Τα αποτελέσματα της Έρευνας. Το Παλαιό και Νέο Κωσταράζι: Από την Καταστροφή στην Ανασυγκρότηση*

Βέργου Παρθενόπη-Γκάτσιου Παναγιώτα-Δορδανάς Στράτος

Εισαγωγή

Στόχος της μελέτης είναι να ανασυνθέσει την ιστορία του Κωσταραζίου, που σημαδεύτηκε με τις αλλεπάλληλες συμφορές από τις οποίες διήλθε το σύνολο της μακεδονικής υπαίθρου, και όχι μόνο, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Ο Μακεδονικός Αγώνας, η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μέσω των Βαλκανικών Πολέμων, η Μικρασιατική Εκστρατεία και στη συνέχεια Καταστροφή, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η τριπλή Κατοχή, ο Εμφύλιος και έπειτα η προσπάθεια για ανασυγκρότηση, συνιστούν μία μακρά περίοδο αναστατώσεων και πολυεπίπεδων αλλαγών. Κοινότητες όπως το Κωσταράζι, που ήκμαζαν εν ειρήνη, βρέθηκαν μεταξύ συμπληγάδων, αντιμέτωπες ανά τακτά χρονικά διαστήματα με καταστροφές ικανές να απειλήσουν σοβαρά την επιβίωσή τους. Όπως θα φανεί παρακάτω, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία, οι κοινότητες αυτές, και συγκεκριμένα η υπό εξέταση, δεν έπαψαν να υπάρχουν, διατηρώντας σαν πολύτιμο φυλαχτό τη μνήμη, χρησιμοποιώντας την ως τον πρώτο σπόρο από τον οποίο θα κατάφερναν να ξαναγεννηθούν.

Το (Παλαιό) Κωσταράζι[1] ιδρύθηκε ως κοινότητα το 1918 με το νόμο 1051 της 6/10ης Νοεμβρίου 1917 «Περί συστάσεως και διοικήσεως δήμων και κοινοτήτων εν ταις Νέες Χώραις» και ανήκε, αρχικά, στο νομό Φλώρινας[2] έως το 1941, οπότε και ενσωματώθηκε στο νομό Καστοριάς.[3] Πληροφορίες κάνουν λόγο για πρώτη κατοίκηση στην περιοχή από τον 11ο αιώνα. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πάγια τακτική για εγκατάσταση αποτελούσε η επιλογή δύσβατων και σχετικά απρόσιτων περιοχών, προκειμένου να αποφεύγονται επιδρομές και να εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, το Κωσταράζι συνιστούσε ιδανική επιλογή για τη δημιουργία οικισμού, αφού αφενός βρισκόταν σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο (960) και αφετέρου περιβαλλόταν από εύφορες πεδινές εκτάσεις. Ταυτόχρονα, απείχε μόλις δεκαοκτώ χιλιόμετρα από το μεγάλο και ακμάζον αστικό κέντρο της περιοχής, την Καστοριά. Κατοικούταν, κατά συντριπτική πλειοψηφία, από χριστιανούς και το 1889 φέρεται να είχε πληθυσμό οκτακοσίων περίπου κατοίκων, σχολείο και εκκλησία. Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κύριες ασχολίες, ενώ πολλοί απασχολούνταν στις γύρω περιοχές ως κτίστες και οικοδόμοι.[4]

Για τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την συμμετοχή Κωσταραζινών. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και επειδή το χωριό δεν είχε σλαβικό στοιχείο, δεν γνώρισε αξιόλογα γεγονότα εκτός από ένα σύντομο πέρασμα του Παύλου Μελά. Τα μακεδονικά εδάφη παρέμειναν αλύτρωτα έως το 1912. Τη χρονιά αυτή, το Κωσταράζι δέχτηκε τουρκικές επιθέσεις με αποτέλεσμα την καταστροφή μέρους των κατοικιών. Οι κάτοικοι διέφυγαν εγκαίρως, κυρίως στη Σιάτιστα και την Βλάστη, και σώθηκαν.[5] Το συγκεκριμένο διάστημα σημειώθηκε το πρώτο από μία σειρά κυμάτων μετανάστευσης στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία. Τα χρήματα των μεταναστών συνεισέφεραν στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας και του σχολείου που καταστράφηκαν το 1912. Όλα τα παραπάνω δεδομένα συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μία εύρωστη κοινότητα που γνώρισε κοινωνικοοικονομική άνθηση παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες.

Το Κωσταράζι κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής Κατοχής (1941-1944)

Στο πλαίσιο της πολεμικής προπαρασκευής, κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πραγματοποιήθηκαν και στο Κωσταράζι αμυντικά οχυρωματικά έργα για την διαφύλαξη της οδού Καστοριά-Νεάπολη-Κοζάνη, που αποτελούσε αξιόλογο οδικό κόμβο.[6] Στην επιστράτευση που ακολούθησε το άγγελμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι άρρενες Κωσταραζινοί κατατάχθηκαν στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού. Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα άρχισε στις 6 Απριλίου 1941 με τις πρώτες μάχες να διεξάγονται στη γραμμή Μεταξά. Παρά το γεγονός πως οι δυνάμεις του πεζικού αντιμετώπισαν προβλήματα στα οχυρά, τα μηχανοκίνητα τμήματα κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου. Ταυτόχρονα, άλλες δυνάμεις, κινούμενες δυτικότερα, παραβίασαν την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, ωθώντας τα ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα σε υποχώρηση προς το νότο λόγω και των γερμανικών επιτυχιών στην περιοχή.[7]

