Συνέντευξη Αθανάσιου Σιάσιου

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1929

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Θανάσης Σιάσιος.

Ερώτηση: Πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: Το 1929. 4 Οκτωβρίου.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Στο πάνω το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Στο Παλιό το Κωσταράζι. Οι γονείς σας ποιοι ήτανε;

Απάντηση: Γεώργιος Σιάσιος και Ελένη Βλάχου.

Ερώτηση: Και οι δύο Κωσταραζινοί;

Απάντηση: Ναι. Κωσταραζινοί.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν στη ζωή τους;

Απάντηση: Ο μπαμπάς μου έκανε και σιδεράς, έκανε και οικοδόμος. Περισσότερο οικοδόμος. Και γεωργός εν τω μεταξύ.

Ερώτηση: Μάλιστα. Η μαμά σας;

Απάντηση: Η μαμά μου, οικιακά. Αυτό το συνηθισμένα που ήταν τότε. Γεωργικά, τέτοια πράγματα. Οικογένεια μεγάλη είχαμε. Ήμασταν έξι παιδιά. 5 μάλλον. Γιατί η μία είχε πεθάνει. 5 ήμασταν. Δύο παιδιά και τρία κορίτσια.

Ερώτηση: Εσείς, σχολείο που πήγατε;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι. Απάνω. Εκεί τελείωσα το σχολείο.

Ερώτηση: Στη ζωή σας, τι δουλειά κάνετε;

Απάντηση: Βάλε από εργάτης, και τσοπάνος, και γελαδάρης. Και εργάτης. Οικοδόμος. Όλα. Όλα τα ανακάτεψα. Όλα στη ζωή ήτανε. Γεωργός… Κτηνοτρόφος… Ό, τι θέλεις έκανα.

Ερώτηση: Ας πάμε στο θέμα που μας ενδιαφέρει τώρα. Θυμάστε Πότε κηρύχθηκε ο πόλεμος, την 28η Οκτωβρίου;

Απάντηση: 28η Οκτωβρίου νομίζω ήταν και Κυριακή μέρα. Μάλλον ξημερώνοντας Κυριακή.

Ερώτηση: Πείτε μου. Πώς ήταν, τι έγινε τότε;

Απάντηση: Εμείς ήμασταν στο πάνω το χωριό, κηρύχτηκε ο πόλεμος…

Ερώτηση: Πώς μάθατε ότι κηρύχθηκε ο πόλεμος;

Απάντηση: Καμπάνες χτυπούσαν, έγινε γενική επιστράτευση. Έφυγαν όλοι οι νέοι.

Ερώτηση: Εκείνη τη μέρα έγιναν όλα;

Απάντηση: Την άλλη μέρα. Το βράδυ κηρύχθηκε ο πόλεμος, την άλλη μέρα γίνονταν αυτά. Ο κόσμος Ξεκίνησε από το χωριό, βγαίναμε στο απέναντι βουνό. Ήταν απέναντί της Αλβανίας στα υψώματα εκεί πέρα. Και φαίνονταν, και ακούγονταν και τα κανόνια. Προς το Μάλιμάδι μεριά.

Ερώτηση: Και φαινόταν καπνοί από τα κανόνια;

Απάντηση: Καπνοί δεν ήτανε. Ύστερα από κάνα δυο μέρες αεροπλάνα που βομβάρδισαν την Καστοριά.

Ερώτηση: Είχατε και κόσμο που έφυγε και πήγε και πολέμησε.

Απάντηση: Όλοι οι νέοι. Είχαν φύγει όλοι. Νομίζω ότι μέχρι το 24 είχε πιάσει. Ηλικία του 24. Είχαν πάει Όλοι στον πόλεμο. Αλλά ύστερα από κάνα δυο μέρες άρχισε να χάνεται, να ξεμακραίνεται ο πόλεμος, έφυγε πιο πίσω. Οπισθοχώρησαν Ιταλοί, και έφυγαν μέσα στην Αλβανία. Εμείς μικροί ήμασταν, και ακούγαμε ότι οι Έλληνες πήραν την Κορυτσά, θα φτάσουν και στα Τίρανα, αυτά ήταν αερολογίες. Για να παίρνει θάρρος ο κόσμος. Ναι. Όταν έπαιρναν καμιά πολιτεία χτυπούσαν οι καμπάνες. “Πήραμε το Πόγραδετς!” Αυτά γίνονταν το απόγευμα.

Ερώτηση: Μπήκαν Λοιπόν οι Ιταλοί μέσα.

Απάντηση: Ιταλοί δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. Πήγαν από το Γράμμο έφτασαν περίπου στο Επταχώρι, τους έκλεισαν εκεί, έμειναν μέσα αυτοί. Και τους αιχμαλώτισαν όλους. 600 ήταν. Ήταν ένας από τη Σιάτιστα και μεθούσε και έβγαλε και ένα τραγούδι:

“603 τους πιάσαν παραιτηθείς και πάνε στο Ζουπάνι να τους δεις”.

Ζουπάνι είναι ο Πεντάλοφος. Από το στρατό αυτό, πήγαν αντάρτες πολλοί ύστερα.

Ερώτηση: Στο Κωσταράζι είχατε προβλήματα με τους Ιταλούς;

Απάντηση: Είχαμε Ιταλούς. Έρχονται οι Ιταλοί στο χωριό. Είχαν- δεν είχαν έρχονταν. Έρχονταν κυρίως τον χειμώνα. Έκλεινε τότε το σχολείο, αυτοί τριγυρνούσαν στο χωριό. Ήταν και κυνηγοί, κυνηγούσαν. Κυνηγούσαν αυτά τα πουλιά που εμείς δεν τα τρώγαμε. Αυτοί τα τρώω. Τα έψηναν και τα τρώγανε. Επιτάξεις έκαναν.

Ερώτηση: Ήρθαν πολλές φορές για να μαζέψουν ζώα;

