Συνέντευξη Ανδρέα Τσιτσή

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1928

Ερώτηση: Πώς σας λένε;

Απάντηση: Ανδρέας. Τσιτσής Ανδρέας.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε; πότε;

Απάντηση: Στο παλιό το Κωσταράζι επάνω. Το 1928, στις 19 Φεβρουαρίου.

Ερώτηση: Πολύ ωραία κύριε Ανδρέα. Οι γονείς σας, ποιοι ήταν;

Απάντηση: Οι γονείς μου ήταν ο Χρήστος Τσιτσής και η Πελαγία. Από την οποία πήρε το όνομα της Αυτή εδώ η κόρη μου.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, ήταν και οι ίδιοι Κωσταραζινοί ή ήταν ξένοι;

Απάντηση: Οι γονείς μου ήταν Κωσταραζινοί και οι δύο.

Ερώτηση: Τι δουλειά έκαναν;

Απάντηση: Τότε ο κόσμος ασχολούνταν Με τα χωράφια πιο πολύ. Λίγα πρόβατα, είχαν κοτόπουλα, τα χωράφια, ένα γουρούνι για το χειμώνα για τα Χριστούγεννα… Αυτές ήταν οι δουλειές τότε.

Ερώτηση: Μία χαρά. Εσείς, σχολείο πήγατε εκεί πέρα;

Απάντηση: Σχολείο εκεί. Τελείωσα το σχολείο εκεί απάνω. Στο παλιό το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Μάλιστα. Όταν τελειώσετε πήγατε Γυμνάσιο κάτι άλλο;

Απάντηση: Άλλο; Εγώ τελείωσα εκεί πάνω. Όταν τελείωσα, είχαμε πρόβατα εδώ κάτω. Στη Σμίξη που το λέμε. Το παλιό το χωριό μας εκεί. Το πιο παλιό χωριό. Εδώ, η Σμίξη που το λέμε, τα ποτάμια που σμίγουν, ο Αλιάκμονας με το ποτάμι αυτό της λίμνης εδώ, και το χωριό τότε λέγονταν Σμίξη. Το Κωσταράζι συγκεντρώθηκε, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς. Ούτε βρήκαμε ιστορία, ούτε είναι γραμμένο τίποτα. Από τρία χωριά έγινε. Δύο μικρά χωριά ήταν εδώ, τα πρώτα τα παλιόσπιτα, στην Κρανιά και η Σμίξη εδώ από κάτω. Μετά ονομάστηκε Κωσταράζι. Δήθεν το ίδρυσε κάποιος Κώστας Ρίζος.

Ερώτηση: Εντάξει, κάπως πρέπει να βρούμε κάποιον όχι.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Λοιπόν. Εσείς πόσο χρονών ήσασταν το 1940; Ήσασταν 12 χρόνων; ήσασταν αρκετά μεγάλος. Θυμάστε τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος;

Απάντηση: Πως δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε τότε;

Απάντηση: Ο πόλεμος με τους Ιταλούς.

Ερώτηση: Ναι, την 28η Οκτωβρίου.

Απάντηση: Ναι. Εμείς, εκείνο τον καιρό βρισκόμαστε εδώ πέρα. Είχαμε τα πρόβατα εδώ. Στο δρόμο το δημόσιο, εδώ μέσα. Και όλη τη νύχτα που περνούσαν τα αυτοκίνητα, πού έγινε η επιστράτευση, έφυγε ο Στρατός και πήγαινε νύχτα κατά πάνω. Για να πάνε στην Αλβανία. Κανόνια, πράγματα, λεωφορεία, πεταγμένα ήτανε όλα. Φορτηγά, λεωφορεία, και όλα τα αυτοκίνητα. Δεν είχε πολλά αυτοκίνητα τότε η Ελλάδα. Λίγα είχε. Και εμείς καθόμασταν μέσα στο δρόμο το βράδυ τη νύχτα, μέσα στο δρόμο που παίρνουν, θα μετρούσαμε όλα.

Ερώτηση: Εσείς, όταν λέτε, παιδιά; ήσασταν μαζεμένοι;

Απάντηση: 12 χρόνια σου λέω.

Ερώτηση: Ναι. Τα παιδιά, η παρέα σας.

Απάντηση: Μάλλον από 11 τα χρόνια είναι, όχι από το 12.

Ερώτηση: Εντάξει.

Απάντηση: Γιατί στα 12 τραυματίστηκα ύστερα. Έγινε η οπισθοχώρηση. Τραυματίστηκα εδώ στο μάτι.

Ερώτηση: Θα μου το πείτε και αυτό. Τώρα Θέλω εκείνη τη μέρα, την 28η, είχατε σχολείο; θυμάστε πως κηρύχθηκε;

Απάντηση: Δεν είχαμε σχολείο τότε. Τα πρόβατα βοσκούσα εγώ. Είχα βγει από το σχολείο, μόλις είχα τελειώσει.

Ερώτηση: Είχατε τελειώσει, μάλιστα.

Απάντηση: Και εκείνη την ημέρα ήμασταν εδώ σε αυτό το βουνό εδώ πάνω με λίγα πρόβατα που είχα. Και ακούγαμε τα κανόνια που άρχισαν να βαράνε εδώ απάνω στην Αλβανία. Ακούγονταν. Ήταν κοντά.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, από τότε, άλλαξε η ζωή καθόλου στο χωριό; όταν έγινε η επιστράτευση, πήρανε ανθρώπους από το Κωσταράζι, πήγανε άντρες;

Απάντηση: Πώς δεν πήγανε. Επιστράτευση αφού έγινε. Και σκοτώθηκαν δύο τρεις.

Ερώτηση: Ποιοί; Θυμάστε;

Απάντηση: Ποιοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο; τον πόλεμο αυτό σκοτώθηκε ο Λάμπρος ο Μάλλιος, ο Δημήτριος Μπολογιάννης, και πρέπει να ήταν ο Κεφαλούκος ο Σάββας.

Ερώτηση: Εκεί στην Αλβανία, ε;

Απάντηση: 3 Ήταν. 3 σκοτώθηκαν στον πόλεμο αυτό.

Ερώτηση: Έχετε και οι ήρωες του αλβανικού έπους.

Απάντηση: Ε, πώς δεν είχαμε. Το Κωσταράζι εδώ είχε πιο παλιά και μακεδονομάχους.

Ερώτηση: Βέβαια. Το γνωρίζω, το Γνωρίζω πολύ καλά. Κύριε Ανδρέα, ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό σας;

Απάντηση: Ήρθαν, βέβαια.

Ερώτηση: Προξένησαν κάτι;

Απάντηση: Μία φορά ήρθαν και αποκλειστικά βομβάρδισαν το Κωσταράζι.

Ερώτηση: Βομβάρδιζαν μέσα το χωριό, ή γύρω-γύρω;

Απάντηση: Μέσα, μέσα. Επειδή ήταν ορεινό χωριό αυτό, επειδή αυτοκίνητο δεν πήγαινε εύκολα πάνω, δεν ήταν ο δρόμος καλός, φοβούνταν… Και ήρθαν τα αεροπλάνα τα ιταλικά και βομβάρδισαν. Σκοτώθηκαν και κάνα δυο άτομα τότε.

Ερώτηση: Θυμάστε ποιοι;

Απάντηση: Ένας Παπανικολάου. Άλλος, σκοτώθηκε ένας παράλυτος που ήταν στα πόδια. Γέρος. Είχε κρυφτεί από το αεροπλάνα. Πήγε πιο πάνω σε μία βρύση, και τον σκότωσαν εκεί.

Ερώτηση: Ένας ήταν ο βομβαρδισμός λοιπόν. Αυτό έγινε νωρίς, μέσα στο χειμώνα;

Απάντηση: Χειμώνας δεν ήταν. Μετά ήρθαν για να μαζέψουν τα όπλα οι Ιταλοί.

