόνο θα ζήσουν. Δεν θα δούμε άλλη γενιά. Έκλαιγε ο κόσμος. Αγκαλιάζονταν. Φιλιούνταν. Περίμεναν να σκοτωθούν. Αλλά έτυχε μία γυναίκα γεννούσε στο χωριό μέσα. Αυτή η γυναίκα ήταν του Μίχου. Πέθαναν όλοι αυτοί τώρα. Γεννούσε αυτή στο σπίτι της μέσα. Απέναντι από την Τρανή τη στράτα. Πάνω από το λάκκο τον τρανό που είχαμε εμείς. Για αυτό δεν μας σκότωσαν εμάς. Γεννούσε η γυναίκα. Περίμενε ο Γερμανός εκεί να γεννήσει η γυναίκα. Τον Γιώργο έκανε. Όλοι Γερμανό τον φωνάζαμε. Ξεγέννησε το παιδί, και το πήρε αγκαλιά ο Γερμανός με μία κουβέρτα, και τη γυναίκα ο άλλος αγκαζέ και την έφερε εκεί πέρα. Και έτσι γλιτώσαμε. Αλλιώς θα μας είχαν σκοτώσει.

Ερώτηση: Πείτε μου λίγο τα ονόματά τους η γυναίκα ήταν η… Πώς τη λέγανε;

Απάντηση: Πώς Την έλεγαν… Βάγια μου φαίνεται την έλεγαν…

Ερώτηση: Το παιδί; ο Γιώργος; το επίθετό τους;

Απάντηση: Μίχος. Όμως όλο Γερμανό τον λέγαμε. Γιατί γεννήθηκε εκείνη τη μέρα. Και όταν την είδαμε να έρχεται με τον Γερμανό, “νάτη η Πουλιάκω “, είπαμε. “το καημένο το παιδί θα απομείνει ορφανό. Θα τη σκοτώσουν αυτή, και θα πάρουν το παιδί”. Και ήρθε αυτήν η διαταγή, λέει “χαρίζεται το χωριό”. Κλάματα, κακό. Κλαίγαμε από χαρά ύστερα.

Ερώτηση: Εκεί που ήσασταν, σας είχανε όρθιους να περιμένετε;

Απάντηση: Όρθιοι, όρθιοι. Σε σειρά, ο καθένας σε σειρά.

Ερώτηση: Σας σημάδευαν με κανένα όπλο;

Απάντηση: Με τα όπλα. Και μας σημάδευαν να μας σκοτώσουν όλους. Εγώ έλεγα τον αδερφό μου τον Κόλιο (Νικόλα): “εγώ θα ζήσω. Θα πέσω κάτω από σένα και δεν θα με πάρουν οι σφαίρες”. Και γελούσα. Σαν παιδάκια. Μας άφησαν ύστερα Και μπήκαν μέσα στο χωριό. Το κάψαν όλο το χωριό. Δεν άφησαν τίποτα. Το σπίτι το δικό μας δεν έκαιγε. Γιατί δεν είχε τίποτα να κάψει, εδώ χαμηλά χώμα. Ήταν μόνο το ξύλο από πάνω. Και πώς πήραν το στρώμα, ούτε τα στρώματα τα φτιάχναμε με άχυρο μέσα, μάλλον με φύλλα ξερά, γιατί ήταν πιο υγιεινό… Έβαλαν το στρώμα φωτιά, και κάηκε το σπίτι. Και χαμηλά εδώ Έβαλα ένα τσουβάλι σιτάρι. Ένα τσουβάλι είχαμε, δεν είχαμε άλλο. Και έβαλαν το στρώμα από πάνω και κάηκε και το σιτάρι. Πήγαμε να πάρουμε το τσουβάλι μετά όταν φεύγαμε, την άλλη τη μέρα είχαμε πάει να πάρουμε το σιτάρι, από το Άργος είχαμε έρθει. Είχε δοθεί διαταγή, όλο το Κωσταράζι να πάει στο Άργος. Η πεθερά μου είχαν πάει στο Βογατσικό. Ήρθαν τα αυτοκίνητα τα στρατιωτικά, μας ανέβασαν πάνω, μας πήραν όλους. Όλα είχαν καεί. Δεν άφησαν τίποτα. Ούτε σπίτια, ούτε τίποτα. Και ήρθε ο Στρατός, μας πήρε να μας πάει στο Άργος.