Απάντηση: Κάπου-κάπου έρχονταν… Ύστερα το 41, έσπασαν οι Γερμανοί το μέτωπο. Ήρθαν εδώ. Και τους βλέπαμε εμείς από τα βουνά. Ήταν πολλοί. Πολλές φάλαγγες είχαν. Πολύ Στρατός. Και το αυτοκίνητο ήταν τόσο πολύ τα το ένα με το άλλο, δεν έβλεπες δρόμο. Κι όσο θα βλέπαμε ως τη Νεάπολη, στην Κοζάνη, μέχρι εκεί έφταναν. Φαίνονταν ο δρόμος. Δεν μπορούσες να βρεις κενό μέρος να περάσεις. Μετά πέρασαν οι Γερμανοί αυτό το διάστημα από δω, μετά ήρθαν οι Ιταλοί. Έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Ιταλοί. Ήταν οι Ιταλοί, ήταν στην κυριαρχία τους. Και άρχισαν την επίταξη. Έρχονταν στο χωριό, και έπαιρναν βόδια, έπαιρναν πρόβατα, έπαιρναν ότι ζητούσαν. Κάθε χρόνο γίνονταν αυτό. Το ’42, Φεβρουάριο μήνα, ήρθαν οι αντάρτες. Ήρθαν στο χωριό οι αντάρτες. Έρχονταν οι Ιταλοί και έφευγαν οι αντάρτες. Ήρθαν μία φορά το Μάιο του ’41. Τότε ήρθαν επειδή μάζευαν τα όπλα. Τα πήγαιναν στο Βογατσικό, εκεί ήταν η αστυνομία. Τα παράθυρα είναι εκεί και τα περνάν οι Ιταλοί. Ύστερα κάποιος είχε προδώσει στο Κωσταράζι. Είπε ότι μέσα στις τρύπες κρύβουν όπλα. Μάλλον είχαν πάει πάνω στην Πτεριά, εκεί ήταν ένας δάσκαλος δικός μας. Αυτός, όταν βγήκε ο Μεταξάς, είχε δώσει μία διαταγή τότε, το ’35 με ’36, απαγορεύεται να μιλούσαν ξένη γλώσσα. Δεν υπήρχαν ούτε βλάχικα ούτε βουλγάρικα. Αυτά τα απαγόρευαν. Όποιον τον έπιαναν έπεφτε ξύλο πολύ. Αυτά τα χωριά, τα περισσότερα, δεν ήξερε κανένας ελληνικά. Όλοι μιλούσαν τα σλαβικά. Από τη Πτεριά, μέχρι εκεί πάνω στη Φλώρινα, όλα αυτά τα χωριά. Και τους έπαιρναν τους χτυπούσαν. Αυτός πρόδιδε. Ήταν σαν χαφιές. Ο Τζίκας ο Γερμανός που τον έλεγαν. Αυτός ήταν αρραβωνιασμένος. Είχε πάρει μία δασκάλα εκεί από το χωριό. Και η γυναίκα του δεν το ήθελε αυτό το πράγμα. Πήγαν εκεί να μαζέψουν όπλα οι Ιταλοί, και χτυπούσαν κιόλας. Άμα δεν έδινες όπλα χτυπούσαν. Ποιος είπε τους Ιταλούς:” θα πάτε στο Κωσταράζι. Έχω τον αδερφό μου μάστορα εκεί και φτιάχνουν τρύπες, κρύβουν όπλα και τέτοια πράγματα”. Και σηκώνονται μία Κυριακή πρωί, και έρχονται οι Ιταλοί στο χωριό.

Ερώτηση: Κυριακή ήταν τότε;

Απάντηση: Κυριακή ήταν. Το θυμάμαι πολύ καλά που ήταν Κυριακή. Ξημερώνοντας Κυριακή. Ήρθαν στο χωριό, άρχισαν να πετάν χειροβομβίδες, να πυροβολούν με πολυβόλα. Ο κόσμος δεν ήξερε τι συμβαίνει. Λοιπόν, άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες στο σχολείο.

Ερώτηση: Εσείς ήσασταν μέσα;

Απάντηση: Εγώ ήμουν μικρός. Δεν έπαιρναν τους μικρούς. Τους μεγάλους τους πήραν όλους. Και του ζητούσαν τα όπλα. Όποιος έδινε το όπλο, τον άφηναν ελεύθερο. Αυτόν που δεν είχαν όπλα, ξύλο τρεις φορές τη μέρα. Ξύλο γερό, όχι αστεία πράγματα. Αυτοί που δεν είχαν όπλα, έφαγαν το ξύλο μέχρι τελευταία. Μία βδομάδα και παραπάνω, 10- 12 μέρες έκατσαν. Πολύ ξύλο. Αυτοί που δεν είχαν όπλα. Λοιπόν, πέρασε αυτό. Μόλις πέρασε αυτό, έρχονται οι αντάρτες μετά.

Ερώτηση: Συγνώμη, να σας ρωτήσω. Μία παρένθεση. Αυτοί οι άντρες γλίτωσαν μετά;

Απάντηση: Ποιοι;

Ερώτηση: Που ήτανε μέσα στο σχολείο, που τους χτυπούσαν.

Απάντηση: Ε, τους άφησαν ελεύθερους. Έφαγαν το ξύλο, και τους άφησαν. Πολύ ξύλο έφαγαν.

Ερώτηση: Πέθανε κανένας από το ξύλο;

Απάντηση: Πέθανε ένας παππούς. Του δάσκαλου του Νίκου ο παππούς.

Ερώτηση: Ποιος; πώς λεγότανε;

Απάντηση: Ε, Τιόμος λεγότανε. Τον χτύπησαν αυτόν, έζησε κάμποσες μέρες, καμιά εβδομάδα παραπάνω, αλλά πέθανε. Από το ξύλο. Αιμοπτύσεις. Το Νάση τον Σιδέρη τον είχαν χτυπήσει πολύ. Τον δάσκαλο, πολύ ξύλο κι αυτόν. Ήταν ένας από το Άργος, που λεγόταν… ήταν κρεοπώλης. Αυτός ήξερε τα ιταλικά δεν ξέρω πως τα ήξερε, τον είχαν σαν διερμηνέα. Και πολλοί που τον γνώριζαν, τους άφηνε ελεύθερους. Βλάχος ήταν. Τους άφηνε τους βλάχους. Οι άλλοι όμως έφαγαν πολύ ξύλο. Ο Μπέκας έφαγε πολύ ξύλο. Και ο Μπέστας ο Τζήκας. Και αυτός, ναι. Έφαγαν πολλοί. Πολύ ξύλο. Αφού έτρεχαν τότε αυτοί, είχαν μία εβδομάδα που γυρνούσε τα άλογα, και όποιον έβρισκαν τον μάζευαν και τον έφερναν στο σχολείο. Ξύλο πολύ. Τίποτα βέβαια, αλλά έπιαναν κανέναν, τους έδιναν. Τρεις φορές τη μέρα τους χτυπούσαν. Α, και ο Μπρανίτσας. Που τον είχε βάλει ο διάβολος, είχε μάσει κανά 9 όπλα ιταλικά. Τα είχε σε μία κάσα μέσα. Και το είχε στον κήπο του παραχωμένα. Όταν ζητούσαν όπλα για να γλιτώσουν το ξύλο, λέει: ” έχω και εγώ όπλα”. Τον παίρνουν Ιταλοί: “που τα ‘χεις”, “Εκεί.” πηγαίνουν με τους Ιταλούς εκεί πέρα και τα βρίσκουν. Τα είχε αραβίδες μες στην κάσα στον κήπο εκεί πέρα. Αμέσως πήγε εξορία. Κι έκατσε στην Ιταλία Μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.

Ερώτηση: Α, αιχμάλωτο τον πήρανε.

Απάντηση: Τον πήραν αιχμάλωτο.

Ερώτηση: Πώς ήταν το όνομα του;

Απάντηση: Μπρανίτσας Αθανάσιος. Τον πήραν, πάει στην Ιταλία, για αυτό και τον Θανάση τον Τσάκα είχαν πάρει. Είχε και αυτός όπλο ιταλικό. Σκότωσες Ιταλό και το πήρες; τον πήραν κι αυτόν. Αλλά πώς τα κατάφερε αυτό στην Καστοριά, είχε κανέναν γνωστό… αλλά κατάφερε βγήκε. Ο Μπρανίτσας πήγε στην Ιταλία, έκατσε ως το τέλος του πολέμου. Κάνα δυο χρόνια. Τόσο περίπου έκατσε….

Ύστερα, την άλλη χρονιά… Το ’41 Σκοτώθηκε ένας ξάδερφός μου ένα μικρό παιδί. Ήταν πέντε χρόνια μικρότερος από μένα. Πέταξαν οι Ιταλοί χειροβομβίδα στο ρέμα στο χωριό. Και πολλές χειροβομβίδες δεν έσκαζαν. Και πήρε αυτός και την επεξεργάζονταν, παιδιά ήταν. Η χειροβομβίδα τον έσκασε στα χέρια στα μάτια και πέθανε.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός;

Απάντηση: Νικόλαος Σιάσιος.