Με την οριστική κατάληψη της Μακεδονίας δημιουργήθηκαν οι τρεις ζώνες κατοχής. Ο έλεγχος της περιοχής της Φλώρινας έγινε μήλο της έριδος ανάμεσα στις δύο από τις τρεις δυνάμεις του Άξονα, καθώς αξιώσεις στην περιοχή είχαν τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Ιταλοί. Παρά τα αιτήματα που δέχτηκε, η γερμανική στρατιωτική ηγεσία κράτησε τη Φλώρινα υπό τον έλεγχό της διατηρώντας, ως έναν βαθμό, τις εύθραυστες ισορροπίες  στην περιοχή. Ο εδαφικός διαμελισμός της χώρας, λοιπόν, αντιπροσώπευε, λίγο έως πολύ, τις πολιτικές απαιτήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα των κατοχικών δυνάμεων, όντας μέρος μίας ευρύτερης χωρικής αναδιανομής στα Βαλκάνια, υπό γερμανική ηγεμονία.[8] Στο πλαίσιο αυτό, η γερμανική ζώνη Κατοχής στη Δυτική Μακεδονία απέβλεπε στον έλεγχο των μεγάλων οδικών αξόνων προς τον βορρά. Στους Ιταλούς αποδόθηκε ο έλεγχος της περιοχής της Καστοριάς, στην οποία και υπήχθη το Κωσταράζι τον Ιούλιο του 1941, όπως προαναφέρθηκε.[9]

Με την έναρξη της Κατοχής, η κοινότητα μετατράπηκε σε συχνό στόχο των Ιταλών για επιτάξεις διαφόρων ειδών, κυρίως τροφίμων.[10] Για την αναζήτηση όπλων και πολεμικού υλικού οι Ιταλοί συγκρότησαν τον Δεκέμβριο του 1941 δύο Ειδικά Τάγματα Έρευνας, τα οποία και «επισκέφτηκαν» το Κωσταράζι αρκετές φορές. Για την επίτευξη των στόχων τους μετήλθαν σκληρών μεθόδων, ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια.[11] Μάλιστα, στις 15 Μαΐου 1942 ενισχυμένη δύναμη Ιταλών περικύκλωσε τον οικισμό και διατάχθηκε η συγκέντρωση των ανδρών από είκοσι ετών στον χώρο του σχολείου. Θεωρήθηκε ότι υπήρχαν ακόμη κρυμμένα όπλα και οι συγκεντρωμένοι ξυλοκοπούνταν έως ότου ομολογήσουν. Περίπου τρεις ημέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι με παρέμβαση των τοπικών ελληνικών Αρχών.[12]

Από τις αρχές του 1943 και εντατικότερα από την άνοιξη, η ενδυνάμωση του αντιστασιακού κινήματος και πιο συγκεκριμένα η δράση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), σηματοδότησε την εφαρμογή μίας σειράς αντιποίνων και μέτρων εξιλασμού σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, στα οποία, βέβαια, δεν επιδίδονταν μόνο οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Στις 20 Μαρτίου 1943 στο Κωσταράζι επιτέθηκαν ιταλικά βομβαρδιστικά ως αντίποινα για την αιχμαλώτιση ιταλικού τάγματος στον Φαρδύκαμπο, με αποτέλεσμα υλικές καταστροφές και τέσσερις νεκρούς. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις αρχές Απριλίου, έλαβε χώρα μια ακόμα ιταλική επιδρομή για άγνωστο λόγο.[13] Το αναφερόμενο διάστημα, η ανώτερη γερμανική διοίκηση ασκούσε δριμεία κριτική στους συμμάχους Ιταλούς, θεωρώντας τους υπαίτιους για την επανεμφάνιση και την ενδυνάμωση των ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων.[14]

Το καλοκαίρι του 1943 προστέθηκε στην ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση στην Ελλάδα ένα ακόμη πρόβλημα: η επικείμενη έξοδος της Ιταλίας από τον πόλεμο και η συνθηκολόγηση, που δεν άργησε να έρθει τον Σεπτέμβριο, γεγονότα που οδήγησαν τους Γερμανούς επιτελείς στην ανάληψη σχεδίων αφενός για να αφοπλιστούν με ασφάλεια τα ιταλικά στρατεύματα, ώστε να μην υπάρξει περιθώριο προσχώρησής τους στην αντίσταση και αφετέρου για να «καλυφθεί» τάχιστα το κενό εξουσίας που θα προέκυπτε (Σχέδιο Άξονας). Εκτός αυτού, ο φόβος της διάνοιξης ενός νέου μετώπου στα νότια της βαλκανικής χερσονήσου έκανε επιτακτική την ανάγκη ενίσχυσης των γερμανικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος. Έτσι, το διάστημα αυτό στην Ελλάδα έφτασαν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, επίλεκτες δυνάμεις που θα αναλάμβαναν να υπερασπιστούν πάση θυσία τη διαρραγείσα γερμανική «τάξη». Οι επίλεκτες αυτές μονάδες συμμετείχαν, έως το τέλος της Κατοχής, στη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Μεταξύ άλλων, στο δυναμικό των ενισχύσεων, ανήκαν νεοσύλλεκτοι αλλά και ήδη έμπειροι στρατιώτες που προηγουμένως είχαν πολεμήσει στο ανατολικό μέτωπο. Η ιδιάζουσα αυτή σύσταση των νεοαφιχθέντων στρατευμάτων, που συνδύαζε τον ενθουσιασμό με την εμπειρία, ίσως να δικαιολογεί την ανάληψη της παραπάνω σύνθετης αποστολής.[15]

Η 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Αστυνομίας Γρεναδιέρων SS με έδρα τη Λάρισα και το 7ο Σύνταγμά της με έδρα την Κοζάνη και διοικητή τον τριανταοκτάχρονο παρασημοφορημένο συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς από το Ντίσελντορφ, πρωταγωνίστησαν στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών και στα καταστροφικά αντίποινα του 1943-44 στη Δυτική Μακεδονία και αλλού. Το δυναμικό της Μεραρχίας, αφού αποχώρησε από την περιοχή του Λένινγκραντ έχοντας υποστεί απώλειες, βρέθηκε σε πολωνικό και τσεχικό έδαφος για αναδιοργάνωση, εκπαίδευση και συμπλήρωσή του από νεοσύλλεκτους. Πριν προλάβει να ανασυγκροτηθεί πλήρως διατάχθηκε να μετακινηθεί νοτιότερα, στην Ελλάδα.[16]

Η εγκληματική δράση των SS, με τη συμβολή της Βέρμαχτ και των γερμανοντυμένων συνεργατών, κορυφώθηκε στις αρχές του 1944 και είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άμαχοι να εκτελεστούν και πολλά χωριά να καταστραφούν ως βάσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Η πυρπόληση της Κλεισούρας και η μαζική εκτέλεση των αμάχων στις 5 Απριλίου 1944 από το 7ο Σύνταγμα λειτούργησε ως προοίμιο των καταστροφών που υπέστησαν στη συνέχεια γειτονικές κατοικημένες περιοχές.