Ερώτηση: Πού καθίσατε στο Άργος;

Απάντηση: Εμείς στο Άργος πήγαμε, εκεί που είναι τα ταξί τώρα, είχε ο Ζάχος ένα τρανό χώρο, το είχε κλινική εκεί. Πέντε οικογένειες ήμασταν εκεί. Επειδή ο πατέρας μου ήταν πολύτεκνος μας ήθελαν σε πολλά σπίτια. Αλλά επειδή ήμασταν λίγο μεγάλες εμείς, και όπου πηγαίναμε ήταν όλο παιδιά (αγόρια) τρανά. Και έλεγε ο πατέρας μου να μην πάμε εκεί για να μη μας γελάνε τα παιδιά και μας βιάζουν. Και δεν πηγαίναμε. Καθίσαμε Λοιπόν εμείς εκεί. Όλα τα χρόνια εκεί καθίσαμε.

Ερώτηση: Πόσο καιρό καθίσατε εκεί;

Απάντηση: Τρία χρόνια κάτσαμε. Εγώ δούλευα.

Ερώτηση: Δουλεύατε; δεν πήγατε σχολείο εκεί πέρα;

Απάντηση: Εγώ εκεί πήγα στο ρουμανικό το σχολείο. Κάνα δυο τρεις μήνες, αλλά πάλι δούλευα.

Ερώτηση: Τι δουλεύατε;

Απάντηση: Πήγαινα στα καπνά. Ραμάτιαζα. Και σε καλαμπόκια, σε μπαχτσέδες πηγαίναμε και καθαρίζαμε. Ήτανε κι άλλες μεγάλες γυναίκες, αλλά εγώ ήμουν πολύ δραστήρια, και με έπαιρναν και εμένα. Το έπαιρνα το μεροκάματο. Οκτώ δραχμές μας έδιναν. Μία δεκάρα τι ραμάτα. Έβγαζα πέντε ραμάτες, έπαιρνα μισή δραχμή. Ύστερα έβγαζα δέκα ραμάτες. Ήταν εκεί δύο παιδιά. Ήταν ο ζαβόΝίκος ο Καραγεωργίου. Πεθάναν αυτοί τώρα. Αυτός ο Νίκος είχε ένα κορίτσι το πήραν σαν υπηρέτρια μέσα. Αυτός το ήθελε το κορίτσι και εγώ δεν ήξερα. Αλλά αυτός ήταν καλός. Εμένα με σέβονταν. Ο άλλος ήταν λίγο βρωμιάρης. Μου έλεγε κουβέντες. Μία μέρα τον είπα ότι Άμα συνεχίσει θα του σπάσω τα γυαλιά, θα του δώσω μία. Δεν σήκωνα εγώ τέτοιο πράγμα. Και τον είπα τον Νίκο μία μέρα, να μαζέψει τον αδερφό του, αλλιώς θα φάει σφαλιάρα. Μία γειτόνισσα πίσω από το σπίτι της είχε έναν χώρο άδειο. Μας έβλεπε που ήμασταν φτωχοί και μας έλεγε να πηγαίνουμε να πλένουμε σε αυτήν. Είχε πλυσταριό. Να μην τρέχουμε να κουβαλάμε νερό. Κατίγκω την έλεγαν. Μας άφησε να βάλουμε και το γαϊδούρι και τα τρία γίδια που είχε ο πατέρας μου. […] περάσαμε καλά όλα τα χρόνια. Σαν μία οικογένεια.

Ερώτηση: Εντάξει. Ζήσατε αυτά τα δύο τρία χρόνια εκεί. Μετά τι κάνατε; γυρίσατε στο παλιό το Κωσταράζι;

Απάντηση: Εμείς ήταν να γυρίσουμε στο χωριό γιατί είχαμε χωράφια εδώ κάτω, είχαμε αμπέλια. Και θέλαμε να τα χωράφια να τα δουλέψουμε. Ήταν ο καιρός να βάλουμε τα καλαμπόκια. Το σιτάρι το είχαμε μάσει.