Ερώτηση: Στην οπισθοχώρηση έγινε αυτό;

Απάντηση: Στην οπισθοχώρηση, μετά.

Ερώτηση: Τα όπλα τα είχατε; το είχατε πετάξει, τα είχατε κρύψει, τι θα κάνατε;

Απάντηση: Πώς δεν είχαμε; όλοι από ένα όπλο. Κάπου σπίτι. Εγώ πήγα πήρα ένα όπλο εδώ, από το Δισπηλιό. Οπισθοχωρούσε ο Στρατός και πετούσαν τα όπλα..

Ερώτηση: Τα πετούσαν έτσι έξω, στο δρόμο;

Απάντηση: Όπου τους βράδιαζε, όπλα, χειροβομβίδες, βάρη ότι είχαν τα πετούσαν και έφευγαν για τα χωριά τους.

Ερώτηση: Πείτε μου. Ήρθαν οι Ιταλοί να μαζέψουν τα όπλα. Και τι έγινε;

Απάντηση: Εγώ, είχα πάρει ένα όπλο και εγώ, και Είχε έρθει ένας πολιτοφύλακας. Μάλλον αυτούς τους έβαλαν οι Ιταλοί, καβάλα στο άλογο, και μου το πήρε το όπλο. Παιδί ήμουν, το πήρε. Και μου το πήρε το όπλο. Είχε πιο πέρα, βρήκε ακόμα έναν, αλλά εκείνος ήταν μεγάλος όμως, έκατσε πίσω από μία πέτρα, και του λέει, φύγε γιατί θα σε σκοτώσω. Και έφυγε. Εμένα μου το πήρε το όπλο.

Ερώτηση: Τα μάζεψαν τα όπλα; βρήκαν, ή δεν τους το έδωσε ο κόσμος;

Απάντηση: Ε πώς δεν βρήκαν; Πολλά όπλα μάζεψαν. Έτρωγαν ξύλο οι άντρες. Τους έκλεισαν μέσα στο σχολείο.

Ερώτηση: Αυτό θέλω να μου πείτε. Τι έγινε τότε; το ζήσατε αυτό; το ξέρετε;

Απάντηση: Τους είχαν κλεισμένους μέσα.

Ερώτηση: Ποιους;

Απάντηση: Τον πατέρα μου τον είχαν. Εγώ δεν ήμουν μέσα.

Ερώτηση: Όλους τους άντρες του χωριού;

Απάντηση: Όσους βρήκαν τους μάζεψαν.

Ερώτηση: Ήταν και ο πατέρας σας μέσα;

Απάντηση: Ήταν και ο πατέρας μου.

Ερώτηση: Λοιπόν, τι έγινε τότε; πόσες μέρες κράτησε αυτό;

Απάντηση: Ήταν κάνα δυο μέρες, και τους περνούσαν και τους χτυπούσαν. Το σχολείο στη μέση με πόρτες, και τους πήγαιναν γύρω-γύρω και για να δείξουν τα όπλα. Να παραδώσει τα όπλα.

Ερώτηση: Τους είχαν δεμένους πουθενά;

Απάντηση: Δεμένους δεν τους είχαν.  Τους είχαν κλεισμένους μέσα στο σχολείο. Δεν μπορούσαν να φύγουν. Άλλους τους έβαλαν κάτω και τους χτυπούσαν από κάτω στα πόδια εδώ, φάλαγγα τους έκαναν. Έναν τον φούσκωσαν με την τρόμπα.

Ερώτηση: Έζησε ο άνθρωπος μετά;

Απάντηση: Έζησε μετά. Τώρα πέθανε. Έχει κάνα δυο χρόνια. Φούσκωσαν με την τρόμπα από πίσω. Για να δείξει. Τα όπλα.

Ερώτηση: Αυτός δεν έλεγε;

Απάντηση: Οι άντρες δεν έδειχναν. Τα όπλα. Πήγαιναν οι γυναίκες όμως ύστερα, για να μη χτυπούν τους άντρες, άμα είχαν κανένα όπλο του παρέδιναν οι γυναίκες. Για να αφήσουν τον άντρα τους.

Ερώτηση: Και Τους άφησαν ελεύθερους;

Απάντηση: Τους άφησαν αυτούς. Αλλά έφαγαν ξύλο…

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός; μπορείτε να μου πείτε το όνομα του;

Απάντηση: Ποιος;

Ερώτηση: Αυτόν που τον φούσκωναν;

Απάντηση: Ε, πέθανε όμως.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει, πώς τον λέγανε.

Απάντηση: Θωμάς Μιχαλάκας. Ξύλο πολύ. Τους παππούδες τους έκοβαν τα μουστάκια εδώ. Το μισό το μουστάκι. Για να γελούν. Οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί την έκαναν αυτή τη δουλειά. Είχα βρει και εγώ ένα όπλο. Επειδή μου το είχε πάρει εκείνος ο φύλακας το όπλο μου, είχα βρει ένα πεταμένο. Εκεί μέσα στο χωριό, λίγο πιο κάτω. Και το πήρα εκείνο ύστερα. Έτσι, είχα πάλι όπλο αργότερα. Όλοι είχαν από ένα όπλο.

Ερώτηση: Αυτά τα όπλα γιατί το είχατε;

Απάντηση: Ε, όπλο είναι, το παίρνει ο άλλος.

Ερώτηση: Σας χρειάστηκε ποτέ;

Απάντηση: Μπα.

Ερώτηση: Το έχετε ακόμα;

Απάντηση: Α, όχι.

Ερώτηση: Μετά από αυτό το γεγονός, τους άφησαν ελεύθερους τους άντρες, συνέχισε η ζωή σας κανονικά; είχατε προβλήματα μετά;

Απάντηση: Άμα έδιναν το όπλο, τους άφηναν  ελεύθερους μετά. Οποίος έδειχνε το όπλο.

Ερώτηση: Τελείωσε, εντάξει. Κάποια στιγμή, τελείωσε αυτό. Τελείωσε. Τους άφησαν ελεύθερους. Το αφήνουμε στην άκρη. Εντάξει;

Απάντηση: Ήταν μία μέρα- δύο αυτοί απάνω εκεί.

Ερώτηση: Ναι. Μετά τι έγινε; έρχονταν οι Ιταλοί γενικά στο χωριό σας; παίρνουν ζώα… Επίταξη που το έλεγαν.

Απάντηση: Όμως μετά ήρθαν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Ναι, μετά εντάξει. Αλλά, δεν είχατε άλλο πρόβλημα. Μετά από αυτό που έκαναν στο σχολείο. Ξαναήρθαν Ιταλοί; εμφανίστηκαν στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Οι Ιταλοί δεν ήρθαν. Οι Γερμανοί μετά ήρθανε.

Ερώτηση: Οι Γερμανοί πότε ήρθανε;

