Τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα: Αναζητώντας δικαιοσύνη σε ένα δικαστικό κενό

Ζάικος Νίκος

Τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα παραμένουν εν γένει άγνωστα στη γερμανική και ελληνική κοινή γνώμη – δεν έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη. Πρόκειται για ένα οδυνηρό θέμα που δεν έχει απασχολήσει σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό ούτε την ιστοριογραφία, ούτε και τη θεωρία του διεθνούς δικαίου. Η σιωπήαυτή εκπλήσσει, αν αναλογιστεί κανείς ότι λίγα άλλα ζητήματα έχουν δηλητηριάσει τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας σε εξίσου μεγάλο βαθμό.

Τίθεται το ερώτημα εάν τα μαζικά εγκλήματα στην Κλεισούρα, το Κομμένο, το Δίστομο, τον Χορτιάτη, τα Καλάβρυτα, το Κωσταράζι και τόσα άλλα μέρη της Ελλάδας ήταν τυχαίες πράξεις ενταγμένες στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων ή εάν εντάσσονταν σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να επισημανθεί αρχικά ότι το Τρίτο Ράιχ αντιμετώπισε το διεθνές δίκαιο – και δη το Δίκαιο του Πολέμου – με απόλυτη απαξίωση.[1]Καθ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία παραβίασε συστηματικά τις Συμβάσεις της Χάγης (1899/1907), που καθιερώνουν μεταξύ άλλων τη θεμελιώδη εθιμική αρχή της διάκρισης – δηλ. ότι κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, οι ένοπλες δυνάμεις οφείλουν να διακρίνουν τους νόμιμους στρατιωτικούς στόχους (μαχητές, στρατιωτικά αντικείμενα) από τον προστατευόμενο άμαχο πληθυσμό και τα πολιτικά αντικείμενα (ενδεικτικά, σχολεία, νοσοκομεία, χώρους θρησκευτικής λατρείας).[2]

Οι Ναζί δικαιολόγησαν την Κατοχή στην Ελλάδα, τουλάχιστον κατά το πρώτο διάστημα, ως «εισροή βορείου αίματος» για την αναγέννηση των Ελλήνων, τους οποίους θεώρησαν μία συγγενή προς τους Γερμανούς «φυλετική» ομάδα. Όμως σύντομαη αντίληψη αυτή άλλαξε και ο ελληνικός λαός αντιμετωπίστηκε ως ένα εκφυλισμένο κράμα «από πολλούς αιώνες επιμειξίας και διασταύρωσης με τους Ασιάτες και Τούρκους γείτονές του», αλλά και τον χριστιανισμό. Καθώς το βόρειο αίμα είχε αραιωθεί και χαθεί μέσα φονικές επιμειξίες, οι σύγχρονοι Έλληνες θεωρήθηκε ότι έχουν την επικαρπία «μιας περιοχής και πλήθους αριστουργημάτων των οποίων ο βόρειος λαός, ο αληθινός δημιουργός τους, παραμένει βάσει βιολογικού δικαίου ο νόμιμος κάτοχος».[3]Η φυλετική αυτή αντίληψη ίσως εξηγεί και την αγριότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε ο ελληνικός άμαχος πληθυσμός.Ειδικότερα οι Ελληνοεβραίοι αποτέλεσαν διπλό στόχο, αφενός ως πολίτες της κατεχόμενης Ελλάδας και αφετέρου ως δήθεν κατώτερη «φυλή» που θα έπρεπε να αφανιστεί από τον κόσμο, σύμφωνα με τη ναζιστική εμμονή. Εκτοπίστηκαν και φονεύθηκαν περίπου 65.000 Έλληνες πολίτες εβραϊκού θρησκεύματος στο πλαίσιο του ναζιστικού σχεδίου της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης. Οι απώλειες στη Θεσσαλονίκη έφτασαν το 96%, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.[4]Το 1943, οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο αντιποίνων για το αντιστασιακό κίνημα, θορύβησαν ακόμη και τους Γερμανούς επιτελείς, οι οποίοι παραδέχτηκαν ότι «έχουν πολλαπλασιαστεί οι πολύ σοβαρές πειθαρχικές παραβάσεις γερμανών στρατιωτών».[5]Σύμφωνα με γερμανική έκθεση, κατά την περίοδο Ιουνίου 1943 – Σεπτεμβρίου 1944 καταγράφηκαν 25.435 εκτελέσεις πολιτών και 25.728 κρατουμένων, αν και οι αριθμοί αυτοί δεν ήταν πλήρεις. Κατά το τελευταίο τετράμηνο της Κατοχής, υπολογίζεται ότι εκτελούνταν καθημερινά 91 άνθρωποι.[6]