Ερώτηση: Και πού μένετε;

Απάντηση: Στο Άργος. Από το Άργος ερχόμασταν. Εμείς ερχόμασταν από το Άργος, και κάθε μέρα περνούσε η φάλαγγα του στρατού. Με τα αυτοκίνητα ερχόμασταν. Κάθε μέρα. Όχι με τα πόδια. Και το βράδυ σχολάσαμε όταν περνούσε Ο στρατός. Και μας έπαιρνε.

Ερώτηση: Αντιμετωπίσατε ποτέ κανένα πρόβλημα με τους αντάρτες;

Απάντηση: Όχι. Όχι.

Ερώτηση: Είχατε κανένα δικό σας, σας πήρανε σας στο  παιδομάζωμα;

Απάντηση: Όχι.

Ερώτηση: Και πώς έγινε το χωριό εδώ μετά;

Απάντηση: Στις αρχές εδώ έφτιαξαν παράγκες. Το πάνω το χωριό του βρήκαν ακατάλληλο, δεν μπορούσε ούτε αυτοκίνητο να πάει ούτε τίποτα. Και έφτιαξαν παράγκες εδώ να ‘ρθουμε. Εμείς τώρα ήμασταν από τους πρώτους που ήρθαμε. Εκεί που ήμασταν, που καθόμασταν πρώτα, μας έβγαλαν από κει. Εμείς δικαιούμασταν επειδή ήμασταν πολύτεκνοι να πάρουμε πρώτοι. Αλλά πήραν άλλοι που είχαν τα μέσα. Εμείς μείναμε απέξω. Εμάς μας έβαλαν σε μία παράγκα εδώ στο Άργος κοντά στο ταχυδρομείο που είναι τώρα. […] και βρέθηκε ο Ζάχος τότε ο γνωστός, και του είπε του πατέρα μου να μην ξαναπάει σε παράγκα. Να πάει στο σπίτι του που είχε δύο δωμάτια άδεια και κουζίνα και να κάτσει μέσα με την οικογένεια. Ο πατέρας μου όμως δεν ήθελε γιατί θα μας έκαναν εμάς υπηρέτριες. Ήταν περήφανος άνθρωπος ο πατέρας μου. Έτσι μετά μας έφεραν εδώ στο χωριό. Αλλά σε μεγάλη παράγκα. Όσοι ήταν πολύτεκνοι τους έδιναν μία παράγκα που είχε ένα δωμάτιο και ένα χολ μπροστά. Οι άλλοι είχαν όλοι μικρή παράγκα. Ένα δωμάτιο μόνο. Αλλά έπαιρνε με αυτή που είχαν τα μέσα, έπαιρναν και μεγάλη παράγκα. Έπειτα εμείς όταν ήρθαμε εδώ, επειδή είχαμε καλύβες μέσα στο αμπέλι, έστησε ο πατέρας μου μία Καλύβα. Και περισσότερο μέναμε εκεί. Καλά ήμασταν. Ωραία ήμασταν. Και ήρθαμε εδώ ύστερα. Τακτοποιηθήκαμε. Και ύστερα βγήκε το παλιό το χωριό πάνω ακατάλληλο. Ο Παπαδόπουλος το έβγαλε ακατάλληλο. Ούτε ο δρόμος υπήρχε ούτε τίποτα. Και βγήκε η διαταγή το χωριό να γίνει εδώ κάτω. Ο κόσμος θα αντιδρούσε γιατί ο μόνος κάμπος ήταν αυτός εδώ, εδώ είχαν τα χωράφια για να ζήσουν. Να σπείρουν τα χωράφια. Δεν είχαν αλλού πουθενά. Εμάς δεν μας πείραζε, γιατί δεν είχαμε εδώ χωράφια. Τα δικά μας ήταν πέρα. Αλλά όσοι είχαν εδώ χωράφια αντιδρούσαν. Αλλά το έφτιαξαν εδώ το χωριό. Και μας έδωσαν από ένα οικόπεδο.