Η καταστροφή του Κωσταραζίου, 13 Απριλίου 1944

Από τους πρώτους μήνες του 1944 στο γερμανικό Φρουραρχείο Καστοριάς έφταναν εντατικά  πληροφορίες σχετικά με την παρουσία ανταρτικών ομάδων στο Άσκιο. Συγκεκριμένα, χωριά στοχοποιήθηκαν ως «ανταρτοτρόφα», ότι παρείχαν δηλαδή ποικιλότροπη στήριξη στους αντάρτες. Η γεωγραφική θέση των χωριών αυτών και ιδιαίτερα η εγγύτητά τους με συγκοινωνιακές αρτηρίες, αλλά και οι πληροφορίες που είχαν οι Γερμανοί, συχνά αμφιβόλου αξιοπιστίας, για τη σχέση τους με τους αντάρτες, ήταν παράγοντες που οδηγούσαν στην ενοχοποίησή τους και κατ’ επέκταση στην οργάνωση εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και στην εφαρμογή μέτρων εξιλασμού κατά αμάχων, κατ’ αναλογία.[17]

Μία τέτοια πληροφορία για το Κωσταράζι έφτασε στον Φρούραρχο Καστοριάς Χίλντενμπραντ και δόθηκε διαταγή από τη Θεσσαλονίκη να ερευνηθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Γερμανών, κάποιος Δημήτριος Γάβρος, ένας από τους δύο ιδιοκτήτες του μύλου του χωριού, έδινε την μπαταρία του μύλου στους αντάρτες που έφταναν στο χωριό για να φορτίζουν τον ασύρματό τους. Σύμφωνα με μία άλλη, λιγότερο αξιόπιστη, εκδοχή ο συνιδιοκτήτης του μύλου Ανδρέας Μότσιος είχε στην κατοχή του ραδιόφωνο, για τη λειτουργία του οποίου χρησιμοποιούταν η μπαταρία του μύλου προκειμένου να γίνονται ακροάσεις παράνομων σταθμών. Η επιχείρηση της έρευνας στο Κωσταράζι ανατέθηκε στον Μίχαελ Έμπνερ, λοχία της Στρατιωτικής Χωροφυλακής.[18] Μαρτυρίες κάνουν, πράγματι, λόγο για τη συμμετοχή Κωσταραζινών στην αντίσταση, αλλά και για άλλους που έφταναν στο χωριό για διάφορες προμήθειες και στρατωνισμό, λαμβανομένης υπόψη και της γεωγραφικής του θέσης που επέτρεπε την εκμετάλλευσή του ως ορμητήριο για επιθέσεις εναντίον των κατακτητών.[19]

Στις 12 Απριλίου 1944 γερμανικές δυνάμεις (Βέρμαχτ και SS) ερευνούσαν την περιοχή του Άσκιου όρους για αντάρτες, καθώς επίσης και για χωριά που τους βοηθούσαν, τα οποία και θα τιμωρούνταν. Στο πλαίσιο αυτό, θα διεξαγόταν και η έρευνα στο Κωσταράζι για τις πληροφορίες σχετικά με την μπαταρία του μύλου. Ο Έμπνερ έφτασε στο χωριό με διακόσιους Γερμανούς και πενήντα κομιτατζήδες. Εκείνο το πρωινό, κτηνοτρόφοι από τα υψώματα του χωριού είδαν Γερμανούς να φτάνουν και από τις δύο πλευρές. Ειδοποίησαν τους κατοίκους και οι άνδρες άρχισαν να φεύγουν προς την κατεύθυνση του βουνού και του δάσους, καθώς φοβήθηκαν. Οι Γερμανοί, νομίζοντας ότι αυτοί που φεύγουν είναι αντάρτες, άνοιξαν πυρ και σκότωσαν τον δεκατριάχρονο Δημήτριο Τσότσο.[20]

Μετά την κύκλωση του χωριού, οι κάτοικοι κλήθηκαν να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Οι Γερμανοί διέταξαν να επιστρέψουν όλοι όσοι είχαν διαφύγει, ωστόσο επειδή αυτό δεν ήταν δυνατό, όρισαν τον Δημήτριο Τσιτσή, αφού φορέσει μία λευκή πουκαμίσα, να κατευθυνθεί στο δάσος και να καλέσει τους κατοίκους να επιστρέψουν, με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα εκτελούνταν. Έτσι επέστρεψαν πολλοί, κυρίως ηλικιωμένοι. Ταυτόχρονα, δόθηκε διαταγή να εμφανιστεί ο μυλωνάς Δημήτριος Γάβρος, ο οποίος εκτελέστηκε την ίδια ημέρα.

Το βράδυ της 12ης Απριλίου οι Γερμανοί στρατοπέδευσαν στο χωριό, προκαλώντας εύλογη ανησυχία. Το επόμενο πρωί, στις 13 Απριλίου, δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στην Τρανή Στράτα, τοποθεσία πλησίον του χωριού, και αν κάποιος εντοπιζόταν στην εστία του ή μέσα στο χωριό θα εκτελούταν. Οι κάτοικοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανδρών και γυναικών, όντας βέβαιοι ότι το Κωσταράζι θα ακολουθούσε τη μοίρα της Κλεισούρας. Ταυτόχρονα, το χωριό πυρπολήθηκε, καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια, την εκκλησία και το σχολείο.