Απάντηση: Ε, οι Γερμανοί ήρθαν το ’41. Άνοιξη. Άνοιξη ήτανε. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εμείς… Τους έκλεισαν εδώ οι Έλληνες. Οπισθοχωρούσε ο Στρατός ακόμα. Και είχαν τα κανόνια πίσω εδώ στο Άργος. Στο Αρμενοχώρι που το λέμε. Οι Έλληνες. Και χάλασαν και τη γέφυρα εκεί πέρα στο Γκιόλε. Έκατσαν 2 μέρες εδώ οι Γερμανοί. Δεν μπορούσαν να περάσουν. Εμείς καθόμασταν εκεί απάνω στα βουνά και τους κοιτάζαμε την πρώτη μέρα. Πώς γινόταν η επίθεση. Είχαν ένα άρμα μικρό, και ξεκινούσε αυτό από τη γέφυρα. Στη γέφυρα δούλευαν, για να τη φτιάξουν τη γέφυρα αυτή. Τι έβαλαν τα δικά μας τα κανόνια εδώ στο Δισπηλιό από πίσω, δεν μπορούσαν να φτιάξουν την γέφυρα. Και αυτό το άρμα, πλάκωνε τα δικά μας τα κανόνια. Μπαμ! Μπάμ! Μπαμ! Τις οβίδες εμείς το βλέπαμε από πάνω εδώ από τα βουνά τα δικά μας. Τους βλέπαμε. Γυρνούσε πίσω αυτό. Πάλι, ξανά επίθεση έκανε, πάλι. Τη δεύτερη μέρα όμως, πέρασαν οι Γερμανοί, πήγανε στην Καστοριά. Κι εμείς, με τον πατέρα μου και άλλοι δύο άντρες, έπαιρνε και εμένα ο μπαμπάς μου. Πήγαμε να πάρουμε κανένα ζώο, γιατί το δικό μας προς το είχε πάρει η επίταξη. Ο ελληνικός στρατός το είχε πάρει. Το ένα, είχαμε δύο άλογα. Και πήγαμε να πάρουμε ακόμα ένα, για να οργώνουμε τα χωράφια. Και βρήκαμε τότε και στρατιώτες, Γερμανούς μπροστά. Ήταν και ένα άλογο εκεί πέρα. Το πήραμε το άλογο. Εκείνοι οι καημένοι φοβούνταν εκεί πέρα. Κάθονταν εκεί στα γερμανικά τα αυτοκίνητα, ντυμένοι στα χακί, και φοβούνται να φύγουν πιο πέρα. Μην τους πολεμήσουν οι Γερμανοί. Και εμείς πήραμε το άλογο, τους είπαμε «μη φοβάστε δεν σας πειράζει κανένας», εμείς περάσαμε, ψάχνουμε να βρούμε τίποτα κουβέρτες που πετούσε ο Στρατός τέτοια πράγματα, και ένα άλογο να πάρουμε για να οργώνουμε. Το βρήκαμε το πήραμε. Οι στρατιώτες αυτοί οι δύο που το είχαν το άφησαν, έφυγαν για τα χωριά τους.

Ερώτηση: Εσείς πότε τραυματιστήκατε;

Απάντηση: Εγώ τραυματίστηκα τότε όταν οπισθοχωρούσε ο στρατός, το βράδυ, κοιμήθηκαν μία ομάδα κάνα δεκαριά άτομα πέρα εκεί, κοντά εκεί που είχα εγώ τα πρόβατα. Από κάτω ήταν μία λακκούβα που βγάζαμε πέτρες. Για να μην τους βρουν, κοιμήθηκαν εκεί το βράδυ. Το πρωί όμως τα άφησαν όλα κάτι όλμοι για οβίδες, τα πέταξαν όλα. Ότι είχαν και δεν είχαν μαζί τους για βάρος όλα τα πετούσαν. Εγώ, 12 χρόνια παιδί ήμουνα. Πήρα από ένα από αυτά, έβγαλα το καψύλι και άρχισα να το χτυπάω. Σάμπως ήξερα ότι θα σκάσει και θα πάθω ζημιά; ήταν ο μπαμπάς του μπαμπά μου ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου εκεί, αλλά δεν ήξεραν ότι κοιμήθηκαν στρατιώτες το βράδυ εκεί πέρα, δεν πήραν χαμπάρι. Και άφησαν τέτοια πράγματα. Έφυγαν το πρωί, έμεινα μοναχός εγώ και τραυματίστηκα εκεί.  

Ερώτηση: Τι πάθατε;

Απάντηση: Τραυματίστηκα στο μάτι εδώ, δάχτυλα αυτά εδώ… Τότε ήταν που βλέπαμε τον Στρατό να περνάει με τα κανόνια. Τα κανόνια ήταν φορτωμένα στα άλογα.

Ερώτηση: Δηλαδή ένα άλογο κουβαλούσε ένα κανόνι;

Απάντηση: Όχι ένα άλογο. Έξι άλογα.

Ερώτηση: Σαν κάρο είχανε.

Απάντηση: 4 ή 6 ήταν τώρα δεμένα με τα… λουριά ή δεν θυμάμαι πώς ακριβώς. Τέσσερα ή έξι ήταν άλογα. Ήτανε βαριά πράγματα, δεν τραβιούνταν. Αυτοκίνητο δεν ήταν τότε… Αυτά που τράβαγαν τα κανόνια τα λέγαμε ΠΑΒΕΖ εμείς.

Ερώτηση: ΠΑΒΕΖ;

Απάντηση: Παβίζια. Είχαν σιδερένιες ρόδες, παλιά πράγματα. Με λάστιχο από γύρω, και αυτά τραβούσαν τα άλογα.

Ερώτηση: Πάμε λίγο τώρα πιο μπροστά, που είπατε την πρώτη… τους Γερμανούς που έρχονταν.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Πότε εμφανίστηκαν στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Οι Γερμανοί ήρθαν αργά στο Κωσταράζι. Δεν είχαν δουλειά να ‘ρθουν στο Κωσταράζι.

Ερώτηση: Α, δεν σας ενοχλούσαν;

Απάντηση: Οι Γερμανοί όταν ήρθαν;

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση:  Ο Στρατός που περνούσε δεν κοιτούσαν δεξιά και αριστερά ούτε γυναίκα να κοιτάξουν, ούτε τίποτα. Τέρμα. Είχαν τόσο πειθαρχία. Μόνο το δρόμο τους κοιτούσαν. Να φύγουν να πάνε κάτω να πιάσουν Κρήτη, Αίγυπτο. Οι Γερμανοί δεν είχαν σκοπό να περάσουν από δω. Από την Ελλάδα.

Ερώτηση: Ήθελαν μόνο να περάσουν, δεν ήθελαν  να πολεμήσουν.

Απάντηση: Και οι Ιταλοί να περάσουν ήθελαν. ..

Ερώτηση: Γιατί τι έγινε; πώς έγινε; πώς το έκαψαν; Το Κωσταράζι.

Απάντηση: Το Κωσταράζι το κάψανε οι Γερμανοί, μετά που βγήκαν οι αντάρτες.

Ερώτηση: Για να συζητήσουμε λίγο για τους αντάρτες. Υπήρχαν αντάρτες εδώ Κωσταραζινοί, ή φερμένοι από αλλού ήτανε;

Απάντηση: Και Κωσταραζινοί. Όπως ήρθαν οι αντάρτες, και κάνα δυο παιδιά από το χωριό μας.

Ερώτηση: Ποιος είχατε εδώ από το χωριό;

Απάντηση: Το χωριό μας είχαμε τον Λάμπρο τον Αδάμου, έναν άλλον Μάρκου λέγονταν στο επίθετο και ήταν παλιά από τους τσιγγάνους.

Ερώτηση: Τσιγγάνος ήτανε και λεγόταν Μάρκου;

Απάντηση: Αυτοί είχαν έρθει πιο παλιά στο χωριό μας. Τσιγγάνοι ήταν. Έμεναν στο χωριό μας όμως. Ήταν καλά παιδιά. Είχαν και μία αδερφή, την πάντρεψαν στο χωριό. Αυτοί παντρεύτηκαν στο χωριό, και γίναν Κωσταραζινοί ύστερα.

Ερώτηση: Πολύ ωραία. Άλλος; δύο μου είπατε ως τώρα. Αδάμου, Μάρκου, άλλον θυμάστε;

Απάντηση: Στάσου, ήταν και ένας άλλος. Ήταν και ένας Νατσούλης.

Ερώτηση: Το μικρό του;

Απάντηση: Πώς τον έλεγαν… Κάνα-δυο πήγανε εθελοντές, ο Θανάσης ο Τόλιος, πήγαν κι άλλοι αντάρτες μετά.

Ερώτηση: Αυτή ήταν από το χωριό. Οι άλλοι που ήρθανε μετά στον Κωστάραζι, οι μεγάλοι, τα μεγάλα κεφάλια, ποιος είχατε; Θυμάστε κανέναν να μου πείτε;

Απάντηση: Στο χωριό;

Ερώτηση: Ποιοι ήρθανε; αντάρτες;

Απάντηση: Αντάρτες, αυτοί οι αρχηγοί, ήταν ξένοι όλοι.

