Συνέντευξη Γλυκερίας Ζέλκα

Την συνέντευξη πήρε η Μαρία Παπαϊωάννου

Έτος γέννησης 1935

Ερώτηση: Πώς σας λένε?

Απάντηση: Γλυκερία Ζέλκα. Το πατρικό μου Γάβρου.

Ερώτηση: Μάλιστα. Οι γονείς σας, ποιοι ήτανε;

Απάντηση: Η Όλγα Γάβρου και ο Ιωάννης Γάβρος.

Ερώτηση: Από δω από το Κωσταράζι;

Απάντηση: Γέννημα- θρέμμα.

Ερώτηση: Μάλιστα. Κυρία Γλυκερία πότε γεννηθήκατε;

Απάντηση: Επειδή μας έκαψαν τα χαρτιά μας όπως μου είπε η μάνα μου, το 1935.

Ερώτηση: Που γεννηθήκατε;

Απάντηση: Πάνω στο παλιό το χωριό.

Ερώτηση: Οι γονείς σας ακόμα η δουλειά έκαναν;

Απάντηση: Η μάνα μου τα σπιτικά τα οικιακά και τη γεωργία. Ο πατέρας μου ήταν χτίστης.

Ερώτηση: Κυρία Γλυκερία εσείς σχολείο που πήγατε?

Απάντηση: Αχ. Γεια σου τώρα που με ρωτάς. Λοιπόν εγώ γεννήθηκα στο παλιό το Κωσταράζι πάνω. Μόνο ποιες συμμαθήτριες είχα δεν θυμάμαι στο σχολείο. Ο πατέρας μου πέθανε νέος, 40 χρονών δεν ήταν και μας άφησε τρία κορίτσια. Η μικρότερη ήμουν εγώ. Η μάνα μου χρονών 27 χρόνων χήρα με τρία κορίτσια. Πού να πάει εκείνο τον καιρό;

Ερώτηση: Ο πατέρας σας πέθανε πριν κάψουν το Κωσταράζι;

Απάντηση: Ήταν πεθαμένος όταν ήρθαν οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Άρα η μαμά σας μόνη σας είχε πάνω στο Κωσταράζι;

Απάντηση: Μόνες. Οι τέσσερις μας. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά πως πήγαινα σχολείο. Τσάντες τότε δεν είχαμε ούτε τίποτα. Είχα το σακούλι μου το είχε φτιάξει η μαμά μου από φούστα υφαντή, έβαζα στη μία μασχάλη το σακούλι στην άλλη ένα ξύλο για τη σόμπα και πήγαινα σχολείο. Δεν θυμάμαι καν πως με προβοδούσε στο σχολείο, μόνη μου πήγαινα. Το σχολείο μας ήταν με δύο πατώματα, ωραιότατο. Τώρα θα γίνει ανακαίνιση. Το πρώτο πάτωμα μπροστά στην πλατεία που ήταν γίνονταν η προσευχή μετά ανεβαίναμε πάνω στο άλλο πάτωμα. Ήταν και ένα γραφείο εκεί. Ίσως ήταν και αποθήκη. Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι να έχω φάει ποτέ με τις αδερφές μου. Η μητέρα μου με πήγε μικρή στο ορφανοτροφείο. Ο πατέρας μου δεν μας είχε αφήσει ούτε ένα πισνίκι. Καρβέλι ψωμί το λένε τώρα. Είχε έναν πρώτο ξάδερφο, ας τον πούμε πώς τον λένε αυτόν που τον σκότωσαν οι Γερμανοί, αυτός είχε γκαζόμυλο και μας άφησε έναν τενεκέ αλεύρι πίσω. Η μάνα μου τι να κάνει νεότατη ήτανε μόνη της όμως. Η μάνα μου από δω και από κει μεροκάματα, τι να κάνει, με πήγε στο ορφανοτροφείο της Καστοριάς. Εκεί πήγα πρώτη τάξη. Μάλλον ήμουν μικρή.