Εάν για τη γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων ο μέσος ενδιαφερόμενος πολίτης γνωρίζει ίσως κάποια στοιχεία, δεν συμβαίνει το ίδιο για τα διάσπαρτα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν ανά την Ελλάδα με θύματα Έλληνες Χριστιανούς άμαχους.

Ο ακριβής συνολικός αριθμός των θυμάτων του πολέμου και της Κατοχής διαφέρει από πηγή σε πηγή. Σύμφωνα με μία Έκθεση της Βουλής των Ελλήνων (2016), η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση ως προς τις συνολικές απώλειες σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη, με ποσοστό 19,70% επί του συνολικού πληθυσμού.[7] Τα θύματα ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο Έλληνες πολίτες – Χριστιανοί και Εβραίοι.[8] Υπολογίζεται ότι μόνο από την πείνα πέθαναν περίπου 300.000 άτομα.[9]

Πριν από την εισβολή, η Γερμανία είχε μελετήσει και συλλέξει διεξοδικά στοιχεία για τις υλικές υποδομές της Ελλάδας: βιομηχανίες τροφίμων και ελαστικών, ναυπηγική, βιομηχανία, κλωστοϋφαντουργία, σιδηροβιομηχανία, μεταλλεύματα. Η Κατοχή είχε τα χαρακτηριστικά μίας «λεηλατικής επιδρομής» σε όλους τους παραπάνω τομείς. Μεταπολεμικοί αναλυτικοί πίνακες δίνουν την εικόνα ενός συντριπτικού πλήγματος σε κάθε κρατική υποδομή: κλοπή νομισματικού χρυσού, αχρήστευση του 40% της καλλιεργήσιμης γης και του 60-80% των χερσαίων και θαλάσσιων μεταφορικών μέσων, ανεπανόρθωτες ζημίες σε μεταλλουργικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, βιομηχανία, οικισμούς, κτίρια, οδούς, λιμένες, δομικά υλικά, υδραυλικά έργα, οικοσκευές, γεωργικά προϊόντα, μηχανήματα, σιδηροδρόμους κλπ.[10]Επίσης, οι κατοχικές δυνάμεις ενεπλάκησαν στην εκτεταμένη καταστροφή και διαρπαγή αρχαιολογικών θησαυρών.[11]

Η μεταπολεμική ποινική δικαιοσύνη δεν συνέβαλε καθόλου στη δημόσια κατανόηση της έκτασης και της φύσης των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα. Ο αριθμός των δικών είναι ασήμαντος σε σύγκριση με τον τεράστιο αριθμό των καταγεγραμμένων εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων. Πρόκειται για ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία – και ίσως αυτό το ανοιχτό ζήτημα να πυροδοτεί με μεγαλύτερη ένταση και τον διάλογο για τις γερμανικές οφειλές.