Ερώτηση: Θυμάστε κανέναν;

Απάντηση: Έναν Μπάρμπα Κίτσιο τον έλεγαν. Ήταν ένας από το Γέρμα, μπάρμπα Κίτσος, με ψαρά μαλλιά, αυτός ήταν αρχηγός στο χωριό εδώ. Γιατί σκότωσαν και έναν αντάρτη εκεί πέρα, δήθεν ότι πήγε να πειράξει κάποια γυναίκα, και τον σκότωσαν. Τώρα γιατί τον σκότωσαν… Εμείς ήμασταν παιδιά τότε. Και εγώ ήμουν εκεί που τον δίκαζαν τον αντάρτη αυτόν.

Ερώτηση: Μάλιστα. Ήρθανε Λοιπόν αντάρτες στο Κωσταράζι, για αυτό λέτε ότι το έκαψαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Ε, ναι. Έρχονταν τακτικά οι αντάρτες στο Κωσταράζι.

Ερώτηση: Γιατί;

Απάντηση: Επειδή ήτανε πάνω στα βουνά του Κωσταράζι. Συγκοινωνία δεν είχε να ‘ρθουν αυτοκίνητα. Πάνω εκεί.

Ερώτηση: Και δεν κινδύνευαν, εννοείτε.

Απάντηση: Ε, βέβαια. Για να ‘ρθουν, έπρεπε να ‘ρθουν με τα πόδια.

Ερώτηση: Οι Γερμανοί με τι ήρθανε;

Απάντηση: Και οι Γερμανοί με τα πόδια ήρθανε. Βέβαια.

Ερώτηση: Τι έγινε εκείνη τη μέρα; ήσασταν στο χωριό;

Απάντηση: Πότε; όταν ήρθαν οι Γερμανοί;

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Εγώ Δεν έμενα στο χωριό, γιατί έμενα εδώ πέρα, που είχαμε τα πρόβατα. Κάτω, εδώ στο δρόμο. Είχα και έναν αδερφό, 8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα.

Ερώτηση: Ποιον; πώς τον λέγανε;

Απάντηση: Θανάση τον έλεγαν αυτόν. Θανάσης Τσιτσής. Είχαμε τα ζώα και τα χωράφια εμείς, αυτή ήταν η δουλειά μας.

Ερώτηση: Εντάξει, δεν ήσασταν δηλαδή επάνω Όταν έγινε το κακό στο χωριό.

Απάντηση: Δηλαδή πιο κακό εννοείς τώρα;

Ερώτηση: Που το έκαψαν.

Απάντηση: Δεν ήρθαν μία φορά μόνο. Οι Γερμανοί. Ήρθαν κι άλλες φορές.

Ερώτηση: Ωραία. Ας ξεκινήσουμε. Πείτε μου τις άλλες φορές πρώτα, γιατί αυτή που το κάψαν κάθομαι τελευταία.

Απάντηση: Όταν το έκαψαν το χωριό, δεν ήμουνα εγώ πάλι στο χωριό. Ο πατέρας μου όπου πήγαινε, με έπαιρνε και εμένα μαζί. Πηγαίναμε κρυβόμασταν στον Άη- Νικόλα εδώ πίσω που το λέμε, υπήρχαν κάτι βράχια, κρυβόμασταν. Και, 50 άτομα Κωσταραζινοί, και παραπάνω.

Ερώτηση: Είχε σπηλιές, ή όχι; πού κρυβόσασταν;

Απάντηση: Οι άντρες, άμα ακούγαμε ότι έρχονταν οι Γερμανοί, πηγαίναμε και κρυβόμασταν εκεί.

Ερώτηση: Ποιος ειδοποιούσε ότι έρχονταν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Οι αντάρτες.

Ερώτηση: Γιατί έρχονταν; για να πιάσουν τους αντάρτες;

Απάντηση: Βέβαια. Επειδή ήταν ανταρτοκρατούμενο το χωριό. Εκεί οι αντάρτες ήταν άφοβοι. Αυτοκίνητο δεν μπορούσε να ‘ρθει. Για να ‘ρθουν με τα πόδια, το μάθαιναν γρηγορότερα οι αντάρτες. Ώσπου να ‘ρθουν αυτοί… Και μας ειδοποιούσαν.

Ερώτηση: Κι ας πάμε στη μέρα που το έκαψαν. Που δεν ήσασταν εσείς.

Απάντηση: Δεν ήμουν. Αλλά ξέρω την ιστορία.

Ερώτηση αν θέλετε, μπορείτε να μου πείτε.

Απάντηση: Εκείνη τη μέρα ήρθαν από το βράδυ Γερμανοί. Από την προηγούμενη μέρα. Και είπε μέσα στο χωριό, κι έμειναν μέσα στο χωριό, και την άλλη μέρα το πρωί, είπαν “να μαζευτεί όλος ο κόσμος έξω από το χωριό, θα κάψουμε το χωριό”. Έξω από το χωριό, που έχουμε ένα μέρος ανοιχτό εκεί…

Ερώτηση: Πώς το λένε;

Απάντηση: Τρανή Στράτα, το λέγαμε.

Ερώτηση: Εκεί μάζεψαν τον κόσμο;

Απάντηση: Εκεί.

Ερώτηση: Ήταν άντρες και γυναίκες, ή μόνο γυναικόπαιδα;

Απάντηση: Άντρες και γυναίκες, όλοι, όλοι. Όλοι πήγαν εκεί. Άμα έμενε κανένας στο χωριό, μπορεί να τον σκότωναν οι Γερμανοί. Είπαν ότι θα βγουν όλοι έξω, θα πάνε εκεί. Τους είχαν συγκεντρωμένους εκεί πέρα, το πολυβόλο στημένο εδώ στην άκρη, να μην μπορεί να φύγει κανένας.

Ερώτηση: Ξέφυγε κανένας;

Απάντηση: Κάνα δύο γυναίκες είχαν φύγει, όπως ήταν πολύς ο κόσμος, και προς τα κάτω ήταν λάθος. Είχαν φύγει κάνα δυο γυναίκες. Σιγά-σιγά σέρνοντας, έφυγαν προς τα κάτω. Και Είχαν φύγει, πήγα να κρυφτούν. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, πήραν κάνα δεκαριά άντρες, κανά 15, από το χωριό μας. Αυτοί που ήταν εκεί. Γιατί οι άνδρες πολλούς δεν βρήκαν. Είχαν φύγει και κρύβονταν έξω. Έκαψαν και την εκκλησία…

Ερώτηση: Μάζεψαν τον κόσμο στην Τρανή τη Στράτα.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Για ποιο λόγο; ζητούσαν κάτι;

Απάντηση: Είπαν να κάψουν το χωριό.

Ερώτηση: Για ποιο λόγο;

Απάντηση: Γιατί έρχονταν αντάρτες. Ήταν ανταρτοκρατούμενο μέρος είπαμε.

Ερώτηση: Ναι.

Απάντηση: Σκότωσαν τον παπά ύστερα.

Ερώτηση: Τον Πάπα Άνθιμο;

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Τι έγινε με τον παπα- Άνθιμο; μπορείτε να μου πείτε;

Απάντηση: Θα σου πω τώρα. Γιατί ήταν και ο άλλος ο παπάς, δύο παπάδες είχαμε. Ο άλλος όμως ήταν σε ένα μοναστήρι εδώ πάνω, και κανονικά ήταν μόνο αυτό στο χωριό. Εκείνη την ημέρα όμως, ήταν και οι δύο οι παπάδες. Και μου ‘λεγε αυτός ο παπάς τώρα που ήταν εδώ. Εμένα.