Ερώτηση: Πόσο χρονών ήσασταν;

Απάντηση: Εμ, δεν θυμάμαι. 5- 6;

Ερώτηση: Πριν καεί το χωριό;

Απάντηση: Πριν, πριν καεί. Όταν κάηκε το χωριό, εγώ ήμουν εκεί. Ήμουν κάτω στην πλατεία. Πηγές καμιά φορά στο παλιό το χωριό;

Ερώτηση: Ναι, έχω πάει.

Απάντηση: Μόλις ανεβαίνεις από τον Άη- Γιώργη και λίγο πιο πάνω εκείνο το εκκλησάκι, εκεί γράφει Τσουτσκαρές. Ζυγοί, ζυγαριά. Γιατί, όπως μας έλεγαν εμάς πέρασαν και οι Τούρκοι από εκεί. Γι’ αυτό έχουμε και τουρκικά ονόματα εκεί. Ζύγιζαν τον σπόρο. Εκεί είναι ο κεντρικός δρόμος η Τρανή η στράτα που λέμε αριστερά είναι οι Τσουτσκαρές και μετά είναι το χωριό. Εγώ ήμουν εκεί όταν κάηκε το χωριό. Δεν θυμάμαι τι εποχή ήταν.

Ερώτηση: Δεν πειράζει. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Σας στο λέω εγώ.

Απάντηση: Είχαμε και γουρούνια. Το σπίτι μου ήταν θεόρατο. Τρίπατο. Και όταν ήρθαν οι Γερμανοί τα γουρούνια φώναζαν. Αυτοί έβαζαν σημάδι και φωτιά στα σπίτια.

Ερώτηση: Σημάδι γιατί έβαζαν;

Απάντηση: Για να καούν. Πρώτα τα σημάδευαν, έναν Σταυρό και μετά τα έβαζαν φωτιά. Μάλλον δηλαδή επειδή εμένα η μάνα μου επειδή την είδαν έτσι με μένα δίπλα της, τι να πω; την λυπήθηκε αυτός. Της λέει: Δώσε ένα ψωμί. Είχαμε σεντούκια τότε. Έβαλε λίγο άχυρα σε ένα σεντούκι και το έβαλε φωτιά. Τάχα ότι κάηκε το σπίτι. Έβγαινε καπνός πολύς. Εμάς, δεν κάηκε το σπίτι μας. Και εμάς όλους μας έβγαλαν έξω. Που μας πήγαν; Στην Τρανή την στράτα. Και τους άντρες τους πήραν όλους.  Τους άντρες τους πήγαν στην Καστοριά ομήρους. Και εμάς μας έβαλαν όλους εκεί στην Τρανή τη στράτα. Να αγκαλιαζόμαστε, να κλαίμε, να φωνάζουμε να βελάζουμε όπως τα πρόβατα. Εγώ, δίπλα στη μάνα μου κολλημένη. Μία γυναίκα γέννησε εκεί πάνω Το αίματα έτρεχαν. Το μωρό, που να το τυλίξει με τη φούστα της. Πέθανε αυτό το καημένο. Κάνα- δυο έφυγαν από εκεί από την Τρανή την στράτα. Ήταν παιδάκια.  

Ερώτηση: Μπόρεσαν και έφυγαν;