Ερώτηση: Το δικό σας το σπίτι που ήτανε;

Απάντηση: Εδώ. Εδώ. Μας έδωσαν το οικόπεδο, και το οικόπεδο που μας έδωσαν είναι μικρό. Το κόβει εδώ ο λάκκος κάτω. Το άλλο είναι πιο μεγάλα, το δικό μας είναι μικρό. Δεν μας έδωσαν ένα μεγάλο. Η αδερφή μου ήταν αρραβωνιασμένη. Ο αδερφός μου ο τρανός ήταν αρραβωνιασμένος. Να κάνουμε το γάμο. Να φτιάξουμε το σπίτι. Παντρεύτηκε σ’ ένα δωμάτιο. Έφτιαξε ο αδερφός μου ένα δωμάτιο. Η αδερφή μου στην παράγκα παντρεύτηκε. Ήταν ο άντρας της στην παράγκα, εκεί έκατσε. Μέσα σε μία οικογένεια, όλοι εκεί παντρεύτηκαν. Αυτοί που παντρεύτηκαν εκείνα τα χρόνια, και εγώ παντρεύτηκα, κοιμόμουν μέσα μαζί με τα πεθερικά. Ένα δωμάτιο είχαμε. Κατάλαβες; Και είπα τότε ότι άμα ζήσω και μπορέσω θα φτιάξω στα παιδιά μου από ένα σπίτι. Πήγαμε στη Γερμανία και δουλέψαμε, δόξα τω Θεώ τι είχαμε καλές δουλειές.

Ερώτηση: Πότε πήγατε στη Γερμανία;

Απάντηση: Το ’70- ’71. Όχι. Το 70 πήγε ο άντρας μου και το 71 πήγα εγώ. Δεν μπόρεσε πιο νωρίς. Επειδή ο κουνιάδος μου έφυγε με τους αντάρτες.

Ερώτηση: Ποιος ήταν ο κουνιάδος σας;

Απάντηση: Ο Λάμπρος Αδάμου. Αυτός πέθανε στη Ρωσία. Αυτός είχε μανία τα όπλα. Όταν έκανε επιστροφή χώρισε ο Στράτος, δεν κοιτούσε να πάρει όπως έπαιρνε ο κόσμος κουβέρτες και τέτοια, όπλα κοιτούσε να πάρει. Ένα τσουβάλι σφαίρες έφερε. Και ένα όπλο. Κι ύστερα όταν τον πρότειναν οι αντάρτες δεν ήθελε να πάει. […]Ταλαιπωρήθηκε Η οικογένεια όλοι από αυτόν. Όλοι αντίθετοι ήταν, κανένας δεν ήθελε να πάει, αλλά ταλαιπωρήθηκαν. Τον δικό μου τον άντρα τον είχανε πάρει μπροστά μπροστά και τον έβαλαν μπροστά για να σκοτωθεί. Σε ναρκοπέδιο. Μόλις πέρασαν αυτοί από πίσω σκοτώθηκαν πέντε. Ένας άντρας λέει “τους βοηθάει ο θεός είναι είναι αθώοι”. Ζήτησαν από την πεθερά μου 20 λίρες για να τον βγάλουν εκεί που τον είχαν κρυμμένο τον άντρα μου. Δεν ήξερε η πεθερά μου που ήταν ο άντρας μου.

Ερώτηση: Ποιοι ζήτησαν;