Ερώτηση: Ποιος παπάς ήταν αυτός; Θυμάστε;

Απάντηση: Ο Παπα- Θανάσης. Λέει, καθόμασταν και οι δύο μαζί. Και τον ρωτούσαν οι Γερμανοί: Είχατε εχθές αντάρτες εδώ το βράδυ; Όχι, αυτός έλεγε ο παπάς. Τον λένε, παππά, μη μας λες ψέματα.

Ερώτηση: Ο Παπαθανάσης τα έλεγε αυτά ή ο Άνθιμος;

Απάντηση: Άνθιμος ο Παπαθανάσης δεν είχε καμία δουλειά Ήταν φευγάτος. Απλώς ήταν παρευρισκόμενος εκεί. Είχαν και τους δύο τους παπάδες εκεί. Εγώ τον σκάλιζα, τον έλεγα πες την αλήθεια, έλεγε αυτός ο πάπας, ο Θανάσης. Μπορεί να μην τον σκότωναν αν τους έλεγε την αλήθεια. Έβαλε φωτιά και την εκκλησία ύστερα.

Ερώτηση: Πώς τον σκότωσαν τον παπά Άνθιμο;

Απάντηση: Τον παπα- Άνθιμο τον πήραν από κει, τον πήγαν πάνω στο βουνό πάνω  εδώ μακριά, έξω. Και εκεί τον σκότωσαν. Σκότωσαν και έναν άλλον, μυλωνάς που ήταν. Τον Δημήτρη τον Γαύρο. Μάλιστα. Τον άλλον, ήταν διότι μυλωνάδες, ο ένας δεν παρουσιάστηκε. Έστειλαν οι Γερμανοί έναν άντρα από το χωριό μας, τον έβαλαν και ένα άσπρο πουκάμισο, και να πάει έξω να φωνάξει, για να μαζευτούν ο κόσμος να ‘ρθουν, να μην φοβούνται. Βγήκε αυτός στο δάσος πιο κάτω, εκεί φώναξε, αλλά, ο ένας από τούς μυλωνάδες βγήκε. Αυτός ήρθε εκεί πέρα και τον σκότωσαν κιόλας.

Ερώτηση: Γιατί τον σκότωσαν αυτόν;

Απάντηση: Γιατί αυτοί στο μύλο, είχαν γεμίσει κάτι μπαταρίες, αντάρτικες…

Ερώτηση: Α, βοηθούσαν τους αντάρτες.

Απάντηση: Ναι. Κάτι μπαταρίες, με το νερό που έτρεχε από πάνω, στο μύλο που έτρεχε το νερό.

Ερώτηση: Και τις βρήκαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Ε, ήξεραν πράγματα. Και τον παπά Άνθιμο αφού τον ρώτησαν τον 2-3-5 φορές, τον είπαν «παπά μη μας λες ψέματα, πες μας την αλήθεια, αν ήταν αντάρτες εδώ», έβαλαν φωτιά στην εκκλησία ύστερα, και μέσα στην εκκλησία που έκαιγε, ακούγονταν σφαίρες να σκάζουν. Και τον έλεγαν τον παπά, ορίστε, ακούς τι γίνεται στην εκκλησία; είχαν κοιμηθεί αντάρτες μέσα στην εκκλησία. Και μετά, τον πήραν και τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Δηλαδή, πρώτα την εκκλησία έκαψαν λέτε;

Απάντηση: Όχι πρωί, και αυτά αλλά το σπίτι. Φωτιά σε όλο το χωριό. Ναι. Το δικό μας το σπίτι το έκαψαν. Ήταν καινούργιο το σπίτι το δικό μας, πολύ μικρό, κανονικό σπίτι ήταν, αλλά επειδή ήταν καινούργιο, και με ξύλα πολλά, με σανίδια, με ταβάνι απάνω ξύλινο, και κάηκε το σπίτι. Λαμπάδιασε. Εμείς ήμασταν κρυμμένοι, πέρα εκεί που σου είπα.

Ερώτηση: Αυτοί οι δύο μόνο χάθηκαν εκείνη τη μέρα; Ο μυλωνάς και ο παπάς;

Απάντηση: Ε, μάλλον.

Ερώτηση: Ή υπήρχαν κι άλλοι;

Απάντηση: Δεν ξέρω κανέναν άλλον να σκότωσαν οι Γερμανοί. Μόνον πήραν κάνα δεκαριά άτομα. Από αυτούς που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί. Τους πήραν πέρα στην Καστοριά. Τους έκλεισαν φυλακή.

Ερώτηση: Γιατί; είδατε κανέναν από αυτούς μετά; γύρισαν πίσω;

Απάντηση: Γύρισαν, βέβαια γύρισαν. Κοίταξε να δεις τώρα, διάστημα αυτό που τους είχαν κλεισμένους φυλακή αυτούς. Τους είχαν πιάσει οι αντάρτες. Και είπαν οι Γερμανοί, αν δεν φέρετε αυτούς τους δύο τους Γερμανούς, θα εκτελέσουμε 20 άτομα. Και σηκώθηκαν δύο παπάδες από την Καστοριά, ο ένας πρέπει να τον αριθμό, είχε Σταύρο κρεμασμένο εδώ πέρα, τους βρήκαμε εδώ στο δρόμο, πήγαν πέρα στα βουνά να βρουν τους αντάρτες, ούτε ξέρω πού. Και όταν γυρνούσα, μας βρήκαν εμάς πάλι εδώ στο δρόμο. Οι παπάδες αυτοί. Και με τους δυο τους Γερμανούς. Τους πήραν τους αιχμαλώτους. Τους έφεραν στην Καστοριά.

Ερώτηση: Και Τους άφησαν ελεύθερους τους άντρες;

Απάντηση: Τους άφησαν ελεύθερους. Τους έβγαλαν από την φυλακή.

Ερώτηση: Αφού κάηκε το χωριό εκείνη τη μέρα, μετά γυρίσατε πίσω; πήγατε κάπου αλλού να κρυφτείτε, να μείνετε, τι κάνατε;

Απάντηση: Πήγαμε ξανά στο χωριό.

Ερώτηση: Αφού είχε καεί. Στα αποκαΐδια;

Απάντηση: Ε, κάηκε το χωριό, αλλά…Ό, τι είχε μείνει. Να, εμείς είχαμε ένα σπίτι της γιαγιάς μου, ένα παλιό, πιο πέρα, και είχαμε μείνει σε αυτό εκεί. Γυρίσαμε από κει που κρυβόμασταν, και βρήκαμε το σπίτι καμένο. Και η μάνα μου, με παίρνει το παράπονο τώρα… Είχε μία κουπάνα με ρούχα. Κανά δυο παλιόρουχα που άρπαξε, από μέσα, και κάθονταν έξω και έκλαιγε.

Ερώτηση: Αχ, κύριε Ανδρέα, και εμένα με έπιασαν τα κλάματα. Με συγχωρείτε.

Απάντηση:  Οι Γερμανοί έφυγαν μετά, φυσικά. Αφού έκαψαν τι έκαψαν, πήραν τους άντρες αυτούς, και έφυγαν.

Ερώτηση: Εσείς πως ζήσατε μετά; ζήσατε στο σπίτι της γιαγιάς;

Απάντηση: Εμείς πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς, εκεί ναι.

Ερώτηση: Δεν είχε καεί αυτό.

Απάντηση: Ένα παλιό σπίτι ήταν, δεν κάηκε. Δεν κάηκαν όλα τα σπίτια, πολλά ήταν παλιά, δεν έκαιγαν κιόλας.

Ερώτηση: Μονό πέτρα μέσα.

Απάντηση: Είχαν πατώματα μέσα, πάτωμα. Και αυτό Της γιαγιάς μου, είχε σανίδια, καλά σανίδια. Και από πάνω το είχαν λάσπη. Τα έβαζαν χώμα από πάνω, για να μην κρυώνουν, ξέρω και εγώ. Κι εκεί μείναμε, σε αυτό το σπίτι.