Ερώτηση: Οι Ιταλοί, μετά που χτύπησαν τον κόσμο, ξαναήρθαν στο χωριό;

Απάντηση: Μετά ήρθαν κάνα δυο φορές, διαδρομή για επίταξη όμως. Μετά πέρασε ο χρόνος αυτός, το Μάη χτύπησαν αυτό τον καιρό, την άλλη χρονιά ύστερα, την άνοιξη βγήκαν οι αντάρτες.

Ερώτηση: Ποιοι αντάρτες;

Απάντηση: Το ΕΛΑΣ. Πέρασε το πρώτο το ΕΛΑΣ. Είχαν έρθει το απόγευμα. Εμείς ήμασταν πάνω στο Πούζι, ερχόμασταν κατά εδώ με τα γελάδια. Ξέραμε ότι θα έρθουν. Έλεγαν ότι θα ‘ρθουν. Αλλά δεν το πιστεύαμε.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν;

Απάντηση: Αντάρτες. Ήταν κάνα σαρανταριά.

Ερώτηση: Ποιοί ήταν; κανέναν δεν θυμάστε:

Απάντηση: Δεν τους θυμάμαι, όχι.

Ερώτηση: Ας πούμε, επειδή είπατε για τον Γιαννούλη.

Απάντηση: Ο Γιαννούλης ήταν στο δεύτερο αντάρτικο. Στο πρώτο δεν ξέρω ποιοι ήταν.

Ερώτηση: Εντάξει. Τον πρώτο τον ΕΛΑΣ όπως είπατε και εσείς. Ήρθαν για να κάνουν την εθνική αντίσταση. Πήραν άτομα από το χωριό; έγιναν αντάρτες;

Απάντηση: Όταν ήταν οι Γερμανοί. Όχι με τους Ιταλούς.

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Το ’42 ήρθαν οι αντάρτες. Φεβρουάριο με Μάρτιο. Δεν θυμάμαι ακριβώς συγκεκριμένα. Ποιες μέρες είχαν έρθει.

Ερώτηση: Επιστράτευσαν άντρες από το χωριό;

Απάντηση: Ένας έφυγε μόνο. Όταν ήρθαν στο χωριό, έβαλαν πρόεδρο, όρκισαν τον Χρήστο τον Γκαύρο. Πρώτος πρόεδρος του ΕΛΑΣ ήταν αυτός. Λοιπόν, έφυγε ο Κώτσος ο Πουτούβας εκείνο το βράδυ. Τον έβαζαν καραβάνι, παγούρια, τον ετοίμασαν. Ναι πηγαίνω, Κώτσιας, δεν ξέρω Αν είχε όπλο ή δεν είχε. Κατέβασαν στην πλατεία κάτω, ήταν ένας Πλάτανος εκεί. Εκεί έριξαν τρεις σφαίρες, πυροβόλησαν εκεί. Μ’ ένα όπλα, Λέτζερ μου φαίνεται το έλεγαν. Ποιοι έκαψαν όλα τα βιβλία από Το κοινοτικό κατάστημα. Όλα τα βιβλία, όλα τα αρχεία. Τα κάψανε όλα στην πλατεία εκεί. Λοιπόν, Προέδρο αυτόν και φεύγουν.

Ερώτηση: Γιατί τα έκαψαν τα βιβλία;

Απάντηση: Καινούργια ζωή προχωρεί. Αυτό ήταν το σύστημα που είχαν αυτοί για πρώτη φορά. Ο Πρόεδρος ήταν αυτός. Άλλες επιτροπές δεν θυμάμαι. Έφυγαν οι αντάρτες το βράδυ, μετά κάνα 10-15 μέρες έρχονται Ιταλοί και βομβαρδίζουν το χωριό. Με τα αεροπλάνα. Σκότωσαν 4-5 άτομα. Τότε είχαν σκοτώσει: Του Θωμά του Παχύ τη γυναίκα. Μία. Τον Θωμά τον Βύρου δυο. Ένα παιδί της Κώτσαινας της Βλάχας νομίζω, αυτό το πήρε κάνα βλήμα, την Βαγγέλινα, του Θωμά του Βαγγέλα τη γιαγιά… Λοιπόν, άλλο ποιό ήταν σκοτώσει… τον Τζόνι του Παπανικόλα που είναι στο Άργος στον πατέρα, τον Γιάννη αυτόν. Τώρα και κανέναν άλλον… Δεν θυμάμαι. Τους σκότωσαν αυτούς τα αεροπλάνα. Και σηκώνονται το βράδυ την άλλη μέρα νωρίς, και μαζεύονται στο χωριό, και λένε:” τι να κάνουμε;” “Να πάμε στους Ιταλούς να παραπονεθούμε γιατί μας βομβάρδισαν”. Συγκεντρώθηκαν και έβγαλαν μία απόφαση να στείλουν την επιτροπή στην Καστοριά. Τον παπά…

Ερώτηση: Ποιος ήταν παπάς τότε;

Απάντηση: Ο Γαλάνης.

Ερώτηση: Ο Άνθιμος;

Απάντηση: Ναι. Ο Άνθιμος. Λοιπόν, ο Γαλάνης, Λεωνίδας ο Βύρος, με τον Παντελή τον Μπάγκο. Αυτοί ήταν τότε οι προύχοντες του χωριού. Είχαν περιουσίες και πρόβατα. Και πήγαν λοιπόν στην Καστοριά. Πήγαν στο Φρουραρχείο της Καστοριάς. “Πόθεν είστε;” “Από το Κωσταράζι”. “Τι ζητάτε;” “Μας βομβάρδισαν στο χωριό. Γιατί;” Λένε οι Ιταλοί:” Ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό; Ήρθαν. Πόσες μέρες ήταν οι αντάρτες εκεί;” Λένε: “Έχουν 17 μέρες.” “17.000 οκάδες πρόβατα θα μας φέρετε στην Καστοριά. Αλλιώς, θα σας βομβαρδίσουμε ξανά. Κι αν ξανάρθουν οι αντάρτες, πάλι θα σας βομβαρδίσουμε “.