Απάντηση: Δύο άτομα από το χωριό. Τους ξέρουμε ποιοι ήταν, τους ήξερε η πεθερά μου. Ζήτησαν 20 λίρες, να μιλήσω στον τρανό, να τον βγάλουν έξω τον άντρα μου. Ήξεραν ότι είναι αθώος. Αλλά ήθελαν λίρες. Λέει ο πεθερός μου: “Η φυλακή είναι για τους λεβέντες. Δεν θα δώσεις δεκάρα γιατί θα σε σκοτώσω αλλιώς”. Και έτσι μετά τους είχανε γέννα τύπου δεν έδωσαν τα χρήματα. Και η πεθερά μου μετά τα ‘λεγε σε όλο τον κόσμο και δεν φοβόταν, και τους ίδιους τους έλεγε, τους κατηγορούσε. Μετά τον πήραν φαντάρο τον Νικόλα, γιατί ήρθε ο καιρός που Τον έβγαλαν. και πως τον βρήκαμε; πήγα εγώ μία μέρα πώς λένε εκεί στην Καστοριά. Μία γνωστή από τότε που καθόμασταν στο Άργος, μου είπε να πάμε στη Μητρόπολη. Τέτοια ρούχα είναι παπούτσια έστελναν ο κόσμος ρούχα και παπούτσια για να τα παίρνουν οι φτωχοί. Και πήγαμε να πάρουμε φουστάνια και παπούτσια και και εγώ πήρα μαζί μου ακόμα μία φιλενάδα. Και μετά αυτή ήθελε να πάει να δει μία θεία της εκεί κοντά. Και πήγα και εγώ μαζί της. Και εκεί κοντά, στο Ρουμανικό το σχολείο είδα τον Νικόλα μέσα τον είχανε, μαζί με έναν ακόμα. Και πήγα του είπα αμέσως την πεθερά μου. Η πεθερά μου όλον αυτόν τον καιρό ερχόταν κάθε μέρα στο Άργος. Και προσπαθούσε να μάθει νέα. Αλλά φοβόμασταν όλοι, γιατί ήταν ο Λάμπρος αντάρτης. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι, αθώοι ήταν. Αλλά από το Λάμπρο φοβόταν όλοι. Και Έτσι της είπα ότι είναι στο ρουμανικό σχολείο στην Καστοριά. Και να πάει να ρωτήσει τον Θανάση τον Γκάσα. Δικός μας ήταν. Πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Αυτός έκαμε εμπόριο. Μας έφερνε σόμπες, μας έφερνε νεροχύτες ακόμα πάνω στο παλιό το χωριό. Και η πεθερά μου με ρώτησε: “πού τον είδες;”. Και εγώ της είπα: “τον είδα και είναι καλά. Αλλά φοβόμουν να του μιλήσω”. Εμείς εκείνη τη μέρα μαζί Είχαμε πάει με τη φιλενάδα. Αφού είχαμε πάρει δύο φουστάνια δύο ζευγάρια παντόφλες η καθεμία. Πήραμε και δύο ζευγάρια παπούτσια αλλά δεν μας έκαναν, και το αφήσαμε. Ας το πάρει κανένας άλλος. Και πήγε η πεθερά μου και τον βρήκε και τον πήρε τον Νικόλα. Και μετά τον πήραν φαντάρο. Τρία χρόνια έκατσε φαντάρος. Αλλά εκεί που πάει, τον πήγαν στη Μακρόνησο, με το ξύλο τους χτυπούσαν να πουν ένα τραγούδι. Το ήξεραν αυτοί το τραγούδι; πώς θα το τραγουδούσαν; από το πρόβατα άνθρωποι ήτανε. Είχε ένα σημάδι Πάντα ο άντρας μου από το ξύλο αυτό, πολύ ξύλο. Πνίγονταν τη θάλασσα ο κόσμος. Τους έπνιγαν, αυτή η Βασιλική. Δεν ήξερε ο κόσμος ούτε που πήγαινε ούτε τίποτα. Με το βρήκε ένας αξιωματικός αλλά τον βρήκε τον άντρα μου ένας αξιωματικός εκεί, αφού είχε καθίσει κάνα μήνα, και ήταν ένας αξιωματικός που τον αγαπούσε πολύ. Και ρώτησε γιατί τον έβαλαν εκεί. Και ο Νίκολας απάντησε λόγω του αδερφού του. Και τον πήρε ο αξιωματικός μαζί του. Κοντά του. Και έκαναν όλες τις δουλειές μαζί, μεταφορές και τέτοια πράγματα. Πάει στη δουλειά του αξιωματικού και τι να δει;. Ήταν τρεις-τέσσερις χωριανοί εκεί. Τα γένια μέχρι κάτω μακριά. Δεν είχαν ψωμί να φάνε. Ζήτησε από Τον αξιωματικό κάνα δυο λεπίδες να πάει να τους ξυρίσει. Και είπε: “σήμερα το ψωμί λέει να φάμε λιγότερο, για να δώσουμε και σε αυτούς εδώ”. Μάζεψε ψωμί και τους έδωσε όλους να φάνε. Και τους ξύρισε. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες ήρθε μία διαταγή και τους έδιωξαν αυτός από κει. Ήρθαν εδώ στο χωριό. Τους είχαν πάρει και αυτός για υπόπτους. Τι ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι; δεν είχαν και κανέναν. Από έξω από τα πρόβατα τους πήραν. Αλλά ο άντρας μου ήταν συνέχεια με Τον αξιωματικό. Ήρθε αυτός μετά στο Λαύριο και Ήρθε και ο άντρας μου μαζί. Πέρασε καλή θητεία μαζί του. Περάσαμε πολλά.