Ερώτηση: Και πώς έγινε τελικά να κατεβείτε κάτω, να γίνει άλλο χωριό; Γιατί πήρατε την απόφαση; Όχι Εσείς προσωπικά, το Κωσταράζι.

Απάντηση: Ε, αυτό το είχαμε πρόγραμμα. Επειδή σ’ αυτό το μέρος εδώ, ήταν τρία σπίτια παλιά χτισμένα. Τα είχαν χτίσει Κωσταραζινοί εδώ αυτοί τα είχανε.

Ερώτηση: Ήταν καλύτερο το μέρος εδώ.

Απάντηση: Το είχαμε αποφασίσει αυτό. Να κατέβουμε μία μέρα εδώ, πιο κάτω. Επειδή δρόμο καλό δεν είχαμε, ψηλά ήταν… Τα χωράφια μας κάτω εδώ, εμείς απάνω εκεί… Σηκωνόμαστε να πάμε από δω μέχρι το Βιτάνι πέρα εκεί, οι Κωσταραζινοί είχανε χωράφια εκεί. Είχαν πάρει κλήρους εκεί. Δούλευαν στα χωράφια, και το βράδυ απάνω στο χωριό. Και εκτόπισαν ύστερα, το ’47. Ήρθε ο στρατός, και μας πήραν από το χωριό. Ερώτηση: Και πού πήγατε;

Ερώτηση: Και που πήγατε;

Απάντηση: Στο Άργος. Μας πήραν στο Άργος, βέβαια. Ήρθαν τα James εδώ πιο πάνω, ώσπου πήγαιναν τα αυτοκίνητα στο χωριό, και ό, τι μπορούσε ο κόσμος στα χέρια να πάρει, πήραν, και μας έστειλαν στο Άργος. Μας έβαλαν σε σπίτια μέσα, εγώ μέχρι και τα πρόβατα τα πήρα στο Άργος που πήγα, καμιά πενηνταριά.

Ερώτηση: Ε, βέβαια, αφού από αυτά ζούσατε, βέβαια.

Απάντηση: Και μείναμε στο Άργους 3 χρόνια. Και από κει ήρθαμε εδώ, κάτι παράγκες που είχανε φτιάξει εδώ κάτω, ο Στρατός είχε κάνα δύο παράγκες, όχι ο στρατός, ο Στρατός ήρθε μετά. Εμείς τις κάναμε τις παράγκες. Και μετά ήρθε ο στρατός, βρήκε τις παράγκες φτιαγμένες αυτές. Τολ, μεγάλα.  Κάθονταν 14 οικογένειες σε κάθε τόλ μέσα. Και μετά άρχισε η ενέργεια για να γίνει το χωριό. Έπρεπε να διαθέσουμε όμως τα χωράφια, τα κτήματα. Το κράτος Δεν είχε δυνάμεις να απαλλοτριώσει μέρη.

Ερώτηση: Είδατε καμία βοήθεια; από την UNNRA, από το ελληνικό κράτος;

Απάντηση: Κοίταξε να δεις. Έδιναν 2000 δραχμές. Δραχμές ήταν τότε. Και λίγα ξύλα, όχι καυσόξυλα. Χρήσιμα ξύλα, για να φτιάξουν τα σπίτια.

Ερώτηση: Α, δοκάρια.

Απάντηση: Αλλά, το κράτος διέθετε μόνο αυτά. Μας είπαν, αν διαθέσετε τα χωράφια, μπορεί να γίνει το χωριό. Αν δεν τα διαθέσετε, δεν γίνεται, θα πάτε πάνω πάλι. Και εμείς, κάνα-δυο που είχαμε, τα πιο πολλά χωράφια, ο πατέρας μου αφού… Έρχονταν κάθε βράδυ, έκαναν συνεδρίαση με τον πρόεδρο, κάνα πέντε έξι άτομα μαζεύονταν, όχι και πολλοί. Και έλεγαν, να τα δώσουν τα χωράφια, ή να μην τα δώσουν; ώσπου πήραν απόφαση μία μέρα, και είπαν θα τα δώσουμε. Έρχεται ο μπαμπάς μου και μου λέει, θα το δώσουμε τα χωράφια. Δώσ’τα ρε πατέρα, του λέω. Να απαλλαχτεί ο κόσμος από αυτή την τυραννία, επιτέλους.

Ερώτηση: Σοφά έπραξε.

Απάντηση: Ναι.

Ερώτηση: Καλά έκανε. Εκεί πάνω που είναι… Κύριε Ανδρέα, άμα σας φέρω κάποια φωτογραφία από το χωριό, θυμάστε να μου δείξετε πού είναι το σπίτι σας; πού ήτανε;

Απάντηση: Το σπίτι το θυμάμαι. Κόσμο όμως δεν θυμάμαι από τότε.

Ερώτηση: Δεν πειράζει, το σπίτι περίπου πού είναι.

Απάντηση: Ε, πως, το σπίτι το ξέρω. Και τώρα το ξέρω. Που είναι μόνο κάτι ντουβάρια.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα δεν ξέρω τι άλλο να σας ρωτήσω, μου διαφεύγει κάτι που πρέπει να πείτε εσείς; αν θυμάστε κάτι;

Απάντηση: Δεν ξέρω τι άλλο, δεν θυμάμαι. Τότε, πριν να κηρυχθεί ο πόλεμος, ήρθε ένα Τάγμα Στράτος. Έχουμε Κεφαλόβρυσο κάτω εδώ. Μπάνια, που το λέμε. Και αυτός ο Στρατός ήταν εδώ που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Και μετά έφυγαν πήγαν στο μέτωπο. Αυτά ήταν. Τα αυτοκίνητα περνούσαν όλη τη νύχτα, τη μέρα δεν περνούσαν.

Ερώτηση: Για να μην τα βλέπει κανένας;

Απάντηση: Αφού ήταν τα αεροπλάνα τα Ιταλικά. Δεν βομβάρδιζαν ακόμα, μας έπαιρναν με το καλό στην αρχή. Έριξαν προκηρύξεις, εδώ στο χωριό μας απάνω.

Ερώτηση: Α, τι είδους προκηρύξεις;

Απάντηση: Ότι εμείς είμαστε αδέλφια, και ότι είμαστε ούνα ράτσα Ούνα φάτσα, όπως το έλεγαν. Και το γράφανε και αυτό μέσα στις προκηρύξεις. Να τους αφήσουμε να περάσουν.

Ερώτηση: Πού να περάσουν; που ήθελα να πάνε;

Απάντηση: Πάντως την Αίγυπτο είπαμε.

Ερώτηση: Και γιατί να περάσουν από μας, και δεν πήγαιναν από την Ιταλία;

Απάντηση: Από πού να περάσουν; Η Ιταλία, όλα τα κράτη τότε, ακόμη και η Αμερική, ήταν ανοργάνωτα τα κράτη αυτά. Δεν είχαν ούτε πλοία πολλά, ούτε τίποτα δεν είχαν. Πότε μας βούλιαξαν το πλοίο, την Έλλη. Οι Ιταλοί. Έπρεπε να περάσουμε από δω, από την ξηρά. Δεν είχαν πλοία να πάνε.

Ερώτηση: Ναι, έχετε δίκιο.

Απάντηση: Ναι. Δεν είχαν. Και ήθελα να περάσουν από εδώ, και μας κήρυξαν τον πόλεμο. Ύστερα, μπήκαν κοντά στα Γιάννενα πιο πάνω. Ο δικός μας ο Στρατός φύλαγε εκεί, και τους Γύρισε πίσω τους γύρισε πίσω τους Ιταλούς.  Είχαν μπει μέσα, πήγαιναν και τα Γιάννενα. Κοντά στα Γιάννενα είναι ένα Καλπάκι, αυτό το χωριό.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, ήρθε ποτέ κάποιος, στα τόσα χρόνια, κάποιος Ιταλός, πού πολέμησε εδώ, να δει τον κόσμο, να ζητήσει συγνώμη;

Απάντηση: Εγώ δεν έχω δει κανέναν. Ήρθαν όμως, πώς δεν ήρθαν.