Όσον αφορά τις μεταπολεμικές διεθνείς δίκες, όλοι οι καταδικασθέντες στη διασυμμαχική δίκη για την «Υπόθεση των Ομήρων» (TheHostageCase, 1948) – δηλ. την υπόθεση για τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων πολιτών στην Ελλάδα – ήταν έως το 1952 ελεύθεροι.Οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτή ενέχονταν σε «ανθρωποκτονία, βασανιστήρια και συστηματική τρομοκράτηση, φυλάκιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυθαίρετη καταναγκαστική εργασία σε οχυρώσεις και τάφρους […] και εκτόπιση άμαχου πληθυσμού της Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας από ουλαμούς Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων για εργασία υπό καθεστώς δουλείας. […]».[12]

Έως σήμερα, η ελληνική δικαιοσύνη έχει κρίνει συνολικά λιγότερες από είκοσι υποθέσεις για τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και τη γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων. Αν εξαιρέσουμε τις 3 πρώτες χρονικά υποθέσεις, στις υπόλοιπες 6 οι κατηγορούμενοι αποφυλακίστηκαν σύντομα, ενώ στη συνέχεια δεν ξεκίνησε ποτέ η ακροαματική διαδικασία.Σύμφωνα με τον σαφή όρο τηςνεόκοπης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ), η μεταπολεμική οικονομική βοήθεια προς την κατεστραμμένη Ελλάδα και οι διμερείς εμπορικές σχέσεις θα εξελίσσονταν ανάλογα με την οριστική παύση των ποινικών διώξεων όσων Γερμανών πολιτών κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα, όπερ και εγένετο δια νόμου το 1952.Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι ελληνικές κυβερνήσεις παρέδωσαν στις αρχές της ΟΔΓ τις δικογραφίες γιαπερίπου 800 Γερμανούς πολίτες που εμπλέκονταν σε βαρύτατα εγκλήματα – κατά συρροή ανθρωποκτονίες, βασανισμούς, ληστείες, εμπρησμούς – ανάμεσα στις οποίες οι φάκελοι για το Κομμένο, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο και το στρατόπεδο Χαϊδαρίου.[13]

Τι έγινε όμως ενώπιον των δικαστηρίων της ΟΔΓ; Από το 1949 ως το 1954, η δικαστική πολιτική της ΟΔΓ ευνόησε τις αποφυλακίσεις και την παύση των ποινικών διώξεων για τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα. Όπως προβλέφθηκε, σε περίπτωση που νέα στοιχεία έδειχναν εμπλοκή των αποφυλακισμένων σε κάποια μελλοντική υπόθεση, η άσκηση νέας ποινικής δίωξηςήταν νομοτεχνικά αδύνατη.[14]Από τις 239 προανακριτικές διαδικασίες στις διάφορες εισαγγελίες της ΟΔΓ μόνο ένας από τους υπόπτους έφτασε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, σε μία περίπτωση ελάσσονος σημασίας, κι αυτός αθωώθηκε. Οι άλλες 238 προανακριτικές διαδικασίες σφραγίστηκαν με την απόφαση να μπουν στο αρχείο. Δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών για εκτοπίσεις των Ελλήνων Εβραίων. Επίσης, 6 υποθέσεις με ελληνικό ενδιαφέρον καταγράφονται ενώπιον δικαστηρίων της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Πάντως, καμία από τις 800 δικογραφίες που παρέδωσε η Ελλάδα στην ΟΔΓ από το 1952 έως το 1959, δεν έφτασε στις δικαστικές αίθουσες. Όλες οι υποθέσεις έκλεισαν «λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων» ή επειδή οι κατηγορούμενοι θεωρήθηκαν αγνώστου διαμονής – ακόμα και σε κραυγαλέες περιπτώσεις που η διεύθυνσή τους ήταν γνωστή στις αρχές. Συνεπώς, δεν υπάρχει γερμανική νομολογία για τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα – και αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση τη στιγμή που οι δίκες για εγκλήματα πολέμου σε κράτη άλλα από τη Γερμανία οδήγησαν κατά κανόνα σε σοβαρή τιμωρία.