Εν τω μεταξύ, εκτελέστηκαν δύο ηλικιωμένοι, οι Δημήτριος Τσούγγος και Ιωάννης Νατσούλης που δεν επιθυμούσαν ή δεν κατάφεραν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και δύο νήπια ηλικίας δύο και ενός έτους. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν περισσότεροι από εβδομήντα άνδρες και μεταφέρθηκαν στις φυλακές Καστοριάς, οι οποίοι απελευθερώθηκαν περίπου μία εβδομάδα αργότερα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μετεγκατασταθούν σε  γειτονικά χωριά (Μαυραχώρι, Αμπελόκηποι, Μηλίτσα, Άργος κ.ά.), προκειμένου να παρεμποδιστεί η τροφοδοσία των ανταρτών.

Η επόμενη ημέρα της καταστροφής

Στην κατεχόμενη Μακεδονία, λοιπόν, ήδη από τον Μάρτιο του 1943, είχε ξεκινήσει η πυρπόληση και η καταστροφή ολόκληρων συνοικισμών από τις κατοχικές δυνάμεις, αλλά και τους αντάρτες, με τους κατοίκους να εγκαταλείπουν τα πυρποληθέντα χωριά. Η Δυτική Μακεδονία, ωστόσο, υπέστη το μεγαλύτερο ποσοστό καταστροφών σε σχέση με άλλες περιοχές. Ενδεικτικά, στον νομό Καστοριάς λεηλατήθηκαν τριάντα έξι χωριά, ενώ καταστράφηκαν πλήρως ή μερικώς περίπου είκοσι πέντε. Οι πυροπαθείς οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν σε γειτονικούς οικισμούς ή επέστρεψαν στα πυρποληθέντα χωριά τους, ερχόμενοι αντιμέτωποι με αντίξοες συνθήκες, αρχικά διέμειναν σε πρόχειρες αχυροσκεπείς καλύβες, σε στάβλους και σε αχυρώνες που διασώθηκαν, με τους άπορους κατοίκους να ανέρχονται περίπου στο 70% του συνολικού πληθυσμού του νομού τον Απρίλιο του 1945.[21]

Από τα βασικά προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πυροπαθείς αγροτικοί πληθυσμοί στον νέο τόπο εγκατάστασης, εκτός από την έλλειψη στέγης, ήταν η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τροφίμων και βασικών ειδών πρώτης ανάγκης, ρουχισμού και υπόδησης. Αποτέλεσμα του υποσιτισμού, σε συνδυασμό με τις συνθήκες υγιεινής και την εμφάνιση επιδημικών νόσων, ήταν η αύξηση της θνησιμότητας κυρίως σε παιδιά. Επιπλέον, λόγω της εκτεταμένης καταστροφής σε γεωργικό εξοπλισμό και ζωικό κεφάλαιο, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις και η κτηνοτροφική παραγωγή μειώθηκαν κατά το ήμισυ, με σημαντικές οικονομικές συνέπειες.[22] Έτσι, υπήρχε άμεση ανάγκη για την εξεύρεση γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων και την ενίσχυση των πυροπαθών οικογενειών.

Ειδικότερα, στο Κωσταράζι, κατά την πυρπόλησή του τον Απρίλιο του 1944, με εξαίρεση δεκατέσσερις κατοικίες, καταστράφηκαν ολοσχερώς διακόσια εξήντα τρία οικήματα, μεταξύ των οποίων η εκκλησία και το σχολείο, οι οικοσκευές και οι προμήθειες. Οι πολεμοπαθείς οικογένειες ανήλθαν στις διακόσιες εβδομήντα επτά, ενώ μεγάλες ήταν και οι απώλειες σε γεωργικά εργαλεία και ζώα.[23] Σύμφωνα με την απαγόρευση επανακατοίκησης από τις γερμανικές αρχές, από την επομένη της καταστροφής του χωριού, οι κάτοικοι, υπό τον φόβο της εκτέλεσης, εκτοπίστηκαν στα γειτονικά χωριά, όπου διέμειναν μαζί με οικογένειες των περιοχών αυτών.[24] Ωστόσο, το διάστημα έως και την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την Καστοριά, τον Σεπτέμβριο του 1944, οι κάτοικοι του Κωσταραζίου σταδιακά άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο τους, ήδη από την περίοδο θερισμού για την ανάγκη καλλιέργειας των χωραφιών τους. Διαμένοντας στις καλύβες που διατηρούσαν και στα υπόγεια των σπιτιών που είχαν μερικώς διασωθεί μαζί με άλλες οικογένειες, παρέμειναν στο χωριό περίπου μέχρι τα μέσα του 1947.[25]

Την περίοδο αυτή, εν μέσω των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού, σημειώθηκαν, κυρίως από την άνοιξη του 1947, μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από τις ορεινές περιοχές της υπαίθρου, με τις επαρχιακές πόλεις και τα μεγάλα αστικά κέντρα να υποδέχονται έναν μεγάλο αριθμό εσωτερικών προσφύγων. Με τον Εθνικό Στρατό να αναλαμβάνει τη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού, οι κάτοικοι του Κωσταραζίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν για ακόμα μια φορά τον οικισμό, μόλις λίγα χρόνια μετά την πυρπόλησή του, και να μετακινηθούν στο Άργος Ορεστικό, καθώς, μαζί με το Βογατσικό και την πόλη της Καστοριάς, θεωρούταν ασφαλής περιοχή, λόγω του χαμηλού υψομέτρου.[26] Σκοπός της εφαρμογής της συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής ήταν η εξάρθρωση των δικτύων που είχαν συγκροτήσει οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος στις περιοχές της υπαίθρου, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, και συνολικά των περιοχών που μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή πληροφοριών, τροφοδοσίας και ειδών πρώτης ανάγκης, καθώς και πηγή στρατολόγησης για τις μονάδες του.[27]