Απάντηση: Γλιστρώντας επειδή είναι κατηφορικό. Έφυγαν. Και πρώτη η αδερφή μου με έναν άλλο χωριανό μας. Λάκκο, λάκκο, λάκκο. Αμ, εκεί Γερμανοί… Όταν ήρθε στο σπίτι εγώ δεν την είδα, η μάνα μου που μας έλεγε, η φούστα ήταν γεμάτη τρύπες από σφαίρες. Όταν έφυγαν πήγαν… που πήγαν; Αμπελόκηπους Μηλίτσα Βογατσικό… Δεν έπαθαν τίποτα αυτοί. Το δικό μας ήταν Κλεφτοχώρι. Έτσι το έλεγαν. Θα σου πω και το θαύμα που έγινε. Τέλος πάντων, περίμεναν οι Γερμανοί από την Καστοριά να ‘ρθουν διαταγές. Για να δουν τι θα κάνουν τα γυναικόπαιδα. Γύρω- γύρω μας είχαν με τα όπλα, έτσι. Εμείς να κλαίμε, να φωνάζουμε. Το χωριό να καίγεται απέναντι. Να βλέπεις να καίγονται τα σπίτια όλα. Να καίγεται η εκκλησία μας. Καπνός. Τα είδα όλα αυτά. Και ένας, αγνός άνθρωπος έλεγαν, την είδε την Παναγία από την εκκλησία που έφευγε πάνω στον ουρανό. Και Αφού ήρθε η διαταγή από πέρα από την Καστοριά, άφησαν τα γυναικόπαιδα ελεύθερα. Έφυγαν, πήγαν σπίτια τους. Ό, τι μπόρεσαν πήραν, ό, τι πρόλαβαν έσβησαν.  Όμως η εκκλησία η Παναγία κάηκε μόνο τα ντουβάρια έμειναν. Οι Γερμανοί ύστερα μας άφησαν πήγαμε σπίτια μας, τι να γίνει; έρχονται μέσα στο χωριό οι Γερμανοί, τι να κάνουν; αυτός ο Δημήτρης, ο μυλωνάς, αυτός γλίτωσε το χωριό. Αυτοί φοβούνταν, Γερμανοί. Επειδή έρχονταν οι αντάρτες, όλοι οι αντάρτες, όλοι από κει περνούσαν. Έχουν δει τα μάτια μου εκεί πέρα… Αυτός, Δημήτρης έφυγε. Η γυναίκα του έμεινε. Με τα παιδιά, τρία κορίτσια είχε. Πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Αυτός είχε κάνει στην Αμερική, και έφτιαξε τον μύλο, το γκαζόμυλο.

Ερώτηση: Πώς τον έλεγαν;

Απάντηση: Γαύρο. Είχαμε το ίδιο επίθετο. Και έκαναν έναν γκάζομυλο. Οι Γερμανοί νόμιζαν ότι οι αντάρτες γεμίζουν μπαταρίες και έχουν ασύρματο. Ο ένας ο μυλωνάς που ήταν συνέταιρος, έφυγε. Και αυτός ο Δημήτρης έφυγε. Ο ένας δεν είχε παιδιά. Αυτός είχε τρία κορίτσια που σου είπα. Τι γίνεται τώρα; Φωνάζουν τη γυναίκα του, και τις λένε… Τις φοράνε άσπρα. Και της λένε: Να πας να τον φωνάξεις για να ‘ρθει. Για να γλυτώσει το χωριό. Αλλιώς θα ήμασταν όλοι χαμένοι. Σκοτωμένοι.

Ερώτηση: Αυτόν ζητούσαν οι Γερμανοί;

Απάντηση: Για το γκαζόμυλο. Κατάλαβες; Και ο παπάς και όλοι χάθηκαν. Δε φάνηκε κανένας. Και αυτός έφυγε. Τι να κάνει η καημένη; Φορεμένη στα άσπρα. Και πηγαίνει στο δάσος. Και άρχισε να φωνάζει: Δημήτρη! Δημήτρη! Δημήτρη, έλα να γλιτώσεις στο χωριό! Έλα! Και ήρθε το παιδί.  Ήρθε ο άνθρωπος, τον βάζουν μαζεύει κότες, μαζεύει αυγά, τον είδα σκοτωμένο. Η μάνα μου ήταν πρώτη ξαδέρφη της γυναίκας του. Σα νύφες, ας πούμε. Και της μάνας της στο σπίτι κοντά στης θείας μου. Και εγώ, μικρή όπως ήμουνα πήγα και έκατσα στο πεζούλι. Πήγα και έκατσα στο πεζούλι και αυτές ήταν μέσα. Τον σκότωσαν αυτόν σε ένα ύψωμα. Μέσα από το χωριό. Έτσι ήρθε κάτω. Κατρακυλώντας. Σταμάτησε σ’ ένα ντουβάρι από σπίτι. Τον πήραν…