Αλλά και σε γενικότερη προοπτική, καθ’ όλη την περίοδο από το 1945 έως το 1995, σε σύνολο 106.496 υποθέσεων, τα γερμανικά δικαστήρια εξέδωσαν 6.494 καταδικαστικές αποφάσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα.[15] Μέχρι το 1962, οι καταδικασθέντες για ανθρωποκτονία ανέρχονταν σε 155.[16] Όπως δείχνει η γερμανική νομολογία, οι δικαστές αντιμετώπισαν τα τρομακτικά ναζιστικά εγκλήματα στον ρου των ετών όλο και με μεγαλύτερη κατανόηση και ελαστικότητα, τοποθετώντας τα στο γενικότερο περιβάλλον του Εθνικοσοσιαλισμού. Όπως έχει γραφεί, «στο τέλος φαινόταν να μην υπάρχουν δράστες, παρά μόνο θύματα».[17]

Το 1975 αποφασίστηκε τέλος η εκποίηση σχεδόν ολόκληρου του αρχείου του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου της Ελλάδας και η πολτοποίησή του, χωρίς να προηγηθεί γνωμάτευση γύρω από την ιστορική σημασία των δικογραφιών.

Η έλλειψη δικαστικής ιστορίας για τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν τη θέσπιση εγχώριων «μνημονικών νόμων»κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Από το 1997, οι ελληνικές πόλεις και τα χωριά που υπέστησαν «μεγάλες καταστροφές σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές ζημίες κατά την αντίσταση εναντίον των δυνάμεων κατοχής 1941-1944» ονομάστηκαν «μαρτυρικοί τόποι» (Ν. 2503/1997). Περισσότερες από εκατό πόλεις και χωριά αναφέρονται στον θλιβερό κατάλογο. Επίσης, το 2005 θεσπίστηκε Προεδρικό Διάταγμα σχετικά με Εκδηλώσεις για την 27η Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματοςμε την ευκαιρία της 60ής επετείου της απελευθέρωσης του στρατοπέδου Άουσβιτς-Μπίρκεναου.[18]

Παραταύτα, στην Ελλάδα ανέκυψε το ζήτημα της προβληματικής διαχείρισης των ιστορικών γεγονότων από τον Δικαστή, μετά από μία Απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 3/15-4-2010). Το ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία ότι φράσεις όπως «παραμύθι του Άουσβιτς», «δήθεν βασανιστήρια των Εβραίων» κλπ αποτελούν «μόνο αμφισβήτηση» σε ένα βιβλίο που περιείχε την εξής φρασεολογία: «Εβραίος (στο θρήσκευμα) και άνθρωπος είναι έννοιες αντιφατικές, δηλαδή η μία αποκλείει την άλλη» ή «Οι Εβραίοι απαιτούν να σεβώμεθα τους ανύπαρκτους νεκρούς των. Εγώ προσωπικώς και υπαρκτοί να ήσαν, διατί να τους σεβασθώ;» Η άκρως ατυχής απόφανση απομόνωσε την Ελλάδα σε σχέση με την κρατούσα διεθνή νομολογία, και τελικά οδήγησε στην αναθεώρηση της ελληνικής νομοθεσίας για τη ρητορική του μίσους.[19]

Το 1957, ένας διπλωμάτης της ΟΔΓ στην Αθήνα παρατήρησε ότι η Ελλάδα είχε «πραγματικά υπερβεί τα όρια του δυνατού αναφορικά με τη μέσα στα πλαίσια του νόμου αντιμετώπιση» των εγκληματιών πολέμου. Όπως προσέθεσε, η ελληνική πλευρά ήταν δικαιολογημένη να αισθάνεται αδικία και πικρία, εφόσον, παρά τις βαριές απώλειες, «δεν βρήκε από τη γερμανική πλευρά την οικονομική υποστήριξη που υπολόγιζε […], την οποία έλαβαν πλουσιοπάροχα τόσο οι Γιουγκοσλάβοι όσο και οι Τούρκοι γείτονές της». Τότε η Γερμανία είχε ήδη θεωρήσει λήξαν το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων.[20]