Λοιπόν, ήρθαν στο χωριό αυτοί το βράδυ και λένε: “Αυτό συμβαίνει”. Την άλλη μέρα έμασαν κάτι τρόφιμα, τα ετοίμασαν, τα πήραν, βγαίνει ο Κώτσος ο Κουντούβας ο πρώτος αντάρτης πού είχε πάει, και λέει: “Δεν αφήνω να ξεκινήσουν. Δεν θα πάνε Καστοριά”. Ο Στεργιάκας είχε και αυτός μία Βαρέλα κρασί. Είχε αμπέλια αυτός. Λοιπόν, τον κόβει μία παταριά τον αντάρτη, “Τώρα θα δεις τι θα σε κάνω εγώ”. Λοιπόν, έφυγε η φάλαγγα να τα πάει στην Καστοριά. Μετά ήρθαν οι αντάρτες. Και ρώτησαν: “ποιος πάει επιτροπή στην Καστοριά;” “ο παπάς, ο Λεωνίδας ο Βύρος, ο Πανταζής ο Μπάγκος”. Τους πήρανε στο Επταχώρι και τους τράβηξαν ένα μπερτάκι καλό. Πήγαν οι οργανώσεις από εδώ και τους άφησαν ελεύθερους. Ο παπάς είχε τον φόβο αυτό ο φουκαριάρης  ύστερα.  Έρχονταν οι αντάρτες, μάζευαν το ψωμί. Έρχονταν ύστερα Γερμανοί: “ήρθαν οι αντάρτες;” Να πει ότι ήρθαν, φοβόταν. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ξανά οι Ιταλοί δεν πάτησαν στο χωριό. Από τη Νεάπολη δε, το Βογατσικό, είχαν μία τρύπα εκεί κάπου κάτω από τον Άη- Θανάση. Όταν φοβόταν σε αυτή την τρύπα πήγαιναν οι Βογατσιώτες και κρύβονταν, εκεί. Ήταν δύο παπάδες και 13-14 άτομα. Από τη Νεάπολη όμως αυτή με τα κιάλια τους έβλεπαν που ανέβαιναν και κατέβαιναν. Εκεί στην τρύπα.  Συγκεντρώνεται ένα τμήμα, δεν ξέρω πόσοι ακριβώς ήταν, και την άλλη χρονιά ξεκινούν από τη Νεάπολη μία φορά. Το ‘42 γίνεται αυτό το πράγμα. Πάλι το Μάιο μήνα. Αυτόν τον καιρό. Έρχονται στο Βογατσικό, τους βρίσκουν μέσα στην τρύπα εκεί, και τους σκοτώσαν και τους 14. Ήταν μέσα εκεί τους εκτέλεσαν όλους. Και παίρνουν τα βουνά- τα βουνά, στην κορυφογραμμή, και όπως πάει η κορυφογραμμή, ήρθαν και στο χωριό το δικό μας. Εμείς τους είδαμε, ήταν ο Στρατός όλο με τα μουλάρια, με τα πολεμοφόδια  κατέβηκαν στο χωριό μέσα. Λοιπόν έκατσαν όλη μέρα εκεί. Μάζεψαν αυγά, κοτόπουλα, τέτοια πράγματα. Άλλο τίποτα δεν υπήρχε. Λοιπόν του Τσαμέ το σπίτι, ήταν ένα σπίτι καλό, περιποιημένο. Και του Θανάση του Τζήκα το σπίτι, και άλλα. Τα καίνε τα 50 σπίτια αυτά. Και το βράδυ οι Ιταλοί έφυγαν.

Πρώτα όμως, ξέχασα να πω, εμείς είχαμε κάτι μαντριά εδώ κάτω. Ερχόμασταν εδώ και αλωνίζαμε το καλοκαίρι εδώ με τα ζώα. Ρίχνουμε το άχυρο μέσα στις αχυρώνες για να τρώνε τα ζώα, να έχουμε. Και μία φορά, κατεβαίνει ο παπάς από πάνω από το χωριό, πηγαίνουμε φορτώσει τα άχυρα, αυτό τώρα Δεν θυμάμαι, πρέπει να ‘τανε πιο μπροστά το ’42 το Μάρτη το μήνα. Ή τον Φεβρουάριο. Ήρθε να πάρει άχυρο ο παπάς. Ήτανε λίγο κουφός. Δεν με άκουγε. Την αχυρώνα την είχε κάνα 50 μέτρα πιο κάτω από μας. Ο μπαμπάς μου είχε χωθεί στη δικιά μας την αχυρώνα να μάσει άχυρα, και ο παπάς στη δικιά του. Αυτοί έρχονταν από κάτω. Ένας λόχος, η Καβαλαρία. Οι Ιταλοί. Ο Γιώργος ο Μπάγκος άκουσε τα άλογα, το θόρυβο που έκαναν. Βγαίνει από την αχυρώνα, βλέπει τους Ιταλούς. Το ‘σκασε σιγά-σιγά. Στον Αι- Θανάση τον έφτασαν αυτοί με τα άλογα. Χτύπησαν εκεί, έπεσε χαμηλά, αυτός βγήκε στο δικό μας το χωράφι εκεί πάνω. Αντί να κρυφτεί μέσα στα λακκώματα εκεί, έφευγε κάτω. Από πάνω τον είδαν αυτοί που έφευγε για την Μπάνια κάτω, και τρέχουν με τα άλογα, ο Μιλτιάδης ο μακαρίτης ο Μπολογιάννης ήταν εκεί στην άκρη στο ποτάμι, ” τρέχα Μιλτιάδη, θα μας σκοτώσουν οι Ιταλοί “, του λέει,  και τους έφτασαν εκεί, και τους σκότωσαν ούτε εκεί. Τους άφησαν εκεί.  Παν κι αυτοί. Πάει ο πατέρας μου κοιτάζει καμιά φορά δεν είναι. Κοιτάζει κατά εκεί, του πήραν και το γομάρι. Είχε ένα γουμάρι και του το πήρανε. Τον πατέρα μου δεν τον πείραξαν τίποτα. Κοιτάζει, δεν είναι, φωνάζει, πουθενά δεν είναι. Ούτε πήρε χαμπάρι. Ξεκίνησε να φύγει κατά πάνω, από πίσω έρχεται ο Μιλτιάδης που έκατσε εκεί και κρύφτηκε.  Τον φτάνει εκεί στο Σταυρό στη σμίξη παραπάνω, τον λένε τον πατέρα μου: ” πού είναι ρε;” “, α εδώ παραπάνω”. ” Μα τον σκότωσαν, μαζί με τον Μιλτιάδη”. ” τι λες ρε;” του λέει.

Ερώτηση: Για τίποτα δεν τους είχαν.

Απάντηση: Τους σκότωσαν σαν για τίποτα. Δεν τους θεώρησαν ανθρώπους. Και έφυγαν αυτοί. Μου φαίνεται ότι κατά δω ήρθαν, να πάνε στο Άργος ήθελαν.

Ερώτηση: Έχετε περιοχή Μπάρα;

Απάντηση: Πως δεν έχουμε. Είναι τα σπίτια εδώ πάνω. Τα τελευταία τα σπίτια εδώ στην άκρη.

Ερώτηση: Που, πάνω στο δρόμο;

Απάντηση: Πάνω στο δρόμο. Πηγαίνοντας για τη Μηλίτσα στον παλιό το δρόμο.

Ερώτηση: Μου έχουν πει ότι μεταπολεμικά είχαν έρθει οι Ιταλοί, και επειδή σκοτώθηκαν κάνα δυο είχανε στήσει ένα εκκλησάκι. Το ξέρετε αυτό;

Απάντηση: Οι Ιταλοί; εκκλησάκι; δεν το ξέρω αυτό, δεν υπάρχει εκκλησάκι. Ούτε και πουθενά αλλού ξέρουμε να υπάρχει εκκλησάκι.

Ερώτηση: Εντάξει. Ας προχωρήσουμε λίγο. Πείτε μου τώρα για τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί Γιατί να ‘ρθούνε πάνω στο Κωσταράζι; Δεν ήταν και εύκολο. Δρόμος υπήρχε;

Απάντηση: Θα σου πω και για αυτό. Μόλις ήρθαν οι αντάρτες εδώ, και άρχισαν να επικρατούν οι αντάρτες εδώ, οι Ιταλοί άρχισαν να φεύγουν και να πηγαίνουν με τους αντάρτες.

Ερώτηση: Α, είχατε και τέτοια.

Απάντηση: Βέβαια. Έφευγαν οι Ιταλοί, πήγαιναν με τους αντάρτες. Γίνονταν ένα τμήμα. Κι από κει που λέει τι γίνεται εδώ και έτσι οι Γερμανοί τους από τους αποξένωσαν. Τους πέταξαν έξω, και ήρθαν οι Γερμανοί εδώ. Οι Γερμανοί είχαν το εκτελεστικό. Σκότωνες έναν Γερμανό, σκότωναν αυτή ένα χωριό ολόκληρο. Αυτό γίνονταν ύστερα.