Για τους κατοίκους που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις πόλεις, έχοντας μαζί τους παρά μόνο λίγα προσωπικά αντικείμενα και ζώα, οργανώθηκε σταδιακά ήδη από το 1946, οπότε και παρατηρούνται οι πρώτες μετακινήσεις σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με το διάστημα που ακολούθησε, ένα σύστημα προνοιακής πολιτικής, με επικεφαλής το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ώστε να τους παρασχεθεί η απαραίτητη βοήθεια για την αποκατάστασή τους. Παράλληλα, με σκοπό τη στοιχειώδη περίθαλψη των προσφύγων, ιδρύθηκε το γραφείο της Ελληνικής Πολεμικής Περιθάλψεως, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, και ξεκίνησε η λειτουργία περιοδευόντων υγειονομικών κέντρων και κοινοτικών ιατρείων.[28]

Αρχικά, οι πρόσφυγες, που μετακινήθηκαν κατόπιν εντολής του κυβερνητικού στρατού, εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρα παραπήγματα, όπου ήταν απαραίτητες οι επισκευές, ιδιωτικά και δημόσια οικήματα, με τέσσερις και πέντε οικογένειες πολλές φορές να διαβιούν στον ίδιο χώρο.[29] Για την αντιμετώπιση των αναγκών στέγασης και τη διαμόρφωση των απαραίτητων υποδομών οι πρόσφυγες χωρίστηκαν σε κατηγορίες, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης που είχαν να αντιμετωπίσουν, και μέσω της αμερικανικής βοήθειας, που αποτέλεσε βασικό πυρήνα της προνοιακής πολιτικής, κατέστη σταδιακά δυνατή η παροχή οικονομικών βοηθημάτων, καθώς και τροφίμων και ιατρικής περίθαλψης. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική βοήθεια ανερχόταν στις 1.500 δραχμές ημερησίως για τον αρχηγό κάθε οικογένειας και 1.000 δραχμές για κάθε επιπλέον μέλος της, ενώ παρέχονταν ποσότητα 120 γρ. σε αλεύρι ή σιτάρι, καθώς και είδη ρουχισμού, υπόδησης και κουβέρτες. Επιπλέον, για τους γεωργούς πρόσφυγες αποφασίστηκε η παραχώρηση έκτασης γης για προσωρινή καλλιέργεια, γεωργικών εργαλείων και μηχανημάτων, σπόρων, λιπασμάτων και ζωοτροφών για τους κτηνοτρόφους αντίστοιχα.[30]

Με τις μετακινήσεις του αγροτικού πληθυσμού να έχουν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, η κυβερνητική πολιτική, κυρίως τα δυο τελευταία έτη του Εμφυλίου Πολέμου, στράφηκε στην προσπάθεια επαναπατρισμού των προσφύγων. Έτσι, με τη συντήρησή τους να αποτελεί τεράστιο οικονομικό βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό και την ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας, που είχε πληγεί από την ερήμωση των περιοχών της υπαίθρου, να καθίσταται επιτακτική, αρχικά επανακατοικήθηκαν οι περιοχές που αξιολογούνταν από τον στρατό ως «ασφαλείς».[31]

Το ερημωμένο Κωσταράζι, λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων, δεν επανακατοικήθηκε. Αντίθετα, με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου αποφασίστηκε, για λόγους ασφαλείας, να δημιουργηθεί νοτιότερα ένας άλλος οικισμός, το Νέο Κωσταράζι, εκεί όπου μέχρι πρότινος βρίσκονταν οι καλλιέργειες των κατοίκων. Ο νέος αυτός οικισμός ξεκίνησε να χτίζεται το 1950, αριθμώντας περίπου χίλιους κατοίκους, με τα εγκαίνια να πραγματοποιούνται τον Μάρτιο του ίδιου έτους.[32] Με απόφαση του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, τέθηκε σε  εφαρμογή πρόγραμμα για την αποσυμφόρηση των πόλεων και την ανακούφιση των προσφύγων, παρέχοντας βοήθημα για την οικονομική τους ενίσχυση, καθώς και τις πρώτες δαπάνες εγκατάστασής τους, όπως την προμήθεια ξυλείας για την κατασκευή των κατοικιών.[33]

Παράλληλα, στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής δράσης που είχε αναπτυχθεί υπέρ των επαναπατριζόμενων προσφύγων, με δράσεις και αποστολή βοήθειας από συλλόγους και φορείς, στις 26 Νοεμβρίου 1949 ο βασιλιάς Παύλος Α΄ ίδρυσε τον έρανο «Πρόνοια Συμμοριοπλήκτων», για την ανέγερση σχολείων και εκκλησιών στα πληγέντα χωριά της υπαίθρου.[34] Οι «Φίλοι του Χωριού» που ιδρύθηκαν έναν χρόνο αργότερα και αποτέλεσαν τμήμα του βασιλικού εράνου, συνέβαλλαν στην ταχύτερη ενίσχυση των χωριών αυτών. Συνολικά, «υιοθετήθηκαν» διακόσια εβδομήντα ένα χωριά, μεταξύ των οποίων και το Νέο Κωσταράζι, από οργανώσεις και δήμους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας πλήρη διανομή σε είδη βοήθειας.[35]

Μολονότι, λοιπόν, οι συνθήκες διαβίωσης στον νέο οικισμό αρχικά ήταν δύσκολες, σταδιακά σημειώθηκε ανάκαμψη. Από τον Αύγουστο του 1951, σύμφωνα με το ανωτέρω πρόγραμμα, ξεκίνησε η κατασκευή λυόμενων οικημάτων, τύπου ΡOMNEYκαι NISSEN, για την εγκατάσταση των επαναπατριζόμενων κατοίκων και η κοινότητα προμηθεύτηκε τα απαραίτητα εργαλεία και δομικά υλικά, όπως λαμαρίνες, υαλοπίνακες και κεραμίδια.[36] Για την ανέγερση των κατοικιών μάλιστα οι κάτοικοι συμφώνησαν να παραχωρήσουν τα χωράφια τους, ενώ δόθηκαν οικόπεδα περίπου 500μ. στην κάθε οικογένεια.[37]