Ερώτηση: Ναι, πραγματικά.

Απάντηση: Εμείς με τον άντρα μου μεγαλώσαμε σε μία γειτονιά. Μαζί μεγαλώσαμε. Με την αδερφή του Εγώ ήμουνα κολλητή. Και εμείς όλοι Είμαστε συγγενείς, δεν ήμασταν ξένοι. Από τόσα χρόνια φαντάρος. Πήγε μικρό παιδί, και γύρισε αλλιώτικος. Μεγάλωσε. Ήταν ένας λεβέντης. Ήμουν με τον κουνιάδο μου μία μέρα, και αναρωτιόμασταν ποιος είναι αυτός. Κάποια μας είπε ότι είναι ο Νίκος ο Αδάμος. Εγώ ούτε τον αδερφό μου δεν είδα έτσι, δεν χάρηκα τόσο. Μαζί μεγαλώναμε. Τότε κάναμε βόλτα κάτω στο Δημόσιο. Έφυγα από την παρέα που ήμουνα, και πήγα και τον βρήκα, τον είδα. Με κοίταξε και αυτός και δεν με γνώρισε. Εγώ πήγα τον αγκάλιασα και τον καλωσόρισα. Πού Χαθήκαμε βρε;

Ερώτηση: πόσο χρονών είσαι αυτό τότε;

Απάντηση: Εγώ ήμουν στα 19 στα 20. Είχε έρθει με άδεια για το Πάσχα. Εκκλησιαστικά με μαζί, ερχόταν κάθε μέρα στον αδερφό μου στο σπίτι. Εγώ καθόμασταν εκεί. Σαν αδέρφια Όχι για να τον πάρω άντρα. Αλλά αυτός έλεγε πάντα: “ακόμα τα παιδιά που ήμασταν μικρά, είπα ότι άμα μεγαλώσω θα σε πάρω”. Που υπολόγιζα εγώ να πάρω αυτόν; αυτός ήταν το πρώτο σπίτι μέσα στο χωριό, εμείς με τόση φτώχεια δεν είχαμε τίποτα. Όταν αρραβωνιάστηκα, ούτε ένα μαντήλι δεν είχαμε να βάλουμε στο βασιλικό. Από τη νύφη μου πήραμε. Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν. Η πεθερά μου έλεγε τι να πάρει εμένα που ήταν που είμαι φτωχή. Του έδιναν λίρες και χωράφια. Ο Νικόλας έλεγε ότι δεν θέλει με προξενιά όποια Ήθελε αυτός θα πάρει όταν ερχόταν η ώρα να παντρευτεί. […] Τι να σου πω πόσα πέρασα, βάσανα, πολλά βάσανα. Και αρραβωνιάστηκε ο αδερφός μου στο Γέρμα. Κι ήρθε η νύφη ημέρα του Αη Γιώργη. Και είχε έρθει και δύο μέρες πιο νωρίς. Και μου μίλησε για κάποιον που με ήθελε να με παντρευτεί και μου είπε ότι θα ζήσω στην Καστοριά. Όχι στο χωριό. Να πάω στο χωριό στο Γέρμα, να τον δω να τον γνωρίσω. Κι άμα ήθελα μετά να τον πάρω. Και ετοιμάστηκα εγώ να πάω στο Γέρμα. Εγώ δεν ήθελα να πάω σε ένα χωριό. Αλλά αυτός θα ήταν στην Καστοριά. Και μου άρεσε η ιδέα. Ο αδερφός μου μου είπε να το τολμήσω, για να μην πάρω κανέναν από το χωριό και τυραννιέμαι μία ζωή. Ο αδερφός μου είχε μάθει ότι πράγματι Αυτός ήταν, η οικογένειά του οι πρώτοι νοικοκυραίοι. Εκείνη τη μέρα που ήρθε η νύφη μου, εγώ πήγα να ξεκουραστώ. Ήμουν πολύ κουρασμένη από το Πάσχα. Ήρθε όμως η πεθερά Της κουνιάδας μου και με φώναξε. Είχαμε κόσμο. Είχε έρθει η νύφη, και ερχόταν κόσμος να τη δει. 20- 30 άτομα κάθε μέρα. Αυτή Ήθελε να δει τον αδερφό μου. Τον φώναξα. “Ξέρεις τι ήθελα να σου πω;” του λέει, “είπε ο Νίκος για την Αγνή”. “τι λες; εμείς έχουμε άλλο γαμπρό εδώ που προξενεύει για την Αγνή”.