Ερώτηση: εσείς, τι; σκοτώσατε Γερμανό;

Απάντηση: Μετά, ύστερα, τι έγινε τι έγινε… Εμείς εδώ στο χωριό, είχαμε κάτι επιτροπές. Είχαν βάλει οι αντάρτες τότε επιτροπές. Λοιπόν, ήρθαν οι Γερμανοί, και βάζουν δικό τους πρόεδρο. Έβαλαν τον Λεωνίδα το Βύρο και τον Φώτη τον πρόεδρο. Οι Γερμανοί. Οι αντάρτες είχαν τα δικά τους. Και έρχονταν οι Γερμανοί, ήρθαν λίγες φορές από 20- 25 άτομα, έρχονταν στο χωριό, έκαναν μία επιθεώρηση και έφευγαν. Ύστερα τραβούν οι αντάρτες και πιάνουν δύο αυτοκίνητα μία φορά που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη. Εδώ στο Γκιόλι. Ήταν η γέφυρα στο Γκιόλι εκεί, περνούσαν από κει και πήγαινε για Θεσσαλονίκη. Ένα αυτοκίνητο Το είχαν ψάρια φορτωμένο, και ένα αυτοκίνητο γριβάδια, και το άλλο το είχαν καρύδια. Το πιάνουν οι αντάρτες εκεί, το ξεφορτώνουν, και τα φορτώνουν σε γαϊδούρια από τους Αμπελόκηπους. Και τα φέρνουν στο Κωσταράζι όλα. Τα ψάρια και όλα, τα έτρωγαν, τα μοίραζαν στο αντάρτικα αυτοί, αλλά η αλήθεια είναι ότι μοίραζαν και στον κόσμο. Είχαν κάτι οργανώσεις εδώ. Οι αντάρτες, άρχισαν Και αυτοί να επιτάσσουν κάτι πρόβατα για να τρώνε. Έλεγαν για παράδειγμα: “πόσα πρόβατα έχεις; τόσα κιλά γάλα θα φέρεις”. Ή τίποτα αρνιά που έσφαζαν και έτρωγαν. Εμείς που είχαμε βγει από το σχολείο, τότε ήταν το ’43, έρχεται ένας παππούς αυτοί που ήταν στο χωριό εκεί η επιτροπή, είχαν Πρόεδρο αυτοί από τον ΕΛΑΣ αλλά κυβερνούσαν οι παλιοί, αυτοί που είχαν το προεδρείο από πιο παλιά. Του ΕΛΑΣ ο Πρόεδρος Ήταν για τον τύπο. Κυβερνούσε ο Τζιόλας, ο Γκουντής, αυτοί ήτανε. Και το Γκουντή τον είχανε,  αυτός κλώθονταν στους αντάρτες όλο, τον είχαν στις εισπράξεις αυτόν. Και έρχεται ο Θανάσης ο  Ντίμιος μία φορά και λέει: “θα φέρεις 3 κιλά γάλα”. Αυτός δεν το έφερε το γάλα εκείνη την ημέρα. Το φέρνει την άλλη μέρα. Και να τύχει να είμαι εκείνη την ημέρα υπηρεσία εγώ. Μας είχαν από δύο άτομα μόλις βγαίναμε από το σχολείο, έστελναν κάθε μέρα αγγελιοφόρους των Γερμανών στο Βογατσικό. Στη Μηλίτσα. Να φωνάζουμε τον κόσμο από το σπίτι, τέτοια πράγματα. Υπηρεσία, να προσφέρεις υπηρεσία. Λοιπόν έρχεται ο Θανάσης ο Ντίμιος την άλλη τη μέρα, φέρνει το γάλα εκεί, του λέει ο Γκουντής: “γιατί δεν έφερες το γάλα χθες;” “ε, δεν μπόρεσα, είχα δουλειά “. “Για τιμωρία θα φέρεις άλλα τρία κιλά”. Εκεί ήταν ένας καπετάνιος από τη Μεταμόρφωση.

Ερώτηση: Ποιος ήταν; θυμάστε;

Απάντηση: Ιωσήφ λεγόταν. Τώρα το επώνυμο δεν το θυμάμαι.

Ερώτηση: Δεν πειράζει.

Απάντηση: Ιωσήφ λεγόταν. Λοιπόν, κάθεται παρακολουθεί και δεν λέει τίποτα. Ήμασταν εγώ, αυτός και ο Θανάσης ο Ντίμιος. Σηκώνεται αυτός και του λέει: “έχεις παιδιά;” μεγάλος ήταν, τα ρούχα του δεν ξεχώριζαν από τα τσουράπια που τα λέγαμε τότε. “έχω”, του λέει αυτός. “πάρε το γάλα, και ξανά να μη σε δω εδώ”, του λέει. Και λέει σε αυτόν τον Γκούντι: “το βράδυ θα τα πούμε με σένα”. Δεν μου πάει εμένα η ιδέα τι γίνεται. Τελείωσε αυτή η δουλειά, και το βράδυ αυτοί κάνουν συνέλευση.  Και τους πετάξουν όλους έξω από την επιτροπή που ήτανε. Τον Γκουντή,  τώρα ο Σιδέρης, ήταν δάσκαλος στο χωριό, και μπορεί να τους είχαν για γραφική ύλη.  Και ήταν ακόμα κάνα δυο. Τέλος πάντων. Την άλλη μέρα έβαλαν άλλους. Αυτός όμως τους φάνηκε ζόρι. Κόπηκαν αυτά που είχαν και έκαναν και επιτάξεις μαζί. γιατί τα πήγαιναν στα σπίτια τα δικά του στις επιτάξεις έπρεπε να μαζεύουνε και για τους φτωχούς. Αυτοί τον τενεκέ το σιτάρι τον πήγαιναν στα σπίτια τους όμως. Και συγκεντρώνονται μία μέρα, και φεύγουν από το χωριό, και πηγαίνουν στην Καστοριά.  Ήταν όμως και ένας αντάρτης, από κάτω από την Πελοπόννησο, Αντώνη τον έλεγαν. Τώρα το επίθετο δεν το θυμάμαι. Και πάνε στην Καστοριά με τους Γερμανούς. Και ήταν μέσα στο Φρουραρχείο το ιταλικό. Εκείνος ο Αντώνης και τούτος ο δικός μας εδώ, ήταν μέσα.  Φεύγουν από κει και πιάνουν μία οργάνωση στο Βογατσικό. Δεν ξέρω πώς τους έλεγαν. Τώρα ήταν οργάνωση, δεν ήταν, τους είχαν οι αντάρτες στο μάτι… Τους φέρνουν στο χωριό και τους τραβούν ένα ξύλο, πιο μπροστά από το τη Μεγάλη Εβδομάδα ήτανε. Ξύλο πολύ. Ένας πέθανε, ένας Τακαντζιάς. Από το ξύλο. Επί Γερμανών γίνονταν αυτά τα πράγματα τώρα. Λοιπόν έκαναν ότι έκαναν με το αυτοκίνητο, εκεί ήταν η πρώτη στάση που τους πήγαιναν, και μετά έκαναν ότι έκαναν οι αντάρτες. Αυτό ήταν το φυλάκιο. Στο χωριό το δικό μας. Λοιπόν, τους πήραν οι Γερμανοί, τους φέρνουν πάνω στο χωριό οι αντάρτες, μα τι ξύλο έφαγαν. Τόσο πολύ ξύλο, που ένας θυμάμαι γιατί ήμασταν υπηρεσία εκεί, μας είχαν βγάλει έξω εμάς,  αλλά ακούγονταν μέσα που χτυπούσε, πολύ ξύλο.