Η μη επανακατοίκηση του Παλαιού Κωσταραζίου, ωστόσο, καταδεικνύει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν βάσει των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, με τον αγροτικό πληθυσμό και τα ορεινά χωριά κυρίως που ερημώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου να μην ανακάμπτουν. Συνολικά, ο νομός Καστοριάς, σύμφωνα με την απογραφή του 1940 και την αντίστοιχη του 1951, εμφάνισε μείωσε κατά περίπου 20.000 κατοίκους, όπως και οι νομοί Κοζάνης και Φλώρινας, με τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού ανά την επικράτεια να ανέρχεται συνολικά περίπου στο 5%. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες λόγω των συγκρούσεων, πολλοί ήταν εκείνοι που επέλεξαν να μην επιστρέψουν στα χωριά τους και να παραμείνουν στις πληθυσμιακά διευρυμένες πόλεις, γνωρίζοντας τις αντίξοες συνθήκες που θα είχαν να αντιμετωπίσουν με την επιστροφή τους στους ερημωμένους τόπους. Στις αρχές του 1960 ο αγροτικός πληθυσμός θα γνωρίσει επιπρόσθετη μείωση, όταν και θα ξεκινήσει η μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό.[38] Από το Νέο Κωσταράζι αρκετοί ήταν οι κάτοικοι που επέλεξαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία και την Αυστραλία, με τον τελευταίο από αυτούς να εγκαταλείπει το χωριό το 1967.[39]

Επίλογος: ένα (ακόμα) έγκλημα χωρίς τιμωρία

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η δικαιοσύνη ανέλαβε το βαρύτατο έργο της απόδοσης ευθυνών στους θύτες των εγκλημάτων πολέμου για να δικαιωθούν τα θύματα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, βέβαια, όπως ισχύει και για το Κωσταράζι, η δικαίωση είτε δεν ήρθε ποτέ είτε δεν είχε ακριβώς το περιεχόμενο που ανέμεναν τα αθώα θύματα: άμαχοι και κυρίως παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι.

Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο λοχίας Έμπνερ κλήθηκε πράγματι να λογοδοτήσει στην εισαγγελία της Στουτγάρδης για την εκτέλεση του Γάβρου στο Κωσταράζι, με βάση το υλικό του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στους υπόλοιπους δολοφονηθέντες ή στην πυρπόληση και καταστροφή του χωριού. Προηγουμένως, η δίωξή του για συμμετοχή στα γεγονότα της Κλεισούρας είχε ανασταλεί ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Ο Έμπνερ δήλωσε, κατά την πρώτη ανάκρισή του το 1958, ότι πυροβόλησε τον αδελφό του Γάβρου και όχι τον ίδιο, όταν εκείνος προσπάθησε να διαφύγει μετά την σύλληψή του στον μύλο και κατά την μετάβασή τους στο σπίτι του προέδρου της κοινότητας. Πυροβολώντας ο Έμπνερ, αφού ο Γάβρος δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις του, έπεσε σε ένα παρακείμενο χαντάκι χωρίς να γνωρίζει αν τελικά έζησε ή πέθανε. Λίγο αργότερα, πληροφορήθηκε από τον πρόεδρο ότι η χαριστική βολή δόθηκε από έναν στρατιώτη της μονάδας. Μάλιστα, κατέθεσε πως με δική του επέμβαση τα SS δεν εκτέλεσαν όλους τους κατοίκους, αλλά περιορίστηκαν στην πυρπόληση.[40]

Ωστόσο, οι μαρτυρίες των Κωσταραζινών έκαναν λόγο για εν ψυχρώ εκτέλεση του Γάβρου από τον Έμπνερ στην πλατεία του χωριού, αφού είχε υποβληθεί στο βασανιστικό και επιθανάτιο μαρτύριο να μαζέψει τα αβγά από τα σπίτια με την απειλή του όπλου. Έτσι, η εισαγγελία κάλεσε για δεύτερη τον πρώην λοχία σε κατάθεση το 1963. Σε αυτήν τη δεύτερη κλήση του παρουσίασε μία διαφοροποιημένη, αλλά περισσότερο λεπτομερή εικόνα: αφού ανέκρινε τον ύποπτο στο σπίτι του προέδρου και πίστεψε ότι δεν είχε επαφές με τους αντάρτες, μετέβησαν στον μύλο για να εξετάσει εκ του σύνεγγυς την μπαταρία. Στη διαδρομή ο Γάβρος προσπάθησε να διαφύγει, τον πυροβόλησε δύο ή τρεις φορές και έπεσε σε παρακείμενη πλαγιά. Δεν ασχολήθηκε περαιτέρω μαζί του κι όταν κάποιος στρατιώτης τον ρώτησε αν έπρεπε να τον αποτελειώσει, του απάντησε να κάνει όπως νομίζει, ενώ αργότερα πληροφορήθηκε από τον πρόεδρο του χωριού ότι όντως κάποιος στρατιώτης τον εκτέλεσε τελικά.[41]

Η γερμανική δικαιοσύνη αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων το 1964. Συγκεκριμένα, αν και η πράξη ήταν εγκληματική, δεν θεωρήθηκε παράνομη, καθώς ο Έμπνερ εκτελούσε διαταγές των ανωτέρων του, βάσει των μέτρων που είχαν θεσπιστεί από τις γερμανικές Αρχές για την προστασία των Γερμανών στρατιωτών, με την εκτέλεση ανταρτών –οι οποίοι δεν προστατεύονταν από το διεθνές δίκαιο– να θεωρείται νόμιμη. Βέβαια, η απόφαση να κλείσει η υπόθεση αυτή, χωρίς να επιβληθεί ποινή στους δράστες, καταδεικνύει ότι δεν δόθηκε καμία βαρύτητα στις καταθέσεις των Ελλήνων μαρτύρων και στους ισχυρισμούς περί κακοποίησης και εν ψυχρώ εκτέλεσης του Γάβρου από τον ίδιο τον Έμπνερ. Σε κάθε περίπτωση, μία μαρμάρινη πλάκα στο νεκροταφείο του Παλαιού Κωσταραζίου πιστοποιεί ότι την 12η Απριλίου 1944 ο Δημήτριος Γάβρος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.[42]