Ερώτηση: Πρέπει να ήσασταν πολύ όμορφη, πολύ νοικοκυρά.

Απάντηση: Τέτοια ήμουν. Ανοιχτός χαρακτήρας. Δεν λογάριαζα τίποτα. Και έρχεται πάνω και μου λέει ότι ο Νίκολας ο Αδάμου με θέλει. “Σώπα βρε. Τώρα ,του λέω, έχουμε να πάμε στο Γερμα”. Και δεν είπα τίποτα. Η πεθερά μου ήταν αντίθετοι. Και δεν με ήθελε ούτε η κουνιάδα μου, ούτε η πεθερά μου. Γιατί τον έδιναν και λίρες και χωράφια. Αλλά αυτός δεν ήθελε. Και πήγε μίλησε στον πεθερό μου. “Πατέρα αποφάσισα να παντρευτώ”. “Καιρός είναι”, του λέει. “Παντρέψου ποια δουλειά βρήκες όλο το Πάσχα δουλειά εγώ εδώ που το Πάσχα. Βρήκες τώρα το Πάσχα καμία;”. “Βρήκα. Αλλά όχι τώρα το Πάσχα. Από τη μέρα που γεννήθηκα την βρήκα”. “Ποια είναι αυτή΄”; “είναι η Αγνή”. ” Νικόλα σύρε πάρ’την. Μην κοιτάς όλες αυτές, τις άλλες. Δεν είναι για το δικό μας σπίτι αυτές. Που σου δίνουν παράδες. Δεν μπορούν στο δικό μας το σπίτι να ζήσουν αυτές. Εμείς έχουμε πρόβατα, έχουμε γάλατα, έχουμε χωράφια. Αυτές δεν ξέρουν από αυτά τα πράγματα. Μάλωσε με την πεθερά μου. Σηκώθηκε και ήρθε. Και αρραβωνιαστήκαμε. Και παντρευτήκαμε. Ζήσαμε 55 χρόνια μαζί. Δεν είχαμε αλλάξει κακή κουβέντα ούτε μία φορά ο ένας με τον άλλον. Απορούσαν και τα παιδιά μας. Εμείς συνεννοούμασταν. Τόσο αγαπημένο ζευγάρι.

Ερώτηση: Μπράβο.

Απάντηση: Και είχε πει και τα παιδιά ο άντρας μου. Δεν πρόκειται να τους διαλέξει αυτός νύφες. Αυτοί ξέρουν τη ζωή τους, αυτοί θα διαλέξουν. Αυτοί θα ζήσουν με τις γυναίκες τους. […] Τους Κάναμε από ένα σπίτι και τους δύο και έζησαν εκεί μέσα.

Ερώτηση: Μπράβο σας. Μπράβο κυρία Αγνή Μπράβο σας. Σας ευχαριστώ πολύ.