Ερώτηση: Ήρθαν, το ξέρετε.

Απάντηση: Ήρθαν κάτω εδώ, στην Μπάρα που το λέω, είχαν σκοτωθεί κάνα-δυο Ιταλοί. Είχαν φτιάξει ένα εκκλησάκι εκεί πέρα.

Ερώτηση: Είχαν φτιάξει εικονοστάσι δικό τους;

Απάντηση: Ναι, ναι.

Ερώτηση: Είναι ακόμα;

Απάντηση: Πρέπει να είναι ακόμα. Ήταν εκεί απάνω από το δρόμο.

Ερώτηση: Δεν ξέρω που λέτε βέβαια.

Απάντηση: Πιο κάτω εδώ, είναι ένα μέρος που το λέμε Μπάρα. Που περνάει από κάτω τώρα η Εγνατία. Ναι. Πριν να κατέβει στο δρόμο, ήταν εδώ πιο πάνω ένα εικονοστάσι φτιαγμένο.

Ερώτηση: Α, ήρθανε έφτιαξαν εδώ το εικονοστάσι.

Απάντηση: Ε, πώς Δεν ήρθανε εδώ; ήρθαν εδώ Ιταλοί, που ήρθαν εδώ πέρα, έπιασαν κάτω στη Λάρισα εκεί. Και συνεννοήθηκαν με τους Βλάχους, ήταν και Βλάχοι Ρουμάνοι που τους λέγαμε. Ρουμανόβλαχοι. Και ήθελα να φτιάξουν λεγεώνα μαζί με τους Ιταλούς. Να έχουν και ένα λόχο Βλάχων εδώ. Στην Ελλάδα. Ειδοποίησαν τους Βλάχους, να παν να συνεννοηθούν. Να φτιάξει μυαλό, ένα λόχο, στρατός, Βλάχοι και Έλληνες, και τους είπα τους δικούς μας τους Έλληνες, και δεν θέλησαν. Οι Έλληνες.

Ερώτηση: Ε πώς να θελήσουν, αφού ήταν εχθρικός στρατός.

Απάντηση: Είμαστε βλάχοι εδώ λέει, αλλά είμαστε Έλληνες βλάχοι. Και δεν θέλησαν να κάνουν τίποτα. Μετά τους Ιταλούς τους πήρε ο κατήφορος. Ήρθαν οι Γερμανοί και τους έκλεισαν μέσα. Είχα πάει εγώ στη Θεσσαλονίκη το ’43, που ήταν οι Γερμανοί, τότε που είχα τραυματιστεί στο μάτι εδώ, και πήγα εκεί στο νοσοκομείο. Τους Ιταλούς τους είχανε μέσα… Ήταν ένα παλιό κτίριο, αυτό ήταν νοσοκομείο στην αρχή. Τους Ιταλούς τους είχαν κλεισμένους μέσα εκεί φυλακή.

Ερώτηση: Α, κρατούμενους τους είχανε.

Απάντηση: Είδα μία μέρα που τους έβγαζαν από μέσα, γιατί καθόμασταν εμείς πιο κοντά εκεί στην Ευαγγελίστρια, στη Θεσσαλονίκη, και τους έβγαλαν, δεν ξέρω που τους πήγαιναν, πάντως τους ήταν κουρελιασμένους, τα ρούχα, με μία κουβέρτα τυλιγμένοι. Που τους πήγαιναν, δεν ξέρω. Αιχμαλώτους τους είχαν, τι τους είχαν… Οι Γερμανοί. Ήταν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη τότε. Τότε που βομβάρδιζαν τα εγγλέζικα το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη, εγώ ήμουν εκεί, στη Θεσσαλονίκη. Ήρθαν μία βραδιά τα Αγγλικά τα αεροπλάνα, έδειξαν κάτι φώτα  από ψηλά, αλλά δεν ήξεραν, λάθος το πήραν. Γινόταν ένας γάμος εκεί, ήταν και κάτι παραγγελίες, και νομίζαν αυτοί ότι είναι στρατός, Γερμανοί. Άρχισαν να βομβαρδίζουν εκεί…

Ερώτηση: Βομβάρδισαν το γάμο;

Απάντηση: Βομβάρδισαν το γάμο, 500 τραυματίες το πρωί. Γέμισαν τα νοσοκομεία. Τραυματίες.

Ερώτηση: Εκεί στη Θεσσαλονίκη.

Απάντηση: Ναι, στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν εκεί εγώ το χειμώνα εκείνο. Κάθισα ένα χειμώνα εκεί. Είχα τη θεία μου εκεί. Και μετά με έκαναν εγχείρηση στο μάτι, γιατί φοβήθηκαν οι γιατροί, σπαθί και το άλλο κάτι. Ήταν λίγο τραυματισμένο. Αυτά τα νέα. Άλλο;

Ερώτηση: Άλλο, δεν έχω εγώ κάτι άλλο να σας ρωτήσω. Εσείς κύριε Ανδρέα αν θυμηθείτε κάτι άλλο, σας παρακαλώ πάρτε με τηλέφωνο. Θα ξανάρθω. Γιατί έχει πει πάρα πολλά πράγματα.

Απάντηση: Σαν τι άλλα πράγματα να σου πω τώρα;

Ερώτηση: Δεν ξέρω. Από τη ζωή τότε που θυμάστε.

Απάντηση: Περίπου είπαμε αυτά που έγιναν. Περίπου. Πώς σκότωσαν τον μπαμπά, πώς σκότωσαν τον Μυλωνά, οι Γερμανοί. Τον Μυλωνά τον σκότωσαν, από το δρόμο που τον πήραν, εκεί που καθόμασταν εμείς στης γιαγιάς μου το σπίτι, εκεί απάνω, τον έριξαν, τον σκότωσαν, και επειδή ήταν κατηφόρα, κυλιόταν προς τα κάτω αυτός.

Ερώτηση: Επέτρεψαν τουλάχιστον να τον πάρουν, να τον θάψουν;

Απάντηση: Ποιος λογάριαζε τότε; εδώ οι αντάρτες σκότωσαν τον αντάρτη, και τον άφησαν όπως ήταν, και του έβγαλαν και τα ρούχα. Είχε στρατιωτικά ρούχα ο αντάρτης αυτός, τον έβγαλαν τα ρούχα, τον άφησαν γυμνό. Τον πήραν οι χωριανοί ύστερα και τον έθαψαν.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Για όσα μου είπατε. Συγγνώμη που σας έκανα να κλάψετε. Με συγχωρείτε πραγματικά. Ξέρω ότι είναι άσχημο να τα θυμάσαι αυτά τα πράγματα.

Απάντα: Τέτοιος είμαι, συγκινούμαι λίγο.

Ερώτηση: Συγκινούμαι κι εγώ μαζί. Να είστε καλά, ο Θεός να σας έχει καλά. Σας ευχαριστώ.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ερώτηση: Πείτε μου, αυτό το γεγονός πότε έγινε;

Απάντηση: Πότε έγινε; Πότε ακριβώς δεν θυμάμαι.

Ερώτηση: Τι εποχή ήτανε;

Απάντηση: Ήταν οι Ιταλοί όμως εδώ τότε. Καλοκαίρι ήτανε. Βέβαια. Ήταν ένα Τάγμα ιππικού, Ιταλοί. Και ερχόνταν από κάτω, και σταμάτησαν εδώ πέρα στη Σμίξη που το λέμε. Και ρωτούσανε και τώρα δύο άτομα δικά μας, τον εξάδελφο δικό μου, και έναν θείο. Έχετε αντάρτες εδώ πέρα; όχι του λένε, δεν έχουμε. Τίποτα. Τίποτα. Ένας δικός μας, χωρίς να ξέρω τι έπαθε, τα μυαλά του και αυτός, είχε την καλύβα πιο κάτω, εκεί. Εκείνη την ώρα που τον ρωτούσαν αυτά τα πράγματα, και εμείς Αν δεν έχουμε αντάρτες εδώ, νάτος, βγήκε από την καλύβα και άρχισε να τρέχει προς τα κάτω.  Οι Ιταλοί ήταν του ιππικού. Τρέχουν δύο άλογα το φτάνουν εκεί. Το γύρισαν γύρω-γύρω, περικύκλωση, τον ρωτούσαν πού πάει. Οι Ιταλοί. Δύο Ιταλοί.