Το Κωσταράζι, μετά την καταστροφή του το 1944, αποτέλεσε μία μόνο ψηφίδα στην δυστοπική μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα. Τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές δεν περιορίζονταν σε υλικές καταστροφές, αλλά πολύ περισσότερο αφορούσαν ανθρώπους που έχασαν κόπους μίας ολόκληρης ζωής, αγαπημένα πρόσωπα και, ίσως, την ελπίδα και την πίστη τους. Η ατιμωρησία των εγκληματιών πολέμου, που έκοψαν απότομα και βίαια το νήμα της ζωής αμάχων πολιτών, παρέμεινε αγκάθι στο τραύμα της ελληνικής κοινωνίας, ενισχύοντας τη μνήμη ενάντια σε όσους προωθούσαν επίμονα τη λήθη.


* Οι συγγραφείς εκφράζουν τις θερμές ευχαριστίες τους στη Μαρία Παπαϊωάννου για την ευγενική παραχώρηση προφορικών μαρτυριών.

[1] Η διάκριση Παλαιό και Νέο Κωσταράζι δεν υφίστατο έως το 1951, όταν ουσιαστικά επανιδρύθηκε ο οικισμός σε νέα τοποθεσία μετά την υποχρεωτική εγκατάλειψη του πρώτου από τους κατοίκους το 1947. Γι’ αυτόν τον λόγο, όπου γίνεται λόγος για το Κωσταράζι έως το 1947 εννοείται ο πρώτος οικισμός και από το 1951 και εξής αναφέρεται ο μεν πρώτος ως «Παλαιό» και ο δε δεύτερος ως «Νέο».

[2] Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως [στο εξής ΦΕΚ], Α259/1918, «Περί συστάσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Φλωρίνης», Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1918.

[3] ΦΕΚ, Α257/1941, «Περί συστάσεως Νομού Καστορίας και ανασυστάσεως επαρχιών τινών εν Μακεδονία», Αθήνα, 31 Ιουλίου 1941.

[4] Σοφία Μάντζη, «Χωρικές Συσχετίσεις στον μεταβαλλόμενο τόπο: Το παράδειγμα του Κωσταραζίου Καστοριάς», διδακτορική διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2020,σσ. 47-51.

[5] Ιωάννης Θ. Τόλιος, Παλαιό Κωσταράζι. Ιστορία-Λαογραφία, χ.έ., Θεσσαλονίκη 1993, σ. 50.

[6] Στο ίδιο, σ. 52. Γενικότερα, για την πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας βλ. Γεώργιος Ι. Γιώτης, «Ελληνικά αστικά κέντρα σε πολεμική προπαρασκευή και δοκιμασία, Απρίλιος 1939-Απρίλιος 1941», διδακτορική διατριβή, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2021.

[7] Στράτος Δορδανάς, «Η Δυτική Μακεδονία κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», Δυτική Μακεδονία-Ιστορία και Πολιτισμός, Ελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008, σ. 223.

[8] Βάιος Καλογρηάς, Το αντίπαλον δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 36.

[9] Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Τα χρώματα της βίας στη Δυτική Μακεδονία 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 40.

[10] Για την Ιταλία ως κατοχική δύναμη βλ. ενδεικτικά Davide Rodogno, «Η ιταλική Κατοχή», Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας τον 20ο αιώνα, τόμ. 3, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 64 κ.ε.

[11] Ραϋμόνδος Αλβανός, «Κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή της Καστοριάς (1922-1949)», διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 208-209.

[12] Τόλιος, ό.π., σ. 64.

[13] Κοβεντάριος Δημοτική Βιβλιοθήκη [Κοζάνη], αταξινόμητο υλικό: Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή προς την Γενικήν Δ/σιν Δυτ. Μακεδονίας, «Υποβολή καταστάσεως των φονευθέντων κατά την διάρκειαν της Κατοχής κατοίκων Νομού Καστορίας», Καστοριά, 13 Οκτωβρίου 1945. Πρόκειται για τους Μαλαματή Νατσούλη, Παπανικόλα Χρυσόστομο, Βύρο Θωμά, Βλάχου Τριανταφυλλιά.

[14] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μετάφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σσ. 172-173.

[15] Στράτος Ν. Δορδανάς, «Η Δυτική Μακεδονία μέσα από τη γερμανική οπτική ως χώρος επιτέλεσης του “πατριωτικού καθήκοντος” (1941-1944)», Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Αντρέας Π. Ανδρέου, Κώστας Κασβίκης, Ιωάννης Μπέτσας (επιμ.) Κατοχή και Εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019, σσ. 64-65.

[16] Στράτος Ν. Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Εστία, Αθήνα 2007, σ. 251

[17] Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων. Το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία, 1941-1944, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 98, 114-115, passim.

[18] Δορδανάς,ό.π., σ. 440.

[19] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Μαρίας Παπαϊωάννου: Συνέντευξη Αγνή Αδάμου, Νέο Κωσταράζι, 12 Ιανουαρίου 2022.

[20] Τόλιος, ό.π., σ. 70.

[21] Γενικά Αρχεία του Κράτους-Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [στο εξής ΓΑΚ-ΙΑΜ], Αρχείο Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας [στο εξής ΓΔΔΜ]: GRGSA-IAM_ADM049.01_01_000009_00019: Βασίλειο της Ελλάδος, Γεωργική Υπηρεσία Ν. Καστοριάς (Β. Ιωάννου) προς τον νομάρχη Καστοριάς, Αριθ. 103, Καστοριά, 7 Απριλίου 1945.