Ας ξεκαθαρίσουμε ότι καμία διεθνής υλική επανόρθωση δεν αποτελεί αντίδοτο, ούτε και αντισταθμίζει μία ανθρώπινη απώλεια. Ωστόσο, οι πολεμικές επανορθώσεις μπορούν να  συντελέσουν έστω στη διαμόρφωση ενός πολιτισμού μνήμης. Εξάλλου, οι πολεμικές επανορθώσεις είναι ίσως το μοναδικό διπλωματικό μέσο έμπρακτης αποκατάστασης που διαθέτουν οι μεταγενέστερες κυβερνήσεις προκειμένου να αναγνωρίσουν και να στιγματίσουν τα ατιμώρητα εγκλήματα των προκατόχων τους.  

‘Όλα τα στοιχεία για το δαιδαλώδες διπλωματικό παρασκήνιο, τη νομική αιτιολόγηση και το θλιβερό χρονικό της μη καταβολής επανορθώσεων και της επιστροφής των καταναγκαστικών δανείων προς την Ελλάδα κατά τις έξι τελευταίες δεκαετίες έχουν παρατεθεί διεξοδικά στη βιβλιογραφία και δεν θα επεκταθώ – οι εύγλωττοι τίτλοι ενός σημαντικού βιβλίου για το θέμα είναι χαρακτηριστικοί: «Η Ελλάδα στο τραπέζι ως φτωχός συγγενής», «η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο περιθώριο» και «Η Ελλάδα δεν παίρνει τίποτα».[21]

Συνεπώς, η Ελλάδα είναι ένα κράτος, στο οποίο δεν υπάρχει εν γένει νομολογία για τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα – ούτε και αντίστοιχη συλλογική μνήμη λόγω της απουσίας δικών για τα εγκλήματα αυτά. Η έλλειψη αυτή θα αντιμετωπιστεί μέσω της διδασκαλίας της ιστορίας και της δημόσιας τέλεσης συμβολικών πράξεων για την περιφρούρηση της μνήμης, όπως είναι η αναφορά στα ονόματα των Ελλήνων πολιτών που υπήρξαν θύματα εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων.Ο κύκλος «έγκλημα – δίκη – ποινή» δεν έκλεισεποτέ, όπως και η αναζήτηση ουσιαστικής δικαιοσύνης μπροστά στο ανεπίτρεπτο δικαστικό κενό. Θα συνεχιστεί συνεπώς η επιστημονική συζήτηση πάνω στοοδυνηρό και άλυτο αυτό θέμα, το οποίο δεν παύει να ρίχνει τη βαριά σκιά του στη μνήμη των επιζώντων – και στις ελληνογερμανικές σχέσεις. 


[1]Detlev Vagts, “International Law in the Third Reich”, American Journal of International Law, 84/3 (1990), 661 κ.ε.

[2] Ενδεικτικά, Μιλτιάδης Χ. Σαρηγιαννίδης, Η πολεμική κατοχή στο διεθνές δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2011.

[3]J. Chapoutot, Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα, Αθήνα, Πόλις, 2012 (Lenationalsocialismeetlantiquité, PressesUniversitairesdeFrance, 2008. Μτφρ. Γ. Καραμπελιάς), σ. 134.

[4]Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ – Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας τον 20ό αιώνα. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος-Κατοχή-Αντίσταση 1940-45, τόμ. 3.1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σσ. 174, 193, υποσημ. 41.

[5] Αναφέρεται από τηΔέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου, Πολεμικές οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα. Ψάχνοντας την ηθική και υλική δικαίωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015,σσ. 25-26.

[6] Χάγκεν Φλάισερ, «Γερμανο-ελληνικές σχέσεις στη σκιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», στο Ευάγγελος Χρυσός – WolfgangSchultheiss (επιμ.), Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2010, σ. 217.

[7] Βουλή των Ελλήνων, Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, Αθήνα 2016.