Ερώτηση: Που τους χτυπούσαν;

Απάντηση: Στο Κωσταράζι. Στο σχολείο μέσα. Και πήγαιναν από μία βρύση που περνούσε έξω από το σχολείο, που είχε νερό, βγήκαν με τα τενεκεδάκια αυτά,  με τις κονσέρβες και έπαιρναν νερό, και τους έριχναν νερό να συνέλθουν. Τους έριχναν νερό οι αντάρτες εκεί, συνέρχονταν λίγο, άντε πάλι άιντε πάλι ξύλο. Το μεσημέρι πάλι ξύλο. Τέλος πάντων, όσο τους έδειραν. Πέρασε η προθεσμία, τους απελευθέρωσαν και αυτούς. Ο Τακαντζιάς πέθανε. Ήταν καρδιακός, πέθανε. Και οι Γερμανοί τα γράφουν όλα αυτά. Και ήρθαν στο χωριό ύστερα, για να μας εκτελέσουν όλους.

Ερώτηση: Πότε ήρθαν;

Απάντηση: Το ’43 ήρθαν. Να πούμε πρώτα για τον παπά. Το ’43 ήρθαν στο χωριό οι Γερμανοί. Το προηγούμενο βράδυ πέρασαν όμως οι αντάρτες από το χωριό. Μάζεψαν τίποτα ψωμιά τίποτα τέτοια πράγματα, φαγώσιμα. Μάζεψε και ο Πάπας, και δικά του και άλλων. Ήταν αρχηγός. Λοιπόν, ήρθαν οι Γερμανοί το πρωί. Πρώτα πέρασαν από τον άλλον παπά που είχαμε τον παπα- Θανάση. Αυτός ο Πάπας είχε σπίτι στην άκρη. Του χτύπησαν την πόρτα, βγήκε και τους είπε: ” δεν ξέρω τίποτα εγώ. Δεν είμαι ο παπάς εδώ. Άλλος είναι ο εφημέριος εδώ. Εγώ είμαι αλλού, σε άλλη εκκλησία.” Τέλος πάντων, πήγαν βρήκαν τον τοπικό τον παπά, και του λένε: “μάζεψες ψωμί;” ενώ ήξεραν ότι μάζεψε ψωμί. Προδόθηκε η δουλειά. Η αιτία ήταν. Τον είχαν για καθάρισμα τον παπά. Αυτός έλεγε “όχι”. Τον πήραν τον παπά. Τον πήγαν στο σπίτι του. Του είπαν να βάλει φωτιά στο σπίτι του. Το έκαψε το σπίτι ο παπάς. Τον πήραν από κει, τον πήγαν πέρα στο βουνό εκεί στην άκρη, και τον σκότωσαν ήταν με πέτρες. Ιούλιο με Αύγουστο ήτανε. Το καλοκαίρι το ’43. Το ’44 έκαναν και αυτά τα κακά που έδειραν τους Βογατσιώτες. Αυτό που έγινε με τα ψάρια και τα αυτοκίνητα που τα ξεφόρτωσαν. Αυτοί τα έγραφαν όλα. Και πόσα άλλα. Και ύστερα ένας λόχος η τάγμα, τι ήταν από την Κορησό, και ένα άλλο ήρθε από τη Νεάπολη.  Είχαν ένα πρόσταγμα. Όποιος μπει πρώτος μέσα, αυτός έχει τη διοίκηση της καταστάσεως. Ό,  κι αν συμβεί. Ο άλλος θα ακολουθήσει. Λοιπόν, και ξεκινάει και ήρθε από την Κόρινθο το πρώτο τάγμα αυτό, σε αναζήτηση ομάδας πέρασε από τα δικά μας τα βουνά εκεί…

Ερώτηση: Ήταν αυτό πότε ήταν αυτό;

Απάντηση: Τη μεγαλοβδομάδα του ’44 ήτανε. Και ήρθε στο χωριό επάνω. Ο κόσμος ούτε ήξερε κανένας. Άρχισαν να ρίχνουν με τα πολυβόλα.

Ερώτηση: Οι αντάρτες δεν είχαν πάρει χαμπάρι για να ειδοποιήσουν τον κόσμο;

Απάντηση: όχι, δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Δεν θα πήραν χαμπάρι φαίνεται. Λοιπόν, έφυγε ο κόσμος στα άλλα κόμματα κατά δω κατά κει, σκότωσαν και ένα παιδί. Τον Τσότσο.  Έκανε να τρέξει στα Καλύβια εδώ πιο κάτω. Ήταν δύο χρόνια πιο μικρός από μένα. Τον χτύπησαν εκεί. Το σκότωσαν το παιδί. Λοιπόν, ήρθαν στο χωριό αυτοί, ζητούσαν τους μυλωνάδες.

Ερώτηση: Ποιοι ήταν οι μυλωνάδες;

Απάντηση: Ο Μότσιος ο Ανδρέας, και ο άλλος Δημήτριος Γαύρος. Είχαν το μύλο με πετρέλαιο. Αυτός ο μυλωνάς ήταν πλούσιος κρατιόταν καλά, και είχε αγοράσει ένα ράδιο. Προπολεμικά. Το μόνο ράδιο που υπήρχε στο χωριό τότε. Το δικό του ήτανε. Και ποιος ήξερε από τέτοια πράγματα τότε, όλο αγγλικά μιλούσε αυτό. Και το έβαζαν στο χωριό τότε να ακούν όλοι.

Ερώτηση: Ποιανού ήτανε;

Απάντηση: Ο Μότσιος. Και ύστερα ήρθαν οι αντάρτες, το ζήτησαν, και το πήραν το ράδιο. Και πήγαιναν τις μπαταρίες και τις γέμιζαν στο μύλο. Για να έχουν οι αντάρτες. Ο Λεωνίδας ο Βύρος με τον Φώτη τον Τομόπουλο πρόδωσαν τη δουλειά. Λοιπόν. Τέλος πάντων, αυτοί, οι Γερμανοί, έψαχναν τούς μυλωνάδες να βρουν να τους καθαρίσουν. Λοιπόν, ο ένας ο μυλωνάς, αυτός που ήταν πλούσιος, έφυγε αυτός. Με τον παραμικρό που έβλεπε κρύβονταν να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Ναι αλλά, εδώ μου λες ότι σας έπιασαν στο ξαφνικά δεν ξέρετε ό τι θα ‘ρθουνε. Πως κατάφερε και έφυγε αυτός;

Απάντηση: Όλοι προφυλάγονταν τότε. Δεν προειδοποιούσε κανένας. Όλοι προφυλάγονταν. Αλλά, αυτοί οι πλούσιοι έφευγαν, το βράδυ κοιμόνταν έξω. Πήγαιναν στα μαντριά κατά δω, κατά κει… Δεν ειδοποιούσε κανένας. Αν ειδοποιούσαν θα έφευγαν περισσότεροι. Δεν ήξεραν. Μπορεί να ξέρουν ότι θα ρθούν, αλλά πότε και πώς… Δεν ήξερε κανένας. Τώρα, αν το ήξεραν οι αντάρτες και δεν το λέγαν, άλλο θέμα αυτό. Τέλος πάντων. Και ήρθαν αυτοί και ζητούσαν τους μυλωνάδες. Αυτός ο ένας ο φουκαριάρης είχε ένα αμπέλι εδώ κάτω. Και μόλις ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, του φόρεσαν ένα πουκάμισο άσπρο, από πάνω μέχρι κάτω, και ήρθε μέχρι τα βουνά εδώ κάτω, εδώ. Και φώναζε: “μη φοβάστε οι Γερμανοί δεν πειράζουν κανέναν”.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός;