Ερώτηση: Ποιος ήταν αυτός; θυμάστε το όνομά του;

Απάντηση: Πως δεν θυμάμαι; Γεώργιος λεγόταν, Σιδεράς. Είχε παιδί δάσκαλο, τον Ανδρέα…

Ερώτηση: Σιδεράς, ή Σιδέρης;

Απάντηση: Σιδεράς. Όχι Σιδέρης. Άλλος ο Σιδέρης. Σιδεράδες, είπαμε λέγονταν. Επειδή δεν είχαν ονόματα οι γύφτοι που έρχονταν από κάτω. Οι Ιταλοί που λες, εμείς καθόμαστε με το φίλο μου πάνω στο δρόμο που είχαμε τα πρόβατα, ο μπαμπάς μου όμως με συμβουλεύει κάθε μέρα και μου έλεγε δεν θα φύγεις από κοντά από τα πρόβατα καθόλου. Και τον λέω τον άλλον, κάτσε εσύ εδώ. Βλέπουμε τους Ιταλούς που λες τους δύο, μόλις πέρασε αυτός από μπροστά μας τρέχοντας, λέει φύγετε γιατί έρχονται Ιταλοί θα μας σκοτώσουν. Το καπέλο του εδώ στα χέρια. Δεν ξέρω γιατί, τρομαγμένος ήταν. Αυτός, ο χωριανός μας. Φύγετε, έρχονται οι Ιταλοί να μας σκοτώσουν. Ώσπου να φύγει πιο κάτω αυτός, βρήκε έναν άλλο κάτω Εκεί στο ποτάμι κάτι έκανε βέργες έκοβε, δεν ξέρω τι έκανε. Με τον Μιλτιάδη τον Βολογιάννη, 100 μέρα εκατό μέτρα πιο πέρα από μας ήταν που καθόμασταν εκεί. Ήρθαν οι Ιταλοί, σηκώθηκα εγώ όρθιος. Μες στο δρόμο καθόμασταν. Σηκώνομαι όρθιος εγώ, με ρωτάει ένας: Σπίτι εδώ που είναι; ώσπου να τον ρωτήσω εγώ, τι σπίτι; δεν ξέρω. Του λέει ο άλλος, από δω. Τους έβλεπαν αυτούς που πήγαν και κρύφτηκαν, και πήγαν εκεί και τους σκότωσαν και τους δύο. Και τον άλλον που τον βρήκαν εκεί και τον σταμάτησαν, κι αν φεύγαμε και εμείς, κι εμάς θα με σκότωναν εκεί. Πέρασε αυτός και, φύγετε έρχονται οι Ιταλοί, θα μας σκοτώσουν.

Ερώτηση: Μάλιστα. Είχατε και θύματα. Μπορείτε να μου πείτε αυτούς τους δύο που σκότωσαν πώς τους έλεγαν;

Απάντηση: Σου είπα. Ο ένας ήταν ο Γιώργος Σιδεράς. Και ο άλλος, Μιλτιάδης Βολογιάννης.

Ερώτηση: Εντάξει, ευχαριστώ. Α, το είδατε πως τον σκότωσαν. Με τι; με μαχαίρια;

Απάντηση: Τους χτύπησαν να πέσουν καταγής.

Ερώτηση: Με τι το χτύπησαν; με τα όπλα;

Απάντηση: Τώρα τι είχαν στα χέρια; Την λόγχη είχαν; έπεσαν κάτω, και Κατέβηκε ο ένας Ιταλός από το άλογο μετά, και τους έριξε και τη χαριστική βολή. Και πήγαμε εμείς κοντά. Μόλις έφυγαν ήταν, πήγαμε εμείς, εκεί ήμασταν. Και ήταν και οι δύο. Ο ένας ανάσκελα πεσμένος, και όλες μπρούμυτα.

Ερώτηση: Και εσείς ειδοποιήσετε τις οικογένειές τους;

Απάντηση: Ο ένας αδελφός του Βολογιάννη ήταν εκεί πιο κάτω, και πήγαμε και τον βρήκαμε. Και τον είπαμε: Τον Μιλτιάδη τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Αχ, πώς το λες αυτό το πράγμα σε έναν άνθρωπο.

Απάντηση: Μετά δε μας μίλησαν Ιταλοί καθόλου, έφυγαν. Δύο ήταν.

Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, θα σας ρωτήσω κάτι άλλο τώρα. Οι Γερμανοί δεν ενοχλούσαν. Γυναίκες δεν πείραζαν. Καθόλου. Μας σιχαίνονταν εμάς.

Απάντηση: Όταν ήρθαν προπαντός, όταν ήρθαν, είχαν πειθαρχία.

Ερώτηση: Πάντα είχαν. Οι Ιταλοί όμως, πείραζαν, έμπαιναν μέσα στα σπίτια;

Απάντηση: Ε, οι Ιταλοί ήταν αλλιώς. Όταν είχαν έρθει απάνω, θυμάμαι μία γυναίκα την κυνήγησαν. Έτσι είπαν. Έφυγε αυτή, πάει και κρύφτηκε κάπου. Οι Ιταλοί είναι σαν εμάς ράτσα. Ούνα ράτσα Ούνα φάτσα που λένε. Οι Γερμανοί όμως όταν ήρθαν, είχαν τέτοια πειθαρχία, όλα τα είχαν πάνω στα αυτοκίνητα φορτωμένα. Και το ψωμί που έβγαζαν, το ζύμωναν, και τον φούρνο εκεί τον είχαν. Τα πάντα εκεί.

Ερώτηση: Είχαν και φούρνο κουβαλούσαν μαζί τους;

Απάντηση: Ε πώς δεν είχαν; έτρωγαν. Ήθελαν να φάνε.

Ερώτηση: Έλεγα, μήπως έμπαιναν σε σπίτια άρπαζαν και έτρωγαν.

Απάντηση: Οι Γερμανοί; Οι Γερμανοί, τίποτα. Με τη διαφορά, όταν ήρθε η πείνα Ύστερα το ’41, οι Έλληνες είχαν σιτάρια και τέτοια πράγματα. Αλλά, άδειασαν τις αποθήκες, τα πήραν αυτοί για να τρώει ο στρατός, ο γερμανικός που ήταν εδώ, τα πήραν όλα από τις αποθήκες, και μείναμε χωρίς ψωμί εμείς. Για αυτό ήρθε η πείνα εδώ. Μόλις ήρθε το καλοκαίρι όμως, τα χωράφια ήταν όλα σπαρμένα. Θερίσαμε τα χωράφια και τελείωσε η δουλειά.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ερώτηση: Εσείς είχατε αμπάρι με σιτάρι; και πως το κρύψετε; αυτό είναι ολόκληρο.

Απάντηση: Το είχαμε κρυμμένο πιο γρήγορα πιο νωρίς. Από κάτω εκεί. Πάνω είχαν σάλα με πλάκες φτιαγμένη. Και από κάτω από το υπόγειο είχε μία πόρτα, κι έμπαινες μέσα.

Ερώτηση: Α, και είχατε να περάσετε λίγο.

Απάντηση: Και βέβαια. Περάσαμε όλο τον καιρό, όχι μόνο λίγο. Το καλοκαίρι ήρθε και θερίσαμε τα χωράφια.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s