[8] Βουλή των Ελλήνων (έκδ.), Μαύρη Βίβλος της Κατοχής (SchwarzbuchderBesatzung), γ΄ έκδ., Αθήνα 2012, όπου λόγος για ελληνικά «ολοκαυτώματα».

[9] Βιολέτα Χιονίδου, Famine and death in occupied Greece: 1941-1944, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2006.

[10] Ενδεικτικά, Υπουργείον Δημοσίων Έργων (έκδ.), Αι εκ του πολέμου ζημίαι της Ελλάδος αρμοδιότητος Υπ. Δ. Έργων, Αθήνα 1945.

[11] Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων, Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής, Αθήνα 1946.

[12]Nuremberg Military Tribunals, Indictments, Case No. 7, “The United States of America – against – Wilhelm List et al (Nurnberg, 10 May 1947)”, Office of Military Government for Germany (US), Νυρεμβέργη 1947, σ. 15 κ.ε. παρ. 14 τηςΚατηγορίας 4.

[13] Για τα θέματα που ακολουθούν, MarkMazower, «Τρεις μορφές πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα», στο MarkMazower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1950, μετάφρ. Ε. Θεοφυλακτοπούλου, β΄ έκδ., Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004. Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα: Εστία, 2007. Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα 2008. AnestisNessou, Griechenland 1941-1944. Deutsche Besatzungspolitik und Verbrechen gegen die Zivilbevölkerung – Eine Beurteilung nach dem Völkerrecht, Vanderhoeck & Ruprecht, Γκέτινγκεν 2009.KaterinaKrálová, Στη σκιά της Κατοχής. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010, μετάφρ. Κώστας Τσίβος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013. Ν. Ζάικος, «Έγκλημα χωρίς τιμωρία. Εθνικοσοσιαλιστικά αδικήματα στην Ελλάδα και ποινική δικαιοσύνη»,στο: Σ. Δορδανάς – Ν. Παπαναστασίου (Επιμ.), Ο μακρύς ελληνογερμανικός 20ος αιώνας, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2019, σ. 405-441.

[14]Králová, ό.π.,σ. 180 κ.ε.

[15]K. Freudiger, DiejuristischeAufarbeitungvonNSVerbrechen, J.C.B. Mohr (PaulSiebeck), Τύμπινγκεν 2002, σ. 12 κ.ε. και τη βιβλιοκρισία της P. Kornfeld στο GermanLawJournal,3/12 (2002), στην ιστοσελίδα: http://www.germanlawjournal.com/print.php?id=218.

[16]Rebecca Wittmann, Beyond justice. The Auschwitz trial, Harvard University Press, Κέμπριτζ 2005,σ. 15.

[17] P. Heberer, “Early postwar justice in the American zone. The “Hadamar murder factory” trial”, στοPatricia Heberer and Jürgen Matthäus (Eds.), Atrocities on trial. Historical perspectives on the politics of prosecuting war crimes, University of Nebraska Press/Published in association with the United StatesHolocaustMemorialMuseum, ΛίνκολνκαιΛονδίνο 2008,σ.40.

[18] ΦΕΚ, Α΄ 51 (28.2.2005), Π.Δ. 31, σ. 613 και Ν. 3218: «Η 27η Ιανουαρίου καθιερώνεται ως ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος» και ΦΕΚ, Α΄ 12 (27.1.2004), σ. 83.

[19]Για σχολιασμό, βλ. Νίκος Ζάικος, «Η άρνηση του Ολοκαυτώματος και η ελληνική δικαιοσύνη. Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ 3/15-4-2010», 70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Πρακτικά συνεδρίου, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

[20] Διπλωματικές αναφορές της Πρεσβείας της ΟΔΓ στην Αθήνα προς το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών (1957), όπως αναφέρονται από την Κωνσταντινάκου, ό.π.,σ. 410.

[21]K. H. Roth και H. Rübner, Η οφειλή των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Κατερίνη: Εκδοτικός Οίκος Ο Τόπος Μου, 2019.