Απάντηση: Αυτός ήταν ο Δημήτριος ο Τσιτσής. Πέθανε τώρα. Θα ήταν τότε 40- 42 χρονών. Και τον έβαλαν ένα άσπρο πουκάμισο οι Γερμανοί και του είπα να τρέχει να φωνάζει στα σπίτια ότι δεν θα πειράξουν κανέναν. Ήρθαν αυτοί μέσα στο χωριό, και μετά αυτός βρήκε το Μυλωνά. “Δημήτρη έλα στο χωριό, δεν σε πειράζει κανένας”, του λέει. Γελάστηκε ο φουκαράς και ήρθε αυτός. Τον πήραν αυτοί και αρχίσαν τις ερωτήσεις: “γεμίσατε τις μπαταρίες;” “Όχι”. Κατσαρίδα τον είχαν και για εκτέλεση. Ήθελαν κάτι να παρουσιάσουν και αυτοί. Τον γύρισαν στο χωριό να μαζέψει ψωμιά,  του έδινε ο κόσμος αυγά, να τους καλοπιάσουν… Το απόγευμα τον βάζουνε μπροστά στο εκτελεστικό και τον σκότωσαν ούτε εκεί. Όπως σκοτώνουν το σκυλί. Μπαμ- μπαμ τον έριξαν, τον σκότωσαν. Πάει ο άνθρωπος. Τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Αυτό δεν μου είπατε, όλη την ώρα αυτή, ο κόσμος που ήτανε;

Απάντηση: Ο κόσμος ήταν μέσα στο χωριό. Σκότωσαν τον Μυλωνά, και κοιμήθηκαν το βράδυ εκεί. Οι Γερμανοί. Α, ξέχασα να πω όμως, όταν ήρθαν αυτοί από την Κορησό, το Τάγμα αυτό, ή έχετε κι άλλο από τη Νεάπολη το Τάγμα. Τούτο δω ήρθε με άρμα. Ήρθαν μέχρι το λατομείο, μέχρι εκεί είχαν φτάσει. Ως τα αλώνια ήρθαν. Ήρθαν και αυτοί απάνω, και αυτοί από τη Νεάπολη μας είχαν για εκτέλεση. Όλο το χωριό, ό, τι έβρισκαν. Να καθαρίσουν. Αλλά, εκείνος είπε: “εγώ δεν βρήκα καμία αντίσταση. Δεν θα πειράξω κανέναν”. Και έτσι έκανε. Το βράδυ ήρθαν και ενώθηκαν πάνω στο χωριό. Άρχισε να φωνάζει το πρωί άρχισαν να φωνάζουν: “όλος ο κόσμος θα βγει στου Μπέλλου την γκορτσιά”. Ένα μέρος που το έχουμε εδώ πέρα. Στην Τρανή τη στράτα ακριβώς”. Την προηγούμενη είχανε σκοτώσει τον Γαύρο. “Όποιος βρεθεί μέσα στο χωριό Θα εκτελεστεί”. Άρχισαν να μαζεύουν τους άντρες και να τους βάζουν στη γραμμή. Τους Έβαλαν σε δύο παρτίδες, σε δύο σειρές. Το πολυβόλο στημένο, όλα έτοιμα για σκότωμα. Όλα τα γυναικόπαιδα μας είχαν στημένους πιο δίπλα. Λοιπόν, λοιπόν στο χωριό έμεινε ο παππούς ο Τσούκρας. Ήταν κουτσός ο άνθρωπος αυτός. Και ο παππούς ο Αναγνώστου ο Τσούμπος. Του Τσούμπου ο πατέρας. Τον Τσούκρα τον βρήκαν και τον σκότωσαν εκεί. Ο Αναγνώστου έκανε κατά κάτω, δεν μπορούσε να ‘ρθει την ανηφόρα σε μας. Τον σκότωσαν κι αυτόν εκεί. Πήγε για να βγει στο πηγαδάκι. Στο πηγαδάκι τον σκότωσαν. Άρχισαν να βάζουν φωτιά οι Γερμανοί μετά, όλο το χωριό. Εν τω μεταξύ, τους μαζεμένους άντρες τους ρώτησαν: “θέλετε να ακολουθήσετε τους Γερμανούς, εμάς; ή θα σας εκτελέσουμε;” Κάποιοι είπαν ότι θα ακολουθήσουν. Τους ξεχώρισαν. Πήραν τους άντρες πήραν και ότι βρήκαν από γενήματα και ζώα, ακόμα και ρούχα. Ήταν και οι κομιτατζήδες εν τω μεταξύ μαζί τους. Αυτοί έκαναν το πλιάτσικο. Οι Γερμανοί δεν είχαν ανάγκη τα τσουράπια. Τα μαζέψαν αυτά όλα, και ξεκίνησαν έφυγαν και τα κάτω. Ο Κουτούμπας ήταν σαν Αρκουδότρυπα, αντάρτης. Ήθελε να ρίξει από κει με το όπλο του. Τον σταμάτησαν οι άλλοι. “θα σκοτώσεις τον κόσμο όλο”, του είπαν. Άλλο κακό τώρα. Ο Αργύρης ο Αδάμος ήταν στο Γέρμα. Ούτε οι αντάρτες ήξεραν ότι θα ‘ρθουν οι Γερμανοί. Γιατί όπως συζητούσαν τα καθέκαστα το βράδυ, κάνα δεκαριά αντάρτες, και έστειλαν τον Αργύρη στο χωριό να δουν αν είναι οι Γερμανοί εδώ στο χωριό. Στα Ρόβια είχαν σκοπιά εκεί από πάνω. Λοιπόν ο Αργύρης παρακολουθούσε κι από πάνω. Ήθελε να πιάσει τον Θεοχάρη. Πήγε εκεί κοντά και είδε τον Γερμανό. Τον είδε και ο Γερμανός. Ο Αργύρης είχε και το τουφέκι. Aλτ! Του είπε ο Γερμανός. Τρέχει ο Αργύρης κάτω Μιχαλάκα το σπίτι κατά κάτω, και κατάφερε να φύγει και τα μαντριά, κατά κει. Εκεί έκατσε όλη νύχτα και τον έχασαν. Δεν τον βρήκαν. Αν τον έβρισκαν τον Αργύρη τον αντάρτη, θα μας είχαν σκοτώσει όλους. Και έφυγαν ύστερα οι Γερμανοί. Μάζεψαν ό, τι βρήκαν, και έφυγαν. Πέρασαν από τον αχυρώνα, από όπου περνούσαν, έβαζαν φωτιά, τα έκαψαν όλα.

Ερώτηση: Στην Τρανή τη στράτα πού σας είχαν μαζεμένους όλους, τι έγινε εκεί;

Απάντηση: Εκεί δεν πυροβόλησαν.

Ερώτηση: Ξέφυγε κανένας από την Τρανή τη στράτα; μπόρεσε να ξεφύγει κανείς; ξέρετε;

Απάντηση: Αυτό δεν το ξέρω.

Ερώτηση: Αυτοί που είχαν μαζέψει οι Γερμανοί στην Τρανή τη στράτα, με σκοπό να τους εκτελέσουν, πώς δεν έγινε το κακό; γιατί δεν τον σκότωσαν;

Απάντηση: Αυτό το τμήμα που ήρθε πρώτα από την Κορησό, είπε ότι δεν βρήκε καμία αντίσταση, καμία αιτία. Ενώ αυτοί που ήρθαν από τη Νεάπολη ήρθαν οπωσδήποτε να εκτελέσουν κόσμο. Δεν άφησαν και τον αντάρτη να πυροβολήσει ούτε μία φορά για να μην ακουστεί τίποτα. Έτσι γλίτωσαν οι άνθρωποι του χωριού. Όχι, όχι όχι. Δεν πείραξαν κανέναν. Και μόλις οι άντρες είπαν ότι θα τους ακολουθήσουν, τους ξέδεσαν τα μάτια γιατί τους είχαν δεμένους με μαντήλια. Τους κατέβασε μετά ο Στρατός κάτω στο δρόμο, τους ανέβασαν μες στα φορτηγά, και τους πήραν στην Καστοριά.