[22] Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη [ΙΑΜΜ], Αρχείο Νικολάου Δέα, Αριθ. Εισ. 262 φάκ. 5: Ελληνική Πολιτεία, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως παθόντων Μακεδονίας (Α. Λέτσας) προς το Κομιτάτο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Αριθ. 1045. Στο ίδιο, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (X. Βασματζίδης), «Αι καταστροφαί της δυτικής Μακεδονίας συνέπεια της εξελίξεως των πολεμικών γεγονότων», Αθήνα, 15 Μαρτίου 1944.

[23] ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΔΜ, GRGSA-IAM_ADM049.01_000092: «Κατάστασις κατά συνοικισμούς των πολεμοπαθών οικογενειών Νομού Καστοριάς» και  «Κατάστασις ζημιών εις οικήματα ολοσχερώς καταστραφέντων συνοικισμών και μερικώς τοιούτων Νομού Καστοριάς», Καστοριά, 2 Μαΐου 1945. Επίσης, ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΕΚΠ007.01, φάκ. 1, υποφάκ. 2: Βασίλειο της Ελλάδος, Εκπαιδευτική Περιφέρεια Καστοριάς, «Κατάστασις εμφαίνουσα ονομαστικώς τα διδακτήρια τα υποστόντα ζημίας εκ του πολέμου (Βομβαρδισμοί, επιτάξεις, λεηλασίαι), το είδος της επισκευής, απαιτουμένην δαπάνην κτλ.», Καστοριά, 25 Μαΐου 1945.

[24] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Μαρίας Παπαϊωάννου: Συνέντευξη Αθανάσιος Σιάσιος, Νέο Κωσταράζι, 24 Οκτωβρίου 2021. Δορδανάς, ό.π., σ. 442.

[25] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Παναγιώτας Γκάτσιου: Συνέντευξη Βαΐα Τζίκα-Δόλλα, Χρυσούλα Γάβρου, Νέο Κωσταράζι, 25 Νοεμβρίου 2021.

[26] Αγγελική Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου», Lars Baerentzen-Γιάννης Ο. Ιατρίδης-Ole L. Smith (επιμ.), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, Ολκός, Αθήνα 1992, σ. 91.

[27] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμ. Β΄, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σσ. 593-596.

[28] ΓΑΚ-ΙΑΜ, Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος [στο εξής ΓΔΒΕ], GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000006_0005_00003: Greek War Relief Association, Inc. U.S.A. (Δ. Χαράκας) προς τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Βορείου Ελλάδος. Αριθ. 4703, Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου 1946. Επίσης, βλ. Παρθενόπη Βέργου, «Ο πόλεμος εντός των τειχών: Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Θεσσαλονίκη (1946-1949)», διπλωματική εργασία, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2020, σσ. 93-94.

[29] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Μαρίας Παπαϊωάννου: Συνέντευξη Γιώργος Νατσούλης, Νέο Κωσταράζι, 19 Ιανουαρίου 2022.

[30] ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000015_00255: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Αντιλήψεως, Διεύθυνση Κρατικής Αντιλήψεως, Τμήμα Προστασίας Απόρων (Θ. Δεσύλλας) προς Γενικούς Διοικητές και Νομάρχες, Υπηρεσίες και Γραφεία Πρόνοιας, Διαμερίσματα και Γραφεία Εφοδιασμού, Υγειονομικά Κέντρα, Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως, γεωργικές υπηρεσίες, Α΄ Β΄ Γ΄ Σώματα Στρατού. Αριθ. 45270, Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 1948. Βλ. επίσης ενδεικτικά, Γιώργος Μαυρουδής, «Εσωτερικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου στη Θεσσαλονίκη (1947-1949)», διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2020, σσ. 78-79.

[31] Βέργου, «Ο πόλεμος εντός των τειχών», σ. 112.

[32] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Παναγιώτας Γκάτσιου: Συνέντευξη Βαΐα Τζίκα-Δόλλα, Χρυσούλα Γάβρου, Νέο Κωσταράζι, 25 Νοεμβρίου 2021.

[33] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Μαρίας Παπαϊωάννου: Συνέντευξη Αθανάσιος Σιάσιος, Νέο Κωσταράζι, 24 Οκτωβρίου 2021

[34] Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές», Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Ανασυγκρότηση-Εμφύλιος-Παλινόρθωση 1945-1952, τόμ. Δ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 25.

[35] Γεννάδειος Βιβλιοθήκη Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φάκ. 92, υποφάκ. 2: Πρόνοια Συμμοριοπλήκτων υπό την προστασίαν της Α.Μ. του Βασιλέως, Τμήμα «Φίλοι του Χωριού», Αθήνα 1950.

[36] ΓΑΚ-ΙΑΜ, Αρχείο Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Θεσσαλονίκης, ADM011.01.30: Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, Γ΄ Διεύθυνση Οικισμού, 4η Περιφέρεια τομέας 4/Β (Κ. Γκίνος), «Πίναξ Β΄(Εγκύκλιος 210)», Καστοριά, 9 Αυγούστου 1951. Στο ίδιο, ADM011.01.432, διάφορα έγγραφα.

[37] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Παναγιώτας Γκάτσιου: Συνέντευξη Βαΐα Τζίκα-Δόλλα, Χρυσούλα Γάβρου, Νέο Κωσταράζι, 25 Νοεμβρίου 2021.

[38] Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο», σσ. 107-111.

[39] Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Παναγιώτας Γκάτσιου: Συνέντευξη Βαΐα Τζίκα-Δόλλα, Χρυσούλα Γάβρου, Νέο Κωσταράζι, 25 Νοεμβρίου 2021.

[40] Δορδανάς, ό.π., σ. 443.

[41] Στο ίδιο, σσ. 445-446.

[42] Στο ίδιο, σσ. 445-448.