Ερώτηση: Γιατί τον έβαλαν να μαζέψει κότες που είπατε;

Απάντηση: Να φάνε να ντερλικώσουν. Οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Και τα παρέδωσε και μετά τον σκότωσαν;

Απάντηση: Και μετά τον σκότωσαν. Το άκουσα. Δεν τον είδα όμως. Είδα που τον κουβάλησαν με την κουβέρτα. Της πεθεράς του το σπίτι. Εγώ απ’ έξω, η μάνα μου, ούτε τον έκλαψαν,  ούτε τίποτα. Δεν τον αφήνω ποτέ. Όταν πάω στο χωριό, πάντα τον ανάβω κερί. Τον έβαλαν μέσα, δεν μας άφησαν ούτε να τον κλάψουμε, ούτε τίποτα. Και τον έθαψαν. Κι άφησε τρία κορίτσια κι αυτός. Με το ένα ήμασταν μαζί στο ορφανοτροφείο. Η μεσαία… Ήταν και αεροπλάνα, βομβάρδισαν το χωριό.

Ερώτηση: Τον Πάπα Άνθιμο;

Απάντηση: Α, τον Πάπα Άνθιμο. Τον καημένο, με τις πέτρες τον σκότωσαν. Έφυγε, απέναντι από το χωριό είναι η πλαγιά εκεί. Και αυτός έφυγε προς τα εκεί. Τον κυνηγούσαν. Τον είδαν. Με τις πέτρες τον σκότωσαν.

Ερώτηση: Ποιοι;

Απάντηση: Οι Γερμανοί.

Ερώτηση: Όχι με όπλο;

Απάντηση: Πήγαν τον βρήκαν με πέτρες σκεπασμένο. Όπως μας τα έλεγαν οι μάνες μας…

Ερώτηση: Να σας ρωτήσω κάτι. Εκείνη τη μέρα που έκαψαν το χωριό, μετά εσείς που πήγατε; Τι κάνατε;

Απάντηση: Εκεί μείναμε.

Ερώτηση: Στα αποκαΐδια;

Απάντηση: Ναι. Ό, τι έμειναν. Ό, τι προλάβαμε. Ο καθένας ότι έπαθε. Το δικό μας ήταν άθικτο. Τίποτα. Όπως και αρκετά άλλα. Ύστερα εμάς, όταν ήρθε διαταγή από πέρα να μας αφήσουν, μας άφησαν και πήγαμε στα σπίτια και ότι βρήκε ο καθένας. Ήμασταν εκεί. Είχαμε κρύψει τα ρούχα μας, ό, τι μπορούσαμε πιο μπροστά. Όμως κάηκαν πολλά. Όχι όλα.

Ερώτηση: Γιατί μετά ήρθε το χωριό εδώ κάτω και δεν χτίστηκε εκεί πάνω που ήτανε;

Απάντηση: Εμείς είχαμε ξαναδημιουργηθεί όλοι μας. Όλα εδώ τα είχαμε τα χωράφια ήταν εδώ. Και ζούσε καλά ο κόσμος. Πρόβατα είχαν. 1500 άτομα ήταν. Σχολείο μεγάλο είχαμε. Τα πάντα, πάντα.

Ερώτηση: Στο αλβανικό έπος του 40;

Απάντηση: Ναι. Μπουμ τα κανόνια. Μπουμ.

Ερώτηση: Έχει σπηλιές εκεί μέσα;

Απάντηση: Ναι. Και εμείς παιδιά όπως ήμασταν εκεί κρυβόμασταν. Ήταν όμορφο χωριό το χωριό μας. Όμορφο χωριό.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s