Ερώτηση: Το χωριό όμως το είχανε κάψει;

Απάντηση: Η φωτιά έκαιγε το χωριό. Εγώ το δικό μου το σπίτι το έβλεπα που καιγόταν.

Ερώτηση: Τους άντρες τους πήραν στην Καστοριά. Και τι έγινε εκεί;

Απάντηση: Τι έγινε εκεί; εκεί τους πήραν και έκατσαν… δεν θυμάμαι πόσες μέρες αλλά έκατσα αρκετά. Κάνα μήνα πρέπει να έκατσαν μέσα. Και εκεί τι έκαναν όμως; τους κρατούσαν τους άντρες εκεί πέρα, αλλά όταν γίνονταν κανένα συμβάν, τους έπαιρναν και τους εκτελούσαν για αντίποινα. Αυτό ήταν το κακό που είχαν αυτοί. Γιατί εδώ, στο Βογατσικό, ξέχασα να σου πω, είχαν έρθει μία δόση στο Βογατσικό οι Γερμανοί. Είχανε πάρει τον Μπάγγο που τον είχαμε εμείς διδάσκαλο εδώ στο χωριό πάνω. Οι Γερμανοί πήγαν εκεί και τα παιδιά έφυγαν και κρύφτηκαν. Τους έπιασαν στην Μπάνια κάτω, και τους πήραν τους εκτέλεσαν, τους κρέμασαν στην Κλεισούρα. Στην Κλεισούρα είναι κρεμασμένοι. Στο Βογατσικό οι Γερμανοί έκατσαν μια- δυο μέρες. Και πηγαινοέρχονταν με τις μοτοσυκλέτες. Και τους στήνουν ενέδρα ο Τσιώρας από το Βογατσικό, γιατί τον έβαλαν οι αντάρτες να πυροβολήσει τους Γερμανούς. Αυτός όμως φοβήθηκε να το κάνει αυτό, και αυτοί ήρθαν και τον πυροβόλησαν μακριά, από την αχυρώνα. Πήγαν οι Γερμανοί στο Βογατσικό, γύρισαν πίσω έβαλαν φωτιά στη Λάγουρα, του Στέργιου τη γυναίκα. Την έκαψαν στο αλώνι. Την βρήκαν καμένη. Τώρα πώς έκαναν… Την σκότωσαν και την έκαψαν… Ή κάηκε… Πήγαν μέσα στο Βοτάνι, και ένας Λαγουρινός, τον βρήκαν στον ποτάμι πάνω του στο Βοτάνι τον σκότωσαν και αυτόν, έκαψαν και το Βοτάνι, και φύγανε πάνω στο Σκαλοχώρι.

Ερώτηση: Αυτοί οι άνθρωποι που τους πήραν ομήρους, στην Καστοριά, επέστρεψαν πίσω;

Απάντηση: Επέστρεψαν. Όλοι.

Ερώτηση: Πότε;

Απάντηση: Ύστερα από κάνα μήνα επέστρεψαν.

Ερώτηση: Λοιπόν εσείς τότε, είστε στην Τρανή τη στράτα, έκαψαν το χωριό, πήραν τους άντρες και έφυγαν. Τι κάνετε εσείς οι υπόλοιποι, τι κάνατε;

Απάντηση: Ήρθε μία διαταγή μάλλον εκείνες τις ώρες: “θα φύγετε από το χωριό”.

Ερώτηση: Δεν γυρίζονται στο χωριό;

Απάντηση: Στάσου. Ο κόσμος πήγε στα μαντριά εδώ κάτω, στη Μηλίτσα, στο Μαύροβο, στους Αμπελόκηπους…

Ερώτηση: Εγώ σας λέω για εκείνη τη μέρα Τι έγινε. Τι κάνατε. Μετά. Μετά που έγινε το κακό. Εκείνη τη μέρα Γυρίσατε στο χωριό σας;

Απάντηση: Πήγαμε Να σβήσουμε το χωριό, τα σπίτια. Πως δεν πήγαμε;

Έρωτηση: Τα καταφέρατε;

Απάντηση: Πώς να τα καταφέρουμε; με τι να τη σβήσεις τη φωτιά τότε;

Ερώτηση: παρόλα αυτά, ώσπου να ‘ρθει η διαταγή αυτή, που σας εκτόπισε ας πούμε, εκεί πάνω δεν ζούσατε εσείς που ζούσατε; εκεί πάνω ζούσατε;

Απάντηση: Όχι. Εκτοπιστήκαμε και κατεβήκαμε στη Μηλίτσα.

Ερώτηση: Αμέσως;

Απάντηση: Αμέσως. Από την άλλη μέρα άρχισε να φεύγει ο κόσμος. Αφού έλεγαν ότι όποιον βρουν πάνω στο χωριό Θα εκτελεστεί. Παράδειγμα στη Μηλιά, είχε κάποιος δύο δωμάτια, το έλεγαν ότι υποχρεωτικά στο ένα θέμα είναι αυτός και στο άλλο θα φιλοξενήσει τους Κωσταραζινούς.

Είχαν επιτάξει και τα σπίτια. Βέβαια. Δεν μπορούσαν να πουν όχι, θα έβρισκαν τον μπελά τους αυτοί ύστερα.

Ερώτηση: Γιατί απαγορεύονταν αυτό, γιατί απαγορεύεται να γυρίσετε πίσω στο χωριό;

Απάντηση: Όταν έφυγαν οι Γερμανοί πήγαμε. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να πάμε. Τότε, Εκείνο το διάστημα έφυγαν μία φορά από την Καστοριά. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, οι αντάρτες μπήκαν μέσα στην Καστοριά.

Εμείς είχαμε ένα χωράφι, και θερίζουμε εκεί. Βλέπουμε πάλι στη Λάγουρα τα τρίκυκλα αυτών και λέμε ήρθαν οι Γερμανοί. Και πιάνουν τον Ρόσιο και άλλους μαζί και τους πάνε στη Γερμανία. Έκατσαν ακόμα ένα μήνα περίπου, και μετά έφυγαν. Αλλά από δω, φάλαγγες τα πρόβατα και τα ζώα τα μετέφεραν. Τώρα που τα πήγαιναν… Στο Αμύνταιο όταν πήγαιναν και τα φόρτωναν… γελάδια, όλα. Είχαν ρημάξει τον τόπο όλο. Δεν άφησαν τίποτα.

Ερώτηση: Α, μάλιστα. Έχετε πάρει καμία αποζημίωση; έχετε πάρει τίποτα;

Απάντηση: Τίποτα από το ελληνικό κράτος.

Ερώτηση: Ούτε από το ελληνικό κράτος: Αργότερα;

Απάντηση: Τίποτα. Τίποτα. Από το ελληνικό κράτος, μας έδωσαν κάτι ξύλα κάτι τέτοια, τότε στην Αυτοστέγαση. Κάναμε κάποια πράγματα τότε, αλλά στο δεύτερο αντάρτικο ύστερα, το κάψαν και οι αντάρτες και τελείωσε η υπόθεση. Και κακώς που καθόμασταν κι εμείς εκεί.

Ερώτηση: Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας, πάρα πολύ όμως.

Απάντηση: Εγώ σε ευχαριστώ. Κι άλλα άμα θέλεις κι άλλα θα